αδιάσπαστος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αδιάσπαστος < α- στερητικό + διασπώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
αδιάσπαστος -η -ο
αυτός που δεν μπορεί να διασπασθεί ή διαιρεθεί
αυτός που τα μέρη που τον αποτελούν δεν μπορούν να έρθουν σε αντίθεση μεταξύ τους
αδιάσπαστη ενότητα
Μεταφράσεις
αδιάσπαστος
αγγλικά : indissoluble (en), unbreakable (en)
γαλλικά : indissociable (fr), indivisible (fr), indissoluble (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License