ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αδυνατώ

Ελληνικά
Ετυμολογία

αδυνατώ < σύγχρονη μονοτονική γραφή του: ἀδυνατῶ < αρχαία ελληνική ἀδυνατῶ (ἀδυνατόω ή ἀδυνατέω)

Ρήμα

αδυνατώ

δεν μπορώ, δεν έχω τη δύναμη ή τη δυνατότητα να κάνω κάτι

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αδυνατώ αδυνατούσα θα αδυνατώ να αδυνατώ αδυνατώντας
β' ενικ. αδυνατείς αδυνατούσες θα αδυνατείς να αδυνατείς (αδυνάτει)
γ' ενικ. αδυνατεί αδυνατούσε θα αδυνατεί να αδυνατεί
α' πληθ. αδυνατούμε αδυνατούσαμε θα αδυνατούμε να αδυνατούμε
β' πληθ. αδυνατείτε αδυνατούσατε θα αδυνατείτε να αδυνατείτε αδυνατείτε
γ' πληθ. αδυνατούν(ε) αδυνατούσαν(ε) θα αδυνατούν(ε) να αδυνατούν(ε)

Μεταφράσεις
αδυνατώ

αγγλικά : be unable (en)
γαλλικά : être (fr)incapable (fr) de,

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License