αδειάζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
αδειάζω < μεσαιωνική ελληνική ἀδειάζω < αρχαία ελληνική ἄδει(α) + -άζω
Προφορά
ΔΦΑ : /aˈðʝa.zɔ/
Ρήμα
αδειάζω, αόρ.: άδειασα και σπανίως, παθ.φωνή: αδειάζομαι, π.αόρ.: αδειάστηκα, μτχ.π.π.: αδειασμένος
(μεταβατικό) αφαιρώ από κάτι το περιεχόμενό του, το αφήνω άδειο
≈ συνώνυμα: κενώνω
(αμετάβατο) απομένω άδειος
πότε πρόλαβε και άδειασε η αίθουσα;
(μεταφορικά), (αργκό) αίρω την στήριξη ή δεν στηρίζω εξ αρχής
κατακρίνω, επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ
(σπάνια και παθητικό)
αδειάστηκε' ο υπουργός από τον πρωθυπουργό
(μεταφορικά), (αργκό) έχω διαθέσιμο χρόνο για να κάνω κάτι
πότε αδειάζεις για να συζητήσουμε κάτι που θέλω;
Εκφράσεις
αδειάζω τη γωνιά (σε κάποιον): απομακρύνομαι από κάποιον για να μην τον ενοχλώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδειάζω | άδειαζα | θα αδειάζω | να αδειάζω | αδειάζοντας | |
β' ενικ. | αδειάζεις | άδειαζες | θα αδειάζεις | να αδειάζεις | άδειαζε | |
γ' ενικ. | αδειάζει | άδειαζε | θα αδειάζει | να αδειάζει | ||
α' πληθ. | αδειάζουμε | αδειάζαμε | θα αδειάζουμε | να αδειάζουμε | ||
β' πληθ. | αδειάζετε | αδειάζατε | θα αδειάζετε | να αδειάζετε | αδειάζετε | |
γ' πληθ. | αδειάζουν(ε) | άδειαζαν αδειάζαν(ε) |
θα αδειάζουν(ε) | να αδειάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άδειασα | θα αδειάσω | να αδειάσω | αδειάσει | ||
β' ενικ. | άδειασες | θα αδειάσεις | να αδειάσεις | άδειασε | ||
γ' ενικ. | άδειασε | θα αδειάσει | να αδειάσει | |||
α' πληθ. | αδειάσαμε | θα αδειάσουμε | να αδειάσουμε | |||
β' πληθ. | αδειάσατε | θα αδειάσετε | να αδειάσετε | αδειάστε | ||
γ' πληθ. | άδειασαν αδειάσαν(ε) |
θα αδειάσουν(ε) | να αδειάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδειάσει | είχα αδειάσει | θα έχω αδειάσει | να έχω αδειάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδειάσει | είχες αδειάσει | θα έχεις αδειάσει | να έχεις αδειάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδειάσει | είχε αδειάσει | θα έχει αδειάσει | να έχει αδειάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδειάσει | είχαμε αδειάσει | θα έχουμε αδειάσει | να έχουμε αδειάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδειάσει | είχατε αδειάσει | θα έχετε αδειάσει | να έχετε αδειάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδειάσει | είχαν αδειάσει | θα έχουν αδειάσει | να έχουν αδειάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδειάζομαι | αδειαζόμουν(α) | θα αδειάζομαι | να αδειάζομαι | ||
β' ενικ. | αδειάζεσαι | αδειαζόσουν(α) | θα αδειάζεσαι | να αδειάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αδειάζεται | αδειαζόταν(ε) | θα αδειάζεται | να αδειάζεται | ||
α' πληθ. | αδειαζόμαστε | αδειαζόμαστε αδειαζόμασταν |
θα αδειαζόμαστε | να αδειαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αδειάζεστε | αδειαζόσαστε αδειαζόσασταν |
θα αδειάζεστε | να αδειάζεστε | (αδειάζεστε) | |
γ' πληθ. | αδειάζονται | αδειάζονταν αδειαζόντουσαν |
θα αδειάζονται | να αδειάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδειάστηκα | θα αδειαστώ | να αδειαστώ | αδειαστεί | ||
β' ενικ. | αδειάστηκες | θα αδειαστείς | να αδειαστείς | αδειάσου | ||
γ' ενικ. | αδειάστηκε | θα αδειαστεί | να αδειαστεί | |||
α' πληθ. | αδειαστήκαμε | θα αδειαστούμε | να αδειαστούμε | |||
β' πληθ. | αδειαστήκατε | θα αδειαστείτε | να αδειαστείτε | αδειαστείτε | ||
γ' πληθ. | αδειάστηκαν αδειαστήκαν(ε) |
θα αδειαστούν(ε) | να αδειαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αδειαστεί | είχα αδειαστεί | θα έχω αδειαστεί | να έχω αδειαστεί | αδειασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αδειαστεί | είχες αδειαστεί | θα έχεις αδειαστεί | να έχεις αδειαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αδειαστεί | είχε αδειαστεί | θα έχει αδειαστεί | να έχει αδειαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αδειαστεί | είχαμε αδειαστεί | θα έχουμε αδειαστεί | να έχουμε αδειαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αδειαστεί | είχατε αδειαστεί | θα έχετε αδειαστεί | να έχετε αδειαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αδειαστεί | είχαν αδειαστεί | θα έχουν αδειαστεί | να έχουν αδειαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αδειασμένος - είμαστε, είστε, είναι αδειασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αδειασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αδειασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αδειασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αδειασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αδειασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αδειασμένοι |
Μεταφράσεις
αδειάζω
αγγλικά : empty (en)
γαλλικά : vider (fr)
εβραϊκά : לרוקן (he)
ρωσικά : опорожнить (ru), опорожнять (ru),
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License