αφάνταστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Ελληνικά
Ετυμολογία
αφάνταστα < αφάνταστος + -α < ελληνιστική κοινή ἀφάνταστος
Επίρρημα
αφάνταστα
σε αφάνταστα μεγέθη, μέτρα ή όρια
Άλλες μορφές
αφαντάστως
Συνώνυμα
απερίγραπτα
απίθανα
απίστευτα
φοβερά
Μεταφράσεις
αφάνταστα
[ εμφάνιση ]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αφάνταστα
ουδέτερο του αφάνταστος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License