αφαιρετέος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αφαιρετέος | αφαιρετέα | αφαιρετέο |
γενική | αφαιρετέου | αφαιρετέας | αφαιρετέου |
αιτιατική | αφαιρετέο | αφαιρετέα | αφαιρετέο |
κλητική | αφαιρετέε | αφαιρετέα | αφαιρετέο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αφαιρετέοι | αφαιρετέες | αφαιρετέα |
γενική | αφαιρετέων | αφαιρετέων | αφαιρετέων |
αιτιατική | αφαιρετέους | αφαιρετέες | αφαιρετέα |
κλητική | αφαιρετέοι | αφαιρετέες | αφαιρετέα |
Ετυμολογία
αφαιρετέος < αρχαία ελληνική ἀφαιρετέος
Επίθετο
αφαιρετέος αρσενικό, αφαιρετέα θηλυκό, αφαιρετέο ουδέτερο
που πρέπει ή πρόκειται να αφαιρεθεί
αφαιρετέο ποσό, αφαιρετέα ποσότητα
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη αφαιρώ
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αφαιρετέος | οι | αφαιρετέοι |
γενική | του | αφαιρετέου | των | αφαιρετέων |
αιτιατική | τον | αφαιρετέο | τους | αφαιρετέους |
κλητική | αφαιρετέε | αφαιρετέοι | ||
Παράρτημα |
Ουσιαστικό
αφαιρετέος αρσενικό
(μαθηματικά) ο αριθμός που αφαιρείται από έναν άλλο, ο οποίος ονομάζεται μειωτέος
Στην αφαίρεση 20-5=15 το 5 είναι ο αφαιρετέος, το 20 ο μειωτέος και το 15 το υπόλοιπο.
Άλλες μορφές
αφαιρέτης
Δείτε επίσης
μειωτέος
μείον
υπόλοιπο
Μεταφράσεις
αφαιρετέος
αγγλικά : subtrahend (en)
ολλανδικά : aftrekker (nl)
πορτογαλικά : subtraendo (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License