αδιάσειστος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αδιάσειστος < αρχαία ελληνική ἀδιάσειστος < α- + διασείω
Επίθετο
αδιάσειστος -η -ο
που κανείς δεν μπορεί να τον κλονίσει, να τον αμφισβητήσει
υπεράσπισε τον εαυτό του με αδιάσειστα επιχειρήματα
Μεταφράσεις
αδιάσειστος
αγγλικά : irrefutable (en), incontrovertible (en)
εβραϊκά : אין להפריך (he)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License