.
Ετυμολογία
αχθοφόρος < ελληνιστική κοινή ἀχθοφόρος
Προφορά
ΔΦΑ : /ax.θɔ.ˈfɔ.ɾɔs/
Ουσιαστικό
αχθοφόρος αρσενικό
πρόσωπο που μεταφέρει αποσκευές ή άλλα φορτία
Συγγενικές λέξεις
(λαϊκότροπο) χαμάλης
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.