αδιαφανής
Ελληνικά
Ετυμολογία
αδιαφανής < α- στερητικό + διαφανής
Επίθετο
αδιαφανής, -ής, -ές
που δεν επιτρέπει να τον διαπεράσει το φως
αδιαφανές τζάμι
που δεν είναι ανοιχτός σε όλους και έτσι δημιουργεί υποψίες ότι συγκαλύπτει κάποια παρανομία
αδιαφανείς διαδικασίες
Αντώνυμα
διαφανής
Συγγενικές λέξεις
αδιαφάνεια
αδιαφανώς
Μεταφράσεις
αδιαφανής
αγγλικά : opaque (en)
γαλλικά : intransparent (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License