αδιόρθωτος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αδιόρθωτος < →
Επίθετο
αδιόρθωτος
που δεν έχει ακόμα διορθωθεί
ο δάσκαλος έχει αφήσει τα διαγωνίσματά μας αδιόρθωτα τόσο καιρό τώρα
που έχει μια ιδιότητα που δεν εννοεί να την απαρνηθεί
ο γιος μας είναι ένας αδιόρθωτος τεμπέλης
Μεταφράσεις
που δεν έχει διορθωθεί
αγγλικά : uncorrected (en)
που δεν εννοεί να απαρνηθεί κάποια ιδιότητα
αγγλικά : incorrigible (en)
γαλλικά : incorrigible (fr)
πολωνικά : niepoprawny (pl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License