ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αδιάβλητος

Ελληνικά


πτώση ενικός
ονομαστική αδιάβλητος αδιάβλητη αδιάβλητο
γενική αδιάβλητου αδιάβλητης αδιάβλητου
αιτιατική αδιάβλητο αδιάβλητη αδιάβλητο
κλητική αδιάβλητε αδιάβλητη αδιάβλητο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αδιάβλητοι αδιάβλητες αδιάβλητα
γενική αδιάβλητων αδιάβλητων αδιάβλητων
αιτιατική αδιάβλητους αδιάβλητες αδιάβλητα
κλητική αδιάβλητοι αδιάβλητες αδιάβλητα

Ετυμολογία

αδιάβλητος < α- στερητικό + διαβάλλω + -τος

Επίθετο

αδιάβλητος

που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για καμιά παραβίαση της νόμιμης διαδικασίας

αδιάβλητη διαδικασία, ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές


Μεταφράσεις
αδιάβλητος

αγγλικά : fair (en)
γαλλικά : irréprochable (fr), au-dessus de tout soupçon (fr)
ισπανικά : intachable (es)
πολωνικά : nieposzlakowany (pl)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License