ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αεικίνητος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αεικίνητος αεικίνητη αεικίνητο
γενική αεικίνητου αεικίνητης αεικίνητου
αιτιατική αεικίνητο αεικίνητη αεικίνητο
κλητική αεικίνητε αεικίνητη αεικίνητο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αεικίνητοι αεικίνητες αεικίνητα
γενική αεικίνητων αεικίνητων αεικίνητων
αιτιατική αεικίνητους αεικίνητες αεικίνητα
κλητική αεικίνητοι αεικίνητες αεικίνητα


Ετυμολογία

αεικίνητος < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἀεικίνητος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.i.ˈci.ni.tɔs/ αρσενικό

ΔΦΑ : /a.i.ˈci.ni.ti/ θηλυκό

ΔΦΑ : /a.i.ˈci.ni.tɔ/ ουδέτερο

Επίθετο

αεικίνητος, -η, -ο

που κινείται διαρκώς
που έχει ζωντάνια και κινητικότητα
(μεταφορικά) δραστήριος, ενεργητικός

Συγγενικές λέξεις

αεικινησία
αεικίνητα

Μεταφράσεις
αεικίνητος

αγγλικά : restless (en)
γερμανικά : unruhig (de)


Αναφορές

αεικίνητος στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License