αδιευκρίνιστος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αδιευκρίνιστος < α- στερητικό + διευκρινίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος < αρχαία ελληνική διευκρινέω / διευκρινῶ < εὐκρινέω / εὐκρινῶ < εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)
Προφορά
ΔΦΑ : /a.ði.ef.ˈkɾi.ni.stɔs/ και /a.ðʝef.ˈkɾi.ni.stɔs/
Επίθετο
αδιευκρίνιστος, -η, -ο
που δεν έχει διευκρινιστεί
Άλλες μορφές
(σπάνιο) αδιευκρίνητος
Αντώνυμα
διευκρινισμένος
Μεταφράσεις
αδιευκρίνιστος
αγγλικά : unclear (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License