αδυσώπητος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αδυσώπητος | αδυσώπητη | αδυσώπητο |
γενική | αδυσώπητου | αδυσώπητης | αδυσώπητου |
αιτιατική | αδυσώπητο | αδυσώπητη | αδυσώπητο |
κλητική | αδυσώπητε | αδυσώπητη | αδυσώπητο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αδυσώπητοι | αδυσώπητες | αδυσώπητα |
γενική | αδυσώπητων | αδυσώπητων | αδυσώπητων |
αιτιατική | αδυσώπητους | αδυσώπητες | αδυσώπητα |
κλητική | αδυσώπητοι | αδυσώπητες | αδυσώπητα |
Ετυμολογία
αδυσώπητος < αρχαία ελληνική ἀδυσώπητος (που δεν μεταβάλλει την έκφραση του προσώπου του) < ἀ- επιτατικό + αχώρ. μόριο δυσ- + όπωπα πρκ του ὁράω-ῶ (αποκρουστικός στην όψη), δυσειδής
μεταγενέστερα, κράτησε μόνο τη σημερινή σημασία, δηλαδή: αυτός που δεν αλλάζει έκφραση προσώπου με κάτι που βλέπει να συμβαίνει, ο σκληρός, ο αμείλικτος, ο άτεγκτος, ο ανελέητος
Επίθετο
αδυσώπητος, -η, -ο
που δεν δείχνει έλεος, λύπηση
όσοι ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, ας προσγειωθούν στην αδυσώπητη πραγματικότητα (Έρμαιο των ... ταλιμπάν, Εθνοσπόρ, 4 Απριλίου 2011)
Συνώνυμα
άγριος
άκαρδος
αλύπητος
αμείλικτος
ανάλγητος
ανελέητος
ανηλεής
απάνθρωπος
απηνής
άπονος
άτεγκτος
σκληρός
Αντώνυμα
ελεήμων
ελεών
επιεικής
μεγαλόψυχος
μειλίχιος
πράος
προσηνής
φιλάνθρωπος
Μεταφράσεις
αδυσώπητος
αγγλικά : inexorable (en), implacable (en)
εβραϊκά : חסר רחמים (he)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License