αφάγωτος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αφάγωτος < στερητικό α- + φαγώνομαι
Επίθετο
αφάγωτος
που δεν έχει φαγωθεί, συνήθως μόνο με τις έννοιες:
δεν έχει σπαταληθεί
δεν έχει γίνει τροφή κάποιου
(σπάνιο) που δεν έχει φάει
Εκφράσεις
θέλω και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο
Μεταφράσεις
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License