αφανάτιστος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αφανάτιστος | αφανάτιστη | αφανάτιστο |
γενική | αφανάτιστου | αφανάτιστης | αφανάτιστου |
αιτιατική | αφανάτιστο | αφανάτιστη | αφανάτιστο |
κλητική | αφανάτιστε | αφανάτιστη | αφανάτιστο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αφανάτιστοι | αφανάτιστες | αφανάτιστα |
γενική | αφανάτιστων | αφανάτιστων | αφανάτιστων |
αιτιατική | αφανάτιστους | αφανάτιστες | αφανάτιστα |
κλητική | αφανάτιστοι | αφανάτιστες | αφανάτιστα |
Ετυμολογία
αφανάτιστος < α- + φανατίζω + -τος < γαλλική fanatiser < λατινική fanaticus < fanum < πρωτοϊταλικά *fasno- < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰh₁s-no-
Επίθετο
αφανάτιστος
που δεν φανατίζεται ή δεν έχει φανατιστεί
Αντώνυμα
φανατικός
φανατισμένος
Μεταφράσεις
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License