αειμακάριστος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αειμακάριστος < αεί + μακαρίζω
Επίθετο
αειμακάριστος, -η, -ο
που αξίζει να τον μακαρίζει κανείς για πάντα
(θρησκεία, χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
Συγγενικές λέξεις
αξιομακάριστος
Θεομακάριστος
παμμακάριστος
Μεταφράσεις
αειμακάριστος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License