ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αδύναμος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αδύναμος αδύναμη αδύναμο
γενική αδύναμου αδύναμης αδύναμου
αιτιατική αδύναμο αδύναμη αδύναμο
κλητική αδύναμε αδύναμη αδύναμο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αδύναμοι αδύναμες αδύναμα
γενική αδύναμων αδύναμων αδύναμων
αιτιατική αδύναμους αδύναμες αδύναμα
κλητική αδύναμοι αδύναμες αδύναμα

Ετυμολογία

αδύναμος < αρχαία ελληνική ἀδύναμος < α- + δύναμις

Επίθετο

αδύναμος, -η, -ο

που δεν έχει δυνάμεις

ξεπέρασε την αρρώστια, αλλά νιώθει ακόμη αδύναμος

που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση

ακούστηκαν μερικές αδύναμες διαμαρτυρίες, αλλά τίποτε περισσότερο

Συγγενικές λέξεις

αδυναμία

Μεταφράσεις
αδύναμος

αγγλικά : weak (en)
γαλλικά : faible (fr)
εβραϊκά : חלש (he)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License