ART

Οι Σουλιώτες ήταν κοινότητα Αρβανιτών Ορθόδοξων Χριστιανών,[3] που κατοικούσαν στην ιστορική περιοχή του Σουλίου στην Ήπειρο.

Οι Σουλιώτες καθιέρωσαν μια αυτόνομη συνομοσπονδία με μεγάλο αριθμό γειτονικών χωριών σε ένα ενιαίο σύνολο απομακρυσμένων και δύσβατων περιοχών της Ηπείρου. Στην ακμή της ισχύος τους, υπολογίζεται ότι η συνομοσπονδία των Σουλιωτών είχε 12.000 πληθυσμό και πάνω από 60 χωριά.[4] Πέρα από τα αρβανίτικα,[3] γνώριζαν από το 18ο αιώνα και τα ελληνικά,[2] στα οποία ήταν αποκλειστικά όλα τους τα γραπτά, όπως συνέβαινε με τους αλβανόφωνους της περιοχής.[5]

Είναι ιδιαίτερα γνωστοί για την ένοπλη αντίσταση τους απέναντι στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος μετά από τρεις πολέμους κατάφερε να τους εκδιώξει από το Σούλι το 1803, οπότε κατέφυγαν στα Επτάνησα. Συνεισέφεραν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, με ηγέτες όπως τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Κίτσο Τζαβέλλα.

Ο τόπος
Ετυμολογία
Το Σούλι ιδωμένο από το νότο (1846).
Χάρτης της περιοχής του Σουλίου από τον Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ.

Οι Σουλιώτες πήραν το όνομα τους από το χωριό Σούλι, ορεινό χωριό στη σημερινή Θεσπρωτία της Ελλάδας. Το όνομα του χωριού είναι αμφιβόλου προέλευσης[6] και η ετυμολόγησή του αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ήδη από την εποχή του Χριστόφορου Περραιβού, που πρώτος εξέδωσε ιστορία του Σουλίου, το 1803.[7] Στο ρομαντικό και κλασικιστικό περιβάλλον των αρχών του 19ου αιώνα, ο Γάλλος περιηγητής και πρόξενος Φρανσουά Πουκεβίλ και άλλοι σύγχρονοι του Ευρωπαίοι εισηγήθηκαν πως το όνομα Σούλι προέρχεται από το αρχαιοελληνικό «Σελλαΐς», προσπαθώντας να συνδέσουν το Σούλι με τους αρχαίους Σελλούς, αλλά η άποψη αυτή απορρίφθηκε ήδη από τον Περραιβό και δε γνώρισε μεγάλη απήχηση σε κατοπινούς ερευνητές, ελλείψει τεκμηρίωσης.[8][6] Ο Περραιβός, που ήρθε σε επαφή με ηλικιωμένους Σουλιώτες, ισχυρίστηκε πως το όνομά τους το πήραν από έναν Τούρκο ο οποίος είχε σκοτωθεί εκεί.[6] Μια άλλη ετυμολογική άποψη είναι πως η λέξη Σούλι προήλθε από τον αλβανικό όρο sul, η οποία μπορεί να ερμηνευθεί ως παρατηρητήριο ή ορεινή συνάθροιση.[6][9]
Τοπωνύμια

Μια μελέτη του 1922 από τον Έλληνα ακαδημαϊκό Πέτρο Φουρίκη, ο οποίος εξετάζει τα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια όπως τα Κιάφα, Κούγκε, Βίρα ή Μπίρα, Γκούρα, Δέμπες, Σαμονίβα, Στρέτεζα ή Στρέθεζα, Μούργκα, Βούτζι, Βρέκου - η - Βετετίμεσε κ.ά., βρήκε ότι προέρχονται από την αλβανική γλώσσα.[10][11] Η Βάσω Ψιμούλη θεωρεί ότι πολλά από τα τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου είναι σλαβικά ή βλάχικα (Ζαβρούχο, Μούργκα, Σκάπετα, Κορίστιανη, Γλαβίτσα, Σαμονίβα, Αβαρίκο), ενώ αυτά του πυρήνα των τεσσάρων σουλιώτικων οικισμών είναι κατεξοχήν αλβανικά.[12] Σλαβικής προέλευσης θεωρεί το όνομα Αβαρίκο (σερβ. «αβόρ» = πλάτανος) και ο Θεσπρωτός δάσκαλος Σπ. Μουσελίμης που το 1975 και 1976 δημοσίευσε εκατοντάδες τοπωνύμια του Σουλίου. Ο ίδιος θεωρεί γενικά ότι αυτά είναι αρβανίτικης, ελληνικής και σλαβικής προέλευσης και δίνει τις ερμηνείες πολλών από τα μη ελληνικά.[13][Χρειάζεται σελίδα] Δεν συμφωνεί με τον Φουρίκη ο Αλέξ. Μαμμόπουλος, ο οποίος θεωρεί ότι στα τοπωνύμια και τα κυριώνυμα έχουν συμβάλλει όλες οι γλώσσες της περιοχής και ότι πολλά από αυτά είναι ελληνικά.[14]
Καταγωγή
J.Cartwright, Σουλιώτης, έγχρωμη χαλκογραφία.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, στο πνεύμα του ρομαντισμού διατυπώθηκαν θεωρίες που συσχέτιζαν τους Σουλιώτες με τους αρχαίους Σελλούς, ενώ ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν τις ρωμαϊκές δυνάμεις.[15][16] Οι απόψεις αυτές δε γίνονται αποδεκτές από τους περισσότερους μεταγενέστερους μελετητές, αλλά ορισμένοι νεότεροι μελετητές ενώ αναγνωρίζουν την αλβανοφωνία των Σουλιωτών, τους θεωρούν αμιγείς Έλληνες, όπως ο μελετητής και περιηγητής της Ηπείρου, Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (1984), που πιστεύει ότι οι Σουλιώτες ανήκαν στην «ελληνικήν φυλήν» επικαλούμενος την ελληνικότητα της συνείδησής τους και τις συνεχείς συγκρούσεις τους με Τούρκους και Τουρκαλβανούς· από τη μελέτη του ημερολογίου του Φώτου Τζαβέλλα του 1792 που είναι γραμμένο στο νότιο ιδίωμα της ελληνικής, ο Πρωτοψάλτης συνάγει ότι οι πρώτοι Σουλιώτες κατέβηκαν από το Αργυρόκαστρο ή τη Χειμάρα όπου ομιλείται αυτό το ιδίωμα.[17][18] Ο Κ. Μπίρης αναφέρει «Είτε με την κάθοδο Αρβανιτών στην Ήπειρο κατά τον 12ο αιώνα είτε με εκείνην των χρόνων του Στεφάνου Ντουσάν, είτε μετά την επανάσταση του Σκεντέρμπεη, είχαν έλθει στην περιοχή του Δελβίνου οι πρόγονοι των Σουλιωτών, ένα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιον, ότι ο τόπος προέλευσής των, ήταν στις νοτιανατολικές παρυφές της χώρας των Γκέγκηδων γύρω στην Δίβρη, κάποιο μέρος, όπου επικρατούσε απόλυτα το ελληνικό στοιχείον». Σύμφωνα με τον Φουρίκη, οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου ήταν Αλβανοί οι οποίοι λόγω της επίδρασης της θρησκείας και της συνύπαρξης με ελληνικούς πληθυσμούς εξελληνίστηκαν πλήρως ώστε να διαφέρουν μόνο ως προς τη γλώσσα από τους Έλληνες της Ηπείρου.[19], ενώ ο Ιωάννης Λαμπρίδης θεωρεί τους Σουλιώτες αποτέλεσμα ένωσης της αρχικής αλβανικής πατριάς που εγκαταστάθηκε στο Σούλι και από την οποία πήρε το όνομά της η περιοχή και αλβανόφωνων και ελληνόφωνων χριστιανών κοντινών περιοχών, που κατέφυγαν εκεί το 17ο αιώνα. Η ύπαρξη της ελληνοφωνίας στην περιοχή μαρτυρείται και από διάφορα τοπωνύμια όπως Συκιά, Καστανιά, Νερό Προβατίνας κ.ά. που μαρτυρούνται πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα.[20] Περί το 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι κατάγονταν από τα γύρω χωριά αλλά και από περιοχές της Βορείου Ηπείρου.[21][22] Ήταν δε Αρβανίτες στην καταγωγή, κατά κύριο λόγο, ενώ υπήρχαν Παραμυθιώτες και Λελοβίτες[21].
Κοινωνική οργάνωση
Εγκατάσταση
Το Σούλι, σε χαλκογραφία του H.Holland

Κατά την επικρατέστερη άποψη, οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη ορεινή αυτή περιοχή δημιούργησαν στη σειρά τέσσερα χωριά, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίκο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο, και που όλα μαζί καλούνταν, λόγω του αριθμού τους, «Τετραχώρι». Αργότερα, καθώς αυξήθηκε ο πληθυσμός, δημιουργήθηκαν άλλα επτά νέα χωριά, τα: Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Γκονάλα, Περιχάτι, Βίλια και Κοντάντες, όπου όλα μαζί αυτά αποτελούσαν το «Εφταχώρι». Οι Σουλιώτες όλων των χωριών αυτών συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν, τη λεγόμενη από τους ερευνητές, «Ομοσπονδία», ή «Συμπολιτεία του Σουλίου» την οποία συγκροτούσαν τα 11 Σουλιωτοχώρια.
Οικογένειες

Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο Σούλι, ίδρυσαν το ομώνυμο χωριό. Ακολούθησε η ίδρυση των χωριών Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκος. Στις αρχές του 18ου αιώνα (γύρω στο 1720), τα 4 χωριά του Σουλίου είχαν την παρακάτω πληθυσμιακή συγκρότηση:

Σούλι: 23 φάρες με 450 οικογένειες, συνολικά 2.000–2.100 άτομα Οι φάρες αυτές ήταν: Τζαβελαίοι (που αρχικά ονομάζονταν Παπαζαχαίοι ή Παπαζαχάτες, με γενάρχη τον ιερέα Παπαζάχο), Βοτσαραίοι, Δρακαίοι, Δαγηλαίοι, Κουτσονικαίοι, Καραμπιναίοι, Μπουτζαίοι, Σεχαίοι (ή Σεάταις), Καλογεραίοι, Ζαρμπαίοι, Βελιαίοι, Θανασαίοι, Κασκοραίοι, Τοραίοι, Μαντζαίοι, Παπαγιανναίοι, Βασιαίοι, Τονταίοι, Σαχιναίοι, Παλαμαίοι, Ματαίοι, Μπουσμπαίοι,Κορδαίοι.).
Κιάφα: 4 φάρες (Ζερβαίοι, Νικαίοι, Φωταίοι, Πανταζαίοι), με 90 οικογένειες και πληθυσμό 360-450 άτομα.
Αβαρίκος: 3 φάρες (Σαλαραίοι, Μπουφαίοι, Τζιοραίοι), με 65 οικογένειες και πληθυσμό 260-300 άτομα και
Σαμονίβα: 3 φάρες (Μπεκαίοι, Δαγκλιαναίοι, Ηραίοι), με 50 οικογένειες και πληθυσμό 200-250 άτομα.

Διοίκηση
Ο Φώτο Σέχος από το Σούλι (πίνακας του Λουί Ντυπρέ).

Οι Σουλιώτες είχαν δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τις λεγόμενες φάρες (πατριές), οι οποίες έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, αντιπροσωπεύοντας 150 οικογένειες. Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζάρμπα, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά. Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό κατ΄ αρρενογονία. Οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο.

Ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο» στο οποίο λάμβαναν μέρος εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί σε ανδραγαθία. Αυτό αποφάσιζε θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχίας και οτιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο παραπάνω οργάνων.
Οικογένεια Σουλιωτών το 1887

Για τα ήθη και τα έθιμα των Σουλιωτών χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που άφησε ο Χριστόφορος Περραιβός στην ιστορική συγγραφή του, που άντλησε κατά την επιτόπια έρευνά του όταν στάλθηκε εκεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να τους μυήσει στην Επανάσταση. Σημειώνει λοιπόν ο Περραιβός: «Κανένας από τους Σουλιώτες καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις από παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν». Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη τα Σουλιωτοχώρια συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους λιτοδίαιτους, σκληραγωγημένους και ολιγαρκείς, οι οποίοι και αποτελούσαν εγγύηση της ασφάλειας της περιοχής, έναντι των Τούρκων, ο δε συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται πως έφθανε περί τους 10.000 έως 12.000.

Έγιναν ονομαστοί για τις πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους. Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά. Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβοληθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα. Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές, και θανάτωναν όσους παρέμβαιναν τις αρχές τους. Η αντεκδίκηση ή «γκιάκ» (κοινώς βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος. Γενικά όμως ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες, αλλά και αφοσιωμένοι σε επιδρομές και λαφυραγωγήσεις.

Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν ότι δεν κουρεύονταν, φορούσαν και αυτοί φουστανέλα και στολίζονταν στο στήθος με «τσαπράζια». Τα δε ρούχα των γυναικών ήταν όλα κεντητά. Αγαπημένο μουσικό όργανο των Σουλιωτών ήταν ο ταμπουράς. Ζούσαν με πολύ περιορισμένα προϊόντα λόγω του άγονου του ορεινού εδάφους με συνέπεια αυτή η ίδια η φύση να τους εξαναγκάζει πολλές φορές να προβαίνουν σε επιδρομές στις πεδινές περιοχές να ληστεύουν και να λαφυραγωγούν υποχρεώνοντας τους κατοίκους των περιοχών που υπέτασσαν να τους πληρώνουν φόρους σε χρήμα αλλά και σε είδος. Οι δε κάτοικοι αυτών των 70 περίπου κατακτηθέντων χωριών καλούνταν «Παρασουλιώτες». Η δε σχέση μεταξύ Σουλιωτών και Παρασουλιωτών έφερνε στη μνήμη, όπως σημειώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εκείνη μεταξύ των αρχαίων Σπαρτιατών και των Περιοίκων.

Οι Σουλιώτες πλήρωναν στον Σουλτάνο ετήσιο φόρο, τον λεγόμενο κεφαλικό και τον λεγόμενο «προβατικόν», (που προηγουμένως μάζευαν από τους Παρασουλιώτες).[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Σουλιώτες υπάγονταν σε έναν σπαχή, ο οποίος είχε ένα βαθμό δικαιοδοσίας στο Σούλι, τους εκπροσωπούσε, όπως μαρτυρεί ένα έγγραφο του 1794, και στον οποίο κατέβαλλαν ένα μικρής ποσότητας φόρο. Η ένταξή των Σουλιωτών στο τιμαριωτικό σύστημα μέσω της καταβολή του φόρου έπειθε για τη νομιμότητά τους, τους εξασφάλιζε τη δυνατότητα εκπροσώπησης μέσω του σπαχή και επέτρεπε τη συνέχιση της άσκησης κυριαρχίας και του πλουτισμού τους μέσω δραστηριοτήτων όπως η ληστεία και η παροχή προστασίας σε υπήκοους πληθυσμούς.[23] Ο Περραιβός μαρτυρεί ότι ο «σιπαχης της σολης» Μπεκίρ μπέης ήταν εγκατεστημένος στα Γιάννενα και πήγαινε στο Σούλι μια φορά το χρόνο για να συλλέξει το φόρο. Ακόμη, ότι ο Αλή πασάς, ο οποίος επιδίωκε να συγκεντρώσει στα χέρια του τις προσόδους όλων των μεγάλων γαιοκτημόνων της περιοχής για να αυξήσει τη δική του πολιτική ισχύ, προσπάθησε να εξαγοράσει από αυτόν έναντι υψηλού αντιτίμου το τιμαριωτικό δικαίωμα του Σουλίου και, ερχόμενος αντιμέτωπος με την επίμονη άρνησή του, τον θανάτωσε.[24]
Γλώσσα
Σελίδα από το ημερολόγιο του Φώτου Τζαβέλα στα ΓΑΚ (1792-1793)

Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι[25] και μιλούσαν ελληνικά και αρβανίτικα,[21] ενώ έγραφαν μόνο στα ελληνικά,[26] Στην περιοχή της Ηπείρου και ιδίως της Τσαμουριάς η γραπτή επικοινωνία μεταξύ αλβανόφωνων, που ως επί το πλείστον ήξεραν να μιλούν ελληνικά και χρησιμοποιούσαν Έλληνες γραμματικούς, γινόταν στην ελληνική, όπως συμβαίνει π.χ. στην αλληλογραφία Τσάμηδων μπέηδων με τον Αλή πασά.[5] O Τίτος Γιοχάλας, που μελέτησε το ελληνο-αλβανικό λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη, παρατηρεί ότι το αλβανικό ιδίωμα του λεξικού ανήκει στην τοσκική διάλεκτο των αλβανικών, διασώζει πολλά αρχαϊκά γλωσσικά στοιχεία, όμοια με αυτά των ελληνο-αλβανικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας, και βρίσκεται πλησιέστερα στα αρβανίτικα που ομιλούνταν τη δεκαετία του 1960 στο χωριό Ανθούσα.[27] Παρατηρώντας φαινόμενα ελληνικής σύνταξης σε αλβανικές φράσεις του λεξικού, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είτε η μητρική γλώσσα του Μπότσαρη και των συνεργατών του ήταν η ελληνική είτε η επίδραση της ελληνικής στην αλβανική που μιλιόταν πιθανώς στην περιοχή του Σουλίου ήταν τόση ώστε να επηρεάσει πέρα από το λεξιλόγιο και τη σύνταξή της.[28] Κατά τον Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτη οι Σουλιώτες είχαν ως μητρική γλώσσα την ελληνική της Βορείου Ηπείρου.[29][30]
Εξωτερικές περιγραφές

Οι Τσάμηδες και οι Βλάχοι αποκαλούσαν τους Σουλιώτες «Γραικούς»[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί πως το Σούλι (ή Κακοσούλι) είχε «Γραίκους» πολεμιστές που πάλευαν τους Αλβανούς για πολλά χρόνια.[31] Ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας έγραψε πως, «η διαυθέντευσις των Σουλιωτών κατά του της Ηπείρου τυράννου αρκετώς θέλει αποδείξει, ότι η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς».[32] Εκτός από τις σύγχρονες μαρτυρίες, οι Σουλιώτες ήταν γνωστοί ως Έλληνες ακόμη και από τους εχθρούς τους. Ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά, έστειλε επιστολές στον πατέρα του από τον Απρίλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1803, στις οποίες αποκαλεί τους Σουλιώτες «Ρωμαίους», ή «Ρωμιούς» αλλά και «Ρωμέγους». Όλοι αυτοί οι όροι δηλώνουν ότι η σουλιωτική συνομοσπονδία αποτελούταν από Έλληνες. Ο Αχμέτ Μουφίτ, μεγάλος-εγγονός του Αλή πασά, προσπάθησε να μετατρέψει τους Σουλιώτες από «ορθόδοξους Αλβανούς», σε δικούς του, αναφέρει κατά γράμμα. Αναφερόταν οργισμένος στο πώς οι Σουλιώτες προκάλεσαν την επίθεση του Αλή πασά, το 1789, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς Έλληνες, ενώ έγιναν και πολιτικά εργαλεία της Ρωσίας.[33] Μετά από την πρώτη του επαφή με τους Σουλιώτες, ο Byron (Λόρδος Βύρων) περιγράφει τους Σουλιώτες ως «κακότροπους Ρωμιούς που μιλούν λίγα Ιλλυρικά».[34] O Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ γράφει ότι «οι Σουλιώτες δεν ήταν Έλληνες αλλά Αλβανοί Χριστιανοί. Χρησιμοποιούσαν πάντοτε την Αλβανική γλώσσα ιδιωτικά, αλλά, κατοικώντας στα όρια, όλοι οι άνδρες και πολλές από τις γυναίκες μπορούσαν να μιλήσουν ελληνικά. Τα περισσότερα μέρη στο Σούλι και στον περίγυρό του είχαν δυο ονομασίες, μία ελληνική και μία αλβανική».[35]
Πόλεμοι

Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να κατακτήσουν τα εδάφη της συνομοσπονδίας των Σουλιωτών, όχι βέβαια για να επιβάλλουν φόρους σε μια τελείως άγονη περιοχή, όσο για να εξουδετερώσουν τους ανυπότακτους Σουλιώτες. Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών (συμπεριλαμβανομένων Αλβανών μουσουλμάνων) άρχισαν, κατά την τοπική παράδοση, περίπου στα 1635, αν όχι νωρίτερα. Οι πρώτες όμως ιστορικές αναφορές για αντι-οθωμανική δράση των Σουλιωτών ανάγονται στην περίοδο του Ενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699), όπου οι επιτυχίες των Ενετών δημιούργησαν αναστάτωση και αναβρασμό σ΄ όλες τις νοτιοανατολικές περιοχές, από τη Δαλματία ως την Ήπειρο.

Πιο συγκεκριμένα:

To 1721 ο Ζατζή Αχμέτ (ή Χατζή Αχμέτ), Πασάς των Ιωαννίνων, μετά την απόρριψη της πρότασής του για υποταγή των Σουλιωτών, πολιόρκησε το Σούλι με ισχυρή δύναμη (8.000 ανδρών) πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει μετά από αιφνιδιαστική νυκτερινή αντεπίθεση των Σουλιωτών όπου και είχε πολύ μεγάλες απώλειες.
Το 1731, κατ΄ άλλους το 1732, με υποκίνηση των Ενετών ξεσηκώθηκαν οι Σουλιώτες καθώς και οι κάτοικοι του χωριού Μαργαρίτι. Kατά διαταγή τότε του Σουλτάνου ακολούθησαν διάφορες εκστρατείες, τόσο από τον Χατζή Αχμέτ, όσο και από άλλους Μπέηδες και Αγάδες της περιοχής χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Το 1754, ο Μουσταφά Πασάς, o νέος Πασάς των Ιωαννίνων, επιχειρεί και αυτός εκστρατεία που είχε την τύχη των προηγουμένων.
Στα επόμενα χρόνια ο Τουρκαλβανός Μουσταφά Κόκκα επιτέθηκε με 4.000 στρατιώτες και ο Μπεκίρ Πασάς με 5.000 στρατιώτες. Και οι δύο, ωστόσο, απέτυχαν να νικήσουν τους Σουλιώτες.
Το 1759 ο Ντόστ μπέης, του Γαρδικίου, και της Παραμυθιάς ο οποιος ήταν και διοικητής του Δέλβινου, νικήθηκε από τους Σουλιώτες.
To 1762, ο Μαξούντ Αγάς (ή Μαζούντ Αγάς) του Μαργαριτίου, που ήταν Βοεβόδας,(κυβερνήτης) της Αρτας, είχε την ίδια μοίρα, μετά από ήττα που υπέστη στην περιοχή «Λάκκα» των Λελόβων, καταφέρνοντας όμως να αποσπάσει τα γύρω χωριά της Λέλοβας και Λακοπούλας.
Το 1772, ο Αγάς του Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσαπάρη ή Τζαπάρκα, επιτέθηκε στους Σουλιώτες με στρατό 8.000 - 9.000 ανδρών, που είχαν ξεσηκωθεί, όταν τον προηγούμενο φθινόπωρο (1771), κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, τους είχε επισκεφθεί κάποιος απεσταλμένος των Ρώσων με γράμματα του Αλέξιου Ορλώφ καθώς και με αρκετά πολεμοφόδια. Η εκστρατεία αυτή όχι μόνο απέτυχε, όπως όλες οι προηγούμενες, αλλά και ο ίδιος ο Αγάς αχμαλωτίσθηκε, ενώ οι απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους Τούρκους υπήρξαν πολύ μεγάλες. Τελικά ο Αγάς και κάποιοι εκ των αιχμαλώτων απελευθερώθηκαν με λύτρα που στάλθηκαν από τα Ιωάννινα, και την Κωνσταντινούπολη, ενώ κάποιοι άλλοι ανταλλάχθηκαν με υποσχέσεις ανεξαρτησίας. Σχετικά γεγονότα του 1772 γύρω από το Σούλι υπάρχουν σε αναφορές του διοικητή της ενετοκρατούμενης Πάργας, που υπάρχουν στα Ενετικά αρχεία.[36]

Το 1775 ακολούθησε επιχείρηση του Κούρτ Πασά που έφτασε μέχρι την περιοχή της Ρουσάτσας, πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει[37].

Επί Αλή Πασά
O Αλή πασάς των Ιωαννίνων στη λίμνη του Βουθρωτού (Λεπτομέρεια πίνακα του Λουί Ντυπρέ)

Το 1788 ήδη Πασάς Ιωαννίνων είναι ο Αλή Πασάς. Οι δε πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν έγιναν εντονότερες και σφοδρότερες. Αιτία αυτών στάθηκε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792), στην αρχή του οποίου, τον Σεπτέμβριο του 1788, φθάνει στο Σούλι, ο Λουίζης Σωτήρης, απεσταλμένος της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας, Μεγάλης Αικατερίνης, προκειμένου να ξεσηκώσει σε επανάσταση τους Σουλιώτες. Έτσι τον Μάρτιο του 1789, ονομαστοί οπλαρχηγοί μεταξύ των οποίων οι Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, Βέικος Ζάρμπας, Νικολός Ζέρβας, Δήμος Δράκος κ.ά. δηλώνουν εγγράφως προς την Αυτοκράτειρα, μέσω των απεσταλμένων της ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μαθαίνοντας ο Αλή Πασάς τα γεγονότα αυτά, αμέσως οργάνωσε την πρώτη εκστρατεία εναντίον των Σουλιωτών.
Πρώτος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1789)

Έτσι τον ίδιο χρόνο, την άνοιξη του 1789, ο Αλή Πασάς εκστράτευσε κατά των Σουλιωτών με 10.000 Τουρκαλβανούς. Η εκστρατεία αυτή κράτησε τέσσερις μήνες, οι δε Σουλιώτες επέδειξαν μοναδική δύναμη αντίστασης και εξαιρετική πολεμική ικανότητα με συνέπεια η εκστρατεία αυτή να λήξει άδοξα. Αφ' ετέρου, με νεότερα στοιχεία (έγγραφα της περιόδου εκείνης) που ήλθαν στο φως, φαίνεται ότι ο Αλή Πασάς τον Ιούλιο, μετά την υποχώρησή του, συνομολόγησε συνθήκη με τους Σουλιώτες όπου και ανέλαβε να καταβάλει μισθούς στους οπλαρχηγούς προκειμένου αυτοί ν΄ αναλάβουν την ασφάλεια της περιοχής, παίρνοντας όμως εχέγγυα πέντε παιδιά (ομήρους), από τις οικογένειες των οπλαρχηγών.
Δεύτερος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1792)

Το 1792΄, με τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, όπου και συνομολογήθηκε η Συνθήκη του Ιασίου, μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Αλή Πασάς, προκειμένου να παγιώσει μια πλήρη ευνομούμενη κατάσταση στο πασαλίκι του, επιχείρησε δεύτερη εκστρατεία κατά των Σουλιωτών, με δύναμη 10.000 Τουλκαλβανών, που και αυτή υπήρξε ατυχής. Αν και είχε ομήρους (όπως τον Φώτο Τζαβέλλα που ήταν γιος του Λάμπρου Τζαβέλλα), οι Σουλιώτες αγωνίστηκαν θαρραλέα, κάτω από τη διοίκηση του Γεωργίου Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου. Ακόμη και οι γυναίκες, υπό τη Μόσχω (σύζυγο του Λάμπρου Τζαβέλλα), συμμετείχαν στη μάχη. Σκοτώθηκαν 2.000 Τουρκαλβανοί και 74 Σουλιώτες.

Έτσι ανεπιτυχής υπήρξε και αυτή η εκστρατεία για την οποία σημείωνε ο Ενετός προνοητής (= αρμοστής) της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας): «στα ορεινά καταφύγια που αποτελούν την άμυνα των Σουλιωτών, κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερηφάνου (Αλή) Πασά». Ο δε Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, στο ποίημά του «Φυγή», περιγράφει ποιητικά ακριβώς αυτή την εκστρατεία μετά την οποία ο Αλή Πασάς αναγκάσθηκε να δεχθεί κάποιες προτάσεις των Σουλιωτών σχετικά με τη διοίκηση (μοίρασμα) της περιοχής.

Οι Σουλιώτες έπαιρναν όλες τις προμήθειές τους από την Πάργα, ενώ έλαβαν υποστήριξη από την Ευρώπη με τη Ρωσία και τη Γαλλία να τους παρέχουν τα απαραίτητα όπλα και πυρομαχικά. Για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Σουλιώτες ήταν όργανο για να αποδυναμώσουν την οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν οι Βρεταννοί πολιτικοί άλλαξαν διαθέσεις απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκειμένου να ενισχύσουν τις δυνάμεις εναντίον του Ναπολέοντα, οι προμήθειες όπλων και πυρομαχικών διακόπηκαν. Χωρίς υποστήριξη από το εξωτερικό και με τους Σουλιώτες καταπονημένους από τη χρόνια πολιορκία, η ενότητα των γενών τους άρχισε πλέον να διασπάται.
Τρίτος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1803)

Η 3η εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών ξεκίνησε στην πραγματικότητα το 1800. Στο μεταξύ είχαν διαμορφωθεί οι ακόλουθες συνθήκες: οι Ενετοί είχαν ήδη απομακρυνθεί από την Επτάνησο και τη θέση τους είχαν πάρει οι Γάλλοι, από το 1797. Μετά όμως από την καταστροφή που υπέστησαν στη ναυμαχία του Αμπουκίρ το 1798 (στην Αίγυπτο), ο Αλή Πασάς άρχισε να γίνεται ο κυρίαρχος της περιοχής. Έτσι προκειμένου να προλάβει διείσδυση των Άγγλων στην περιοχή που τον ενδιέφερε, εκστράτευσε στην Ήπειρο αφού προηγουμένως είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου (1798), με διπλάσιο στρατό απ΄ ότι είχε ζητήσει ο Σουλτάνος, γεγονός που του είχε προσδώσει νέο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Έτσι ο Αλή Πασάς εκστρατεύοντας το 1800 στη Ήπειρο και καταλαμβάνοντας το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα, ενίσχυσε τη θέση του στην περιοχή ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε τον έλεγχο των Σουλιωτών κάνοντας στενότερο τον αποκλεισμό τους. Παρόλα αυτά οι Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και αποφάσισαν ή να νικήσουν ή να πεθάνουν. Ήταν λιγότεροι από 2.000 οπλισμένοι. Οι κύριοι ηγέτες τους ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας, ο Δήμος Δράκος, ο Τάσος Ζέρβας, ο Κουτσονίκας, ο Δαγκλής, ο Γιαννάκης Σέχος, ο Φωτομάρας, ο Βέικος Ζάρμπας[38], ο Τζαβάρας, ο Ζυγούρης Διαμάδης και ο Γιώργος Μπούζγος. Τέσσερα χρόνια κράτησε ο αγώνας τους. Οι Σουλιώτες κέρδιζαν όλες τις αποφασιστικές μάχες, όμως ο Αλή Πασάς έχτιζε κάστρα στα γειτονικά χωριά για μακροχρόνια πολιορκία. Οι Σουλιώτες έκαναν τότε εκκλήσεις για βοήθεια στη Γαλλία και τη Ρωσία, που όμως δεν τελεσφόρησαν. Επακολούθησαν και νέες μάχες πολύ πιο σκληρές, με τελευταία στις 7 Δεκεμβρίου γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα που είχαν αποσυρθεί. Μένοντας όμως χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά αναγκάστηκαν τελικά να συνθηκολογήσουν.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους με όλη την κινητή ιδιοκτησία τους, ακόμη και τα όπλα τους, φτάνει να εγκατέλειπαν μαζί με τις οικογένειές τους, το ταχύτερο, τα πατρώα εδάφη τους. Τέσσερις μέρες μετά, στις 16 Δεκεμβρίου, οι Σουλιώτες χωρίζονται σε τρεις φάλαγγες οι οποίες αναχώρησαν για τις ακτές της Ηπείρου. Έτσι έληξε η 3η εκστρατεία η οποία και κατέστη τελικά νικηφόρα για τον Αλή Πασά μετά από τόσους αγώνες. Όταν οι Σουλιώτες έφυγαν, ο γέρος μοναχός, Σαμουήλ, ταμπουρώθηκε με όσους έμειναν, σε ένα οχυρό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, σε απόκρημνη βουνοκορφή στο Κούγκι, μη επιτρέποντας στις ενισχύσεις του Αλή να πάρουν τα πολεμοφόδια. Στο τέλος, ο Σαμουήλ ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη, τους εχθρούς και το μοναστήρι στον αέρα.
Οι Σουλιώτισσες
από Ary Scheffer (1827)

Η πρώτη φάλαγγα υπό τον Φώτο Τζαβέλλα και άλλους επικεφαλής των φαρών Δαγκλή, Βέικο Ζάρμπα, Δήμο Δράκο, Πανομάρα, έφθασε χωρίς καμία απώλεια στην Πάργα, που βρισκόταν υπό ρωσικό έλεγχο, και από εκεί πέρασε στην Κέρκυρα.

Η δεύτερη φάλαγγα υπό τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα χτυπήθηκε στο Ζάλογγο, 16 Δεκεμβρίου του 1803, όπου και ακολούθησε απέλπιδα μάχη (στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί Σουλιώτες ενώ περίπου 60 Σουλιώτισσες προτίμησαν, αντί την αιχμαλωσία, να γκρεμιστούν με τα παιδιά τους στο Ζάλογγο. Σήμερα έχει στηθεί στους βράχους του Zαλόγγου μνημείο, ως φόρος τιμής στο ακαταδάμαστο πνεύμα των γυναικών αυτών.

Η τρίτη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους έφθασε στο Βουργαρέλι που ήταν το άντρο των Μποτσαραίων. Από εκεί αναχώρησαν τον Ιανουάριο, προς τα Άγραφα, φοβούμενοι παρασπονδία του Αλή Πασά, όπου και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Μονή Σέλτσου. Τελικά στις 4 Απριλίου (1804) οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και ακολούθησε η περίφημη μάχη του Σέλτσου κατά την οποία πολλοί Σουλιώτες σφαγιάστηκαν και περισσότερες από 200 Σουλιώτισσες ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων του Ζαλόγγου.
Στα Επτάνησα
Σουλιώτης στην Κέρκυρα (Λουί Ντυπρέ, 1827)

Πολλοί Σουλιώτες της 1ης κυρίως φάλαγγας εισήλθαν στην υπηρεσία των Ρώσων στην Κέρκυρα, όπου αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι της λεγεώνας των ελαφρών τυφεκιοφόρων. Αυτό ήταν ένα σύνταγμα ατάκτων στρατιωτών, που οργανώθηκε από τους Ρώσους και συστάθηκε από πρόσφυγες των ηπειρωτικών χωρών. Δεν περιέλαβε μόνο Σουλιώτες, αλλά και Χειμαριώτες, Μανιάτες, κλέφτες και αρματωλούς. Οι Σουλιώτες συμμετείχαν στις εκστρατείες στη Νάπολη το 1805, την Τένεδο το 1806, τη Δαλματία το 1806 και κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης της Λευκάδας το 1807.

Με τη Συνθήκη του Τίλσιτ το 1807 και την ύφεση στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας, οι ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τα Επτάνησα και τα κατέλαβαν οι Γάλλοι. Οι Σουλιώτες και άλλα τμήματα των ρωσικών μονάδων εισήλθαν στην υπηρεσία των Γάλλων, σε μια μονάδα γνωστή ως «Αλβανικό Σύνταγμα» (Régiment Albanais). Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής διένεξης, μεταξύ 1810 και 1814, οι Σουλιώτες, ευρισκόμενοι στη γαλλική υπηρεσία, αντιμετώπισαν άλλους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν οργανωθεί από τους Βρετανούς σε ελαφρύ σύνταγμα πεζικού. Με δεδομένο ότι οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν ως φρουρά στην Κέρκυρα, η οποία παρέμεινε υπό γαλλικό έλεγχο μέχρι το 1814, πολύ λίγοι εντάχθηκαν στην υπηρεσία των Βρεταννών.
Επιστροφή στα πάτρια
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόφρυσο το 1823, σε πίνακα του Ντελακρουά

Όταν υπήρξαν σαφή σημάδια επικείμενης εξέγερσης εναντίον των Τούρκων, ο Αλή Πασάς θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή για να καταστήσει την Ήπειρο ανεξάρτητο κράτος. Το 1820, ζήτησε από τους Σουλιώτες βοήθεια και αυτοί επέστρεψαν στην ηπειρωτική χώρα, για να υποστηρίξουν τον προηγούμενο εχθρό τους εναντίον του Σουλτάνου. Εντούτοις, τα σχέδια του Αλή απέτυχαν και αυτός σκοτώθηκε, ενώ οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Ιωάννινα. Οι Σουλιώτες στήριξαν τελικά την Ελληνική Επανάσταση, που άρχισε τον Μάρτιο του 1821. Οι ηγέτες των Σουλιωτών, Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλλας, Λάμπρος Βέικος έγιναν γνωστοί στρατηγοί κατά την Επανάσταση και πολλοί Σουλιώτες έχασαν τις ζωές τους υπερασπιζόμενοι το Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρων, ένας από τους πιο γνωστούς Ευρωπαίους εθελοντές φιλέλληνες και διοικητής του ελληνικού στρατού στη Δυτική Ελλάδα, προσπάθησε να οργανώσει τους Σουλιώτες σε τακτικό στρατό. Έγγραφο του Κίτσου Τζαβέλα προς την Γ' Εθνοσυνέλευση, με ημερομηνία 24 Μαρτίου 1827, τονίζει τις θυσίες των Σουλιωτών για την «κοινή πατρίδα».[39]

Έως το 1909, οι Τούρκοι διατήρησαν στρατιωτική βάση στο φρούριο της Κιάφας. Τελικά, το 1913, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε ολόκληρη τη νότια Ήπειρο.
Παραπομπές

Ψιμούλη 2006, σελ. 201
Ψιμούλη 2006, σελ. 214

Balázs Trencsényi, Michal Kopecek: Discourses of Collective Identity in Central and Southeast Europe (1770–1945): The Formation of National Movements. Central European University Press, 2006, (ISBN 963-7326-60-X), S. 173. “The Souliotes were Albanian by origin and Orthodox by faith”.
Giannēs Koliopoulos, John S. Koliopoulos, Thanos Veremēs: Greece: The Modern Sequel : from 1831 to the Present. 2. Edition. C. Hurst & Co., 2004, (ISBN 1-85065-462-X), p. 233: "Albanian -speaking Suliots and Hydriots, Vlach speaking Thessalians and Epirots, and Slav-speaking Macedonians had fought in insurgent Greece along with the other Greeks, and no one at the time had thought any of these non-Greek speakers less Greek than the Greek-speakers.... of himself as less of a Greek for speaking little or nothing of the language, notwithstanding the ongoing debate on Greekness and Greek identity."
Eric Hobsbawm: Nations and Nationalism Since 1780: Programme, Myth, Reality. 2. Edition. Cambridge University Press, 1992, (ISBN 0-521-43961-2), S. 65
NGL Hammond: Epirus: the Geography, the Ancient Remains, the History and Topography of Epirus and Adjacent Areas. Clarendon P., 1967, S. 31
Richard Clogg: Minorities in Greece: Aspects of a Plural Society. Hurst, Oxford 2002, S. 178. [Footnote] “The Souliotes were a warlike Albanian Christian community, which resisted Ali Pasha in Epirus in the years immediately preceding the outbreak the Greek War of Independence in 1821.”
Miranda Vickers: The Albanians: A Modern History. I.B. Tauris, 1999, (ISBN 1-86064-541-0), S. 20. “The Suliots, then numbering around 12,000, were Christian Albanians inhabiting a small independent community somewhat akin to that of the Catholic Mirdite trive to the north”.
Nicholas Pappas: Greeks in Russian Military Service in the Late 18th and Early 19th Centuries, σ. 38-41. Institute for Balkan Studies. Monograph Series, No. 219, Thessaloniki 1991, ISSN 0073-862X.
Katherine Elizabeth Fleming: The Muslim Bonaparte: Diplomacy and Orientalism in Ali Pasha's Greece. Princeton University Press, 1999, (ISBN 0-691-00194-4), S. 59. “The history of the Orthodox Albanian peoples of the mountain stronghold of Souli provides an example of such an overlap.”
André Gerolymatos: The Balkan Wars: Conquest, Revolution, and Retribution from the Ottoman Era to the Twentieth Century and Beyond. Basic Books, 2002, (ISBN 0-465-02732-6), S. 141. “The Suliot dance of death is an integral image of the Greek revolution and it has been seared into the consciousness of Greek schoolchildren for generations. Many youngsters pay homage to the memory of these Orthodox Albanians each year by recreating the event in their elementary school pageants.”
Henry Clifford Darby: Greece. Great Britain Naval Intelligence Division. University Press, 1944. “… who belong to the Cham branch of south Albanian Tosks (see volume I, pp. 363-5). In the mid-eighteenth century these people (the Souliotes) were a semi-autonomous community …”
Arthur Foss (1978). Epirus. Faber. pp. 160-161. “The Souliots were a tribe or clan of Christian Albanians who settled among these spectacular but inhospitable mountains during the fourteenth or fifteenth century…. The Souliots, like other Albanians, were great dandies. They wore red skull caps, fleecy capotes thrown carelessly over their shoulders, embroidered jackets, scarlet buskins, slippers with pointed toes and white kilts.”
Nina Athanassoglou-Kallmyer (1983), "Of Suliots, Arnauts, Albanians and Eugène Delacroix". The Burlington Magazine. p. 487. “The Albanians were a mountain population from the region of Epirus, in the north-west part of the Ottoman Empire. They were predominantly Muslim. The Suliots were a Christian Albanian tribe, which in the eighteenth century settled in a mountainous area close to the town of Jannina. They struggled to remain independent and fiercely resisted Ali Pasha, the tyrannic ruler of Epirus. They were defeated in 1822 and, banished from their homeland, took refuge in the Ionian Islands. It was there that Lord Byron recruited a number of them to form his private guard, prior to his arrival in Missolonghi in 1824. Arnauts was the name given by the Turks to the Albanians”.

Μπίρης(1960: 285ff.) βλ. επίσης Κ. Παπαρρηγόπουλος (1925), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ε-146.
Ψιμούλη 2006, σελ. 215-6
Pappas, 1982, p. 24: "Souli gave its name to the confederation, a name whose origins are also unclear. Francois Pouqeville, the French traveller and consul in Ioannina, and other have theorized that the area was the ancient Greek Selaida and its ihnabitants, the Selloi. Christophoros Perraivos, who knew the Souliotes at firsthand, said that the name came from a Turk who was killed there. Yet another opinion, based on etymology, claims that Souli comes from the Albanian term sul...
Ψιμούλη 2006, σελίδες 136, 12
Ψιμούλη 2006, σελίδες 136-137
Babiniotis, G. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Athens, 1998.
Raça 2012, σελ. 202. "Për më tepër, shumë nga suljotët sot vazhdojnë të përkujtojnë rrënjët e forta në viset shkëmbore të Sulit dhe nëpërmjet toponimisë nuk e kontestojnë origjinën shqiptare të tyre. Në këtë kontekst, siç bën të ditur albanologu grek me prejardhje shqiptare, Petro Furiqi (Πέτρο Φουρίκης), toponimet si: Qafa, Vira ose Bira, Breku i vetetimesë (Bregu i vetëtimës), Gura, Dhembes (Dhëmbës), Kungje, Murga e Fereza, nuk kanë si të shpjegohen ndryshe, përveçse nëpërmjet gjuhës shqipe." [Moreover, for many Souliotes today continue to commemorate the strong roots in the mountainous areas of Souli and through toponymy it does not dispute their Albanian origins. In this context, as knew the Greek albanologist of Albanian descent, Petro Furiqi (Πέτρο Φουρίκης), those toponyms are: Qafa, Vira or Bira, Breku i vetetimesë (Bregu i vetëtimës), Gura, Dhembes (Dhëmbës), Kungje, Murga and Fereza, have no other way of being explained, except through the Albanian language.]
Πέτρος Φουρίκης (1922). Πόθεν το όνομά σου Σούλι, Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. pp. 405-406. “Αί κυριώτεραι κορυφαί, έφ' ών έγκατεστάθησαν οί μέχρις αύτών άναρριχηθέντες ολίγοι φυγάδες τής τουρκικής τυραννίδος, οί μετέπειτα ήρωες οί τρομοκρατήσαντες τούς πρό μικρού κυρίους αύτών, είναι γνωσταί ύπό τά άλβανικά ονόματα Άβαρίκο, Κιάφα (λαιμός, ζυγός, κλεισώρεια), Σαμονίβα (κρανιά ίσως) καί Σούλη aί δέ συνεχείς ταύταις κορυφαί είναι μέχρις ήμών γνωσταί ύπό τά ονόματα Βίρα ή Μπίρα (τρύπα), Βούτζι (άβρότονον, φυτόν), Βρέκου - η - Βετετίμεσε (βράχος τής αστραπής), Γκούρα (βράχος ή πηγή έκ τού βράχου ανάβλυζουσα), Δέμπες (δόντια ή οδοντωτός βράχος), Κούγγε (πασσάλοι ή βράχος έχων όψιν πασσάλων), Μούργκα, Στρέτεζα ή Στρέθεζα (μικρών οροπέδιον) καί Φέριζα (μικρά βάτος). Έκ τής μέχρι τούδε έρεύνης τών τοπωνυμίων τού βραχώδους έκείνου συμπλέγματος έπείσθην, ότι ούδέν έλληνικών όνομα εδόθη είς θέσιν τινά τούτου, διότι καί τά υπό τινων άναγραφόμενα τοπωνύμια: Αγία Παρασκευή, Αστραπή καί Τρύπα ούδέν άλλο είναι εί μή μετάφρασις τών άλβανικών Σεν - η - Πρέμπτε, Βετετίμε καί Βίρα. Περί τών έξω τού ορεινών τούτου χώρων καί πρός τά μεσημβρινά κράσπεδα αύτών άναφερόμενων θέσεων Βίλγα (Βίγλα) καί Λάκκα (κοιλάς) δύναταί τις νά είπη, ότι αί λέξεις κοιναί ούσαι τοίς τε Έλληση καί τοίς Άλβανοίς δέν δύνανται νά μαρτυρήσωσιν άναμφισβητήτως περί τής ύφ' Έλλήνων ονομασίας τών θέσεων τούτων.”
Ψιμούλη 2006, σελίδες 147, 148.
Ηπειρωτική Εστία (Ιωάννινα) : τεύχος 283-284 (1975) σ. 810 – 825, τχ. 285-286 (1976) σ. 47-62, τχ. 287-288 (1976), σ. 196- 207, τχ 289-290 (1976). σ. 403-410.
Αλέξανδρος, "Πόθεν" η λέξη "Κούγκι" κι άλλα. Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ 74-75 (1982), σ. 3
Ανάργυρος Φαγκρίδας (σελ. 23).
Ψιμούλη 2006, σελ. 136-137
Ψιμούλη 2006, σελ. 137
Καραμπελιάς Γ. (2011) Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς, και η αποδόμηση της ιστορίας, Αθήνα, "Εναλλακτικές Εκδόσεις", σ. 28.
Φουρίκης, Πέτρος (1922). «Πόθεν το όνομα Σούλι». Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος: 404-405, 416-417.
Καραμπελιάς Γ. (2011) Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς, και η αποδόμηση της ιστορίας, Αθήνα, "Εναλλακτικές Εκδόσεις", σ. 28.
Σούλι. 54. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, σελ. 414–415.
Καργάκος, Σαράντος (2000). Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Β' έκδοση). Ι. Σιδέρης.
Ασδραχάς 1964, σελ. 175-177.
Ασδραχάς 1964, σελ. 178.
Αραβαντινός Παναγιώτης, Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμος Β΄, τυπ. Σ.Κ. Βλαστού, εν Αθήναις 1857, σελ. 155 Περί Σουλιωτών, αν εξετάσωμεν, τους αναντίρρητους Έλληνας αυτούς
Ανάργυρος Φανγκρίδας (σ. 28)
Γιοχάλας 1980, σελ. 72, 48-49
Γιοχάλας 1980, σελ. 53
Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Το ημερολόγιο της αιχμαλωσίας του Φώτου Τζαβέλλα (1792–1793), “Μνήμη Σουλίου”, 1973, τ. 2, σ. 213-225.
Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Σούλι, Σουλιώτες, Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών (Β.H.E.A.), No 53 (1984), σ. 7.
Αθανάσιος Ψαλλίδας (σελ. 62), Εις την Τζαμουριάν είναι και το περίφημον Σούλι ή Κακοσούλι... Αυτή η περιοχή των χωρίων τούτων εκατοικείτο από Γραικούς πολεμικούς οίτινες εβάσταξαν τον πόλεμον χρόνους 18 εναντίον όλης της Αλβανίας...
Ελληνικής Νομαρχίας (σελ. 34).
Ανάργυρος Φαγκρίδας (σελ. 25).
Byron, επιστολή προς τον John Hobhouse, 2 Νοεμ. 1811, σελ. 55.: “… The Suliotes are villainous Romans & speak little Illyric.”
Researches in Greece, σελ. 414: "The Suliotes were not Greeks but Albanian Christians. They always used the Albanian language at home; but being borderers, all the men and many of the women could speak Greek. Most of the places at Suli and in the neighbourhood had two names, one Greek and the other Albanian."
Μέρτζιος Κ.Δ., Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον, Ηπειρωτικά Χρονικά, 1940, σ. 12-18.
Εκτός των παραπάνω που είναι οι σημαντικότεροι, οι διάφοροι συγγραφείς αναφέρουν κι άλλους μικρότερης έκτασης από διάφορους Αγάδες που δεν σταμάτησαν να συμβαίνουν σ΄ όλη αυτή την περίοδο, αναγκάζοντας έτσι τους Σουλιώτες «με τα όπλα να τρώνε, μ΄ αυτά να κοιμούνται και μ΄ αυτά να ξυπνούν», κατά τον Χριστόφορο Περραιβό
πρόκειται για τον πατέρα του στρατηγού Λάμπρου Βέικου Ζάρμπα, βλ. Σταλήμερος, Εμμ. Σεραφείμ, Σούλι και Σουλιώτες. Το γένος των Βέικο-Σταλήμερων, σ. 65-81).

Nikolopoulou Kalliopi, Tragically Speaking: On the Use and Abuse of Theory for Life. Symploke Studies in Contemporary Theory, Univ. of Nebraska Press, 2013, σ. 301, σημ. 47

Πηγές

Ασδραχάς, Σπύρος (1964). «Σουλιώτικα σημειώματα». Επιθεώρηση Τέχνης (110): 174-185.
Γιοχάλας, Τίτος Π. (1980). Το ελληνο-αλβανικόν λεξικόν του Μάρκου Μπότσαρη (φιλολογική έκδοσις εκ του αυτογράφου). Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Πανταζής Γ. Κωνσταντίνος, Ιστορία Σουλίου, 1978
Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία Σουλίου και Πάργας, Παρίσι 1803, Βενετία 1815, Αθήνα 1857[1]
Περραιβός Χριστόφορος, Απομνημονεύοντα Πολεμικά, Αθήναι 1836
Σταλήμερος, Εμμ. Σεραφείμ, 2012. Σούλι και Σουλιώτες. Το γένος των Βέικο-Σταλήμερων, Ανδρομέδα, Αθήνα
Φανγκρίδας Ανάργυρος, Σούλι - Το Ορμητήριο του Προεπαναστατικού Αγώνα, Αθήνα: Περισκόπιο, 2003 (ISBN 960-8345-07-3)
Ψαλλίδας Αθανάσιος, Γεωγραφία Ηπείρου και Αλβανίας
Ψιμούλη, Βάσω Δ. (2006). Σούλι και Σουλιώτες. Ιστορία και Πολιτική (Τέταρτη έκδοση). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Raça, Shkëlzen. «Disa Aspekte Studimore Mbi Sulin Dhe Suljotët». Studime Historike (01-02): 201–222. ISSN 0563-5799. Ανακτήθηκε στις 2019-07-26.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Βάσω Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες: οικονομικά,κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα, Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Ιστορίας, Αθήνα, 1995[2]
Βάσω Ψιμούλη, Σουλιώτες: βοσκοί και άρπαγες, Τα Ιστορικά, τομ. 13, τ/χ. 24-25 (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1996), σελ. 13-36
Καραμπελιάς Γεώργιος (2011). Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς, και η αποδόμηση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα Συνοπτική παρουσίαση περιεχομένου
Σταλήμερος, Εμμ. Σεραφείμ, 2012. Σούλι και Σουλιώτες. Το γένος των Βέικο-Σταλήμερων, Ανδρομέδα, Αθήνα
Ελευθέριος Πρεβελάκης, Η Φιλική Εταιρεία, ο Αλή Πασάς και οι Σουλιώτες : (δύο εκθέσεις του William Meyer), στο: Μελετήματα στη μνήμη Βασιλείου Λαούρδα, Essays in memory of Basil Laourdas, Θεσσαλονίκη, εκδ.Σφακιανάκης, 1975,σ. [449]-470

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βάσω Ψιμούλη, «Το Ζάλογγο της πατριδογνωσίας», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal, (τχ. 17, σσ. 70-73) τον Μάρτιο του 2012.[3]
Κρείττον σιγάν, μια ανταπάντηση στη Β. Ψιμούλη Η ανταπάντηση του Γιώργου Καραμπελιά στην απάντηση της Βάσω Ψιμούλη «Το Ζάλογγο της πατριδογνωσίας», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal, (τχ. 17, σσ. 70-73) τον Μάρτιο του 2012. Άρδην τ. 80-89, Άρδην τ. 88, Πολιτισμός - Βιβλία - Ιστορία - Θεωρία [4]

Εγκυκλοπαίδεια Ιστορίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License