αδιαλλαξία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδιαλλαξία | οι | αδιαλλαξίες |
γενική | της | αδιαλλαξίας | των | αδιαλλαξιών |
αιτιατική | την | αδιαλλαξία | τις | αδιαλλαξίες |
κλητική | αδιαλλαξία | αδιαλλαξίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
αδιαλλαξία < α- στερητικό + διά + αλλαγή
Προφορά
ΔΦΑ : /a.ði.a.la.ˈksi.a/
Ουσιαστικό
αδιαλλαξία θηλυκό
η στάση του αδιάλλακτου, η εμμονή κάποιου στις θέσεις του, η άρνηση για οποιοδήποτε συμβιβασμό
Συνώνυμα
ανελαστικότητα
εμμονή
επιμονή
Αντώνυμα
διαλλακτικότητα
Συγγενικές λέξεις
αδιάλλακτος
διαλλακτικός
Μεταφράσεις
αδιαλλαξία
αγγλικά : intransigence (en)
γαλλικά : inflexibilité (fr), intransigeance (fr), intolérance (fr)
εβραϊκά : אי-פשרנות (he)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License