ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αδίστακτος

Ελληνικά


πτώση ενικός
ονομαστική αδίστακτος αδίστακτη αδίστακτο
γενική αδίστακτου αδίστακτης αδίστακτου
αιτιατική αδίστακτο αδίστακτη αδίστακτο
κλητική αδίστακτε αδίστακτη αδίστακτο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αδίστακτοι αδίστακτες αδίστακτα
γενική αδίστακτων αδίστακτων αδίστακτων
αιτιατική αδίστακτους αδίστακτες αδίστακτα
κλητική αδίστακτοι αδίστακτες αδίστακτα

Ετυμολογία

αδίστακτος < αρχαία ελληνική ἀδίστακτος < α- + διστάζω

Επίθετο

αδίστακτος ή αδίσταχτος

που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, που δεν έχει κανέναν ηθικό ενδοιασμό

Μεταφράσεις
αδίστακτος

αγγλικά : unhesitant (en) (όμως έχει και ουδέτερη/περιγραφική ερμηνεία), unhesitating (en), unscrupulous (en)
γαλλικά : résolu (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License