.
Ετυμολογία
αχαλίνωτος < α- στερητικό + χαλινός
Επίθετο
αχαλίνωτος
χωρίς χαλινό
ορμητικός, ξέφρενος, ασταμάτητος, που δεν μπορεί να συγκρατηθεί
(αρνητικά) χωρίς όρια
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.