ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


αφαλοκόβω

Ελληνικά
Ετυμολογία

αφαλοκόβω < αφαλός + κόβω

Ρήμα

αφαλοκόβω

κόβω τον ομφάλιο λώρο βρέφους που μόλις γεννήθηκε
χτυπώ κάποιον στην κοιλιά συντριπτικά (μεταφορικά δολοφονώ)


Μεταφράσεις

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License