αδόκιμος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αδόκιμος < αρχαία ελληνική ἀδόκιμος
Επίθετο
αδόκιμος, -η/-ος, -ο(ν)
μη δόκιμος
η χρήση της λέξης σε αυτά τα συμφραζόμενα είναι αδόκιμη
Αντώνυμα
δόκιμος
Συγγενικές λέξεις
αδόκιμα
Μεταφράσεις
αδόκιμος
αγγλικά : not approved (en), unsatisfactory (en), unacceptable (en)
εβραϊκά : לא הולם (he)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License