αδόκητος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αδόκητος | αδόκητη | αδόκητο |
γενική | αδόκητου | αδόκητης | αδόκητου |
αιτιατική | αδόκητο | αδόκητη | αδόκητο |
κλητική | αδόκητε | αδόκητη | αδόκητο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αδόκητοι | αδόκητες | αδόκητα |
γενική | αδόκητων | αδόκητων | αδόκητων |
αιτιατική | αδόκητους | αδόκητες | αδόκητα |
κλητική | αδόκητοι | αδόκητες | αδόκητα |
Ετυμολογία
αδόκητος < αρχαία ελληνική ἀδόκητος < ἀ- στερητικό + δοκῶ
Επίθετο
αδόκητος -η -ο
μη αναμενόμενος, απροσδόκητος
ο αδόκητος χαμός του νεαρού παιδιού
Μεταφράσεις
αδόκητος
αγγλικά : unexpected (en)
γαλλικά : inattendu (fr)
εβραϊκά : פתאומי (he)
ισπανικά : súbito (es), repentino (es), inesperado (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License