αδρομερής
Ελληνικά
Ετυμολογία
αδρομερής < ελληνιστική κοινή ἁδρομερής < ἁδρός + μέρος
Επίθετο
αδρομερής -ής -ές
που περιγράφεται αδρά, που δίνεται σε γενικές γραμμές, χωρίς πολλές λεπτομέρειες
Συγγενικές λέξεις
αδρομερώς
αδρομέρεια
Συνώνυμα
για σωματίδια ή μέλη
χοντροκαμωμένος
χοντρόκοκκος
γενικότερα
γενικός
συνοπτικός
αδρός
χονδρικός
χοντρικός
αδρύς
σχηματικός
Αντώνυμα
λεπτομερής
Μεταφράσεις
αδρομερής
αγγλικά : ταυτόσημο: coarse-grained (en), δευτερεύουσα μεταφραστική επιλογή: brief (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License