αφανέρωτος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αφατρίαστος | αφατρίαστη | αφατρίαστο |
γενική | αφατρίαστου | αφατρίαστης | αφατρίαστου |
αιτιατική | αφατρίαστο | αφατρίαστη | αφατρίαστο |
κλητική | αφατρίαστε | αφατρίαστη | αφατρίαστο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αφατρίαστοι | αφατρίαστες | αφατρίαστα |
γενική | αφατρίαστων | αφατρίαστων | αφατρίαστων |
αιτιατική | αφατρίαστους | αφατρίαστες | αφατρίαστα |
κλητική | αφατρίαστοι | αφατρίαστες | αφατρίαστα |
Ετυμολογία
αφανέρωτος < μεσαιωνική ελληνική αφανέρωτος < α- + φανερώνω + -τος
Επίθετο
αφανέρωτος, -η, -ο
που δεν έχει φανερωθεί
Αντώνυμα
φανερωμένος
Συγγενικές λέξεις
αφανέρωτα
→ δείτε τις λέξεις φανερώνω, φανερός και φαίνομαι
Μεταφράσεις
αφανέρωτος
αγγλικά : unrevealed (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License