ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αδολεσχία

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδολεσχία οι αδολεσχίες
      γενική της αδολεσχίας των αδολεσχιών
    αιτιατική την αδολεσχία τις αδολεσχίες
     κλητική αδολεσχία αδολεσχίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδολεσχία < αρχαία ελληνική ἀδολεσχία < ἀδολέσχης (< *ἀ-ϝαδο (ἡδύς) + λέσχη)

Ουσιαστικό

αδολεσχία θηλυκό

(λόγιο) το να μιλάει κάποιος ακατάσχετα

≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη φλυαρία

(λόγιο) ανόητη κουβέντα

≈ συνώνυμα: ανοησία

Συγγενικές λέξεις

αδολέσχημα
αδολέσχης
αδόλεσχος
αδολεσχώ

Συνώνυμα

→ δείτε τη λέξη φλυαρία

Μεταφράσεις
αδολεσχία

αγγλικά : talkativeness (en), garrulousness (en), chattering (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License