.
Η Κρητική Επανάσταση του 1841 υπήρξε μία από τις πολλές επαναστάσεις των Κρητικών κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ενάντια στην Οθωμανική κυριαρχία.
Το πολιτικοδιπλωματικό και στρατιωτικό πλαίσιο εκδήλωσής της, ήταν η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, που άρχισε τον Ιούνιο του 1839 όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ηττήθηκαν από τις υπερέχουσες του Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, στο Νεζίπ. Το ενδεχόμενο προέλασης των Αιγυπτιακών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσα από τη Συρία ανησύχησε τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες θέλησαν να παρέμβουν διπλωματικά και στρατιωτικά με σκοπό τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[1] Η Ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την όλη κατάσταση. Αρχικά επιδιώχθηκε να αποσπασθεί η Κρήτη από την τουρκική κυριαρχία και τον αιγυπτιακό έλεγχο με διπλωματικά μέσα, ενώ στη συνέχεια δεν αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης με την Τουρκία. Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος αναπτέρωνε τις ελληνικές ελπίδες και το λαϊκό συναίσθημα για την απελευέρωση των υπόδουλων Ελλήνων: η Κρητική Επανάσταση του 1841 είναι η πιο ισχυρή απόδειξη. Πρόδρομες προσπάθειες έγιναν σε διπλωματικό επίπεδο από την Επιτροπή των εξορίστων Κρητικών προς την Αγγλία στο τέλος του 1838 όταν κατέθεσε σχετικό αίτημα για να καταληφθεί «προσωρινά» το νησί από αυτήν η και να συσταθεί αγγλικό προτεκτοράτο. Νέες εκκλήσεις απευθύνθηκαν προς τις μεγάλες δυνάμεις στις 10 Αυγούστου 1839 και πάλι, προς την Αγγλία, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Η ελληνική κυβέρνηση θα συνάψει όμως εμπορική συμφωνία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και θα αποδυναμώσει ενέργειες που θα προωθούσαν την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος. Η συνθήκη του Λονδίνου (3/15 Ιουλίου 1840) η οποία υπογράφτηκε ανάμεσα σε Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία και Πρωσσία, προέβλεπε την απομάκρυνση του Μωχάμετ Άλυ από την Κρήτη και την επαναφορά της σουλτανικής κυριαρχίας.
Πριν υπογραφεί η οριστική μεταβίβαση του νησιού στους Τούρκους, εξόριστοι Κρητικοί στην Ελλάδα όπως ο Β. Χάλης, Ι. Κουμής, Εμμανουήλ Πατέλαρος Αναγνώστης Τσουδερός, Εμμανουήλ Δεικτάκης και οι αδελφοί Χαιρέτη, και μαζί τους ο νεαρός τότε Αλέξανδρος Κουμουνδούρος αφού συνεννοήθηκαν με Κρητικούς οπλαρχηγούς έφθασαν στο νησί στα τέλη του 1840. Λίγο μετά , στις 22 Φεβρουαρίου 1841, κήρυξαν την επανάσταση.
Αρχικά ο Τούρκος διοικητής θέλησε να διαπραγματευθεί με τους επαναστάτες στη συνέχεια όμως έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις στα επαναστατικά κέντρα και κατόρθωσε να καταστείλει την εξέγερση λίγους μήνους αργότερα. Στις συμπλοκές που έγιναν στο Πρόβαρμα, στο Βαφέ, στο Ξυδά, στις Βρύσες της Πεδιάδος, οι ελληνικές απώλειες ήταν σημαντικές. Αβοήθητοι οι επαναστάτες από το Ελληνικό κράτος και υπό την πίεση των ξένων Δυνάμεων αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα και οι κυριώτεροι από τους αρχηγούς να καταφύγουν στην Ελλάδα μαζί με πολλά γυναικόπαιδα.[2]
Παραπομπές
↑ Ιωάννης Πετρόπουλος, Αικατερίνη Κουμαριανού, Το Ανατολικό ζήτημα (1839-1841) και ο αντίκτυπός του στην Ελλάδα: Το διεθνές πλάισιο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΓ (1977), σελ.81
↑ όπ.π.σελ.83
Βιβλιογραφία
Ιωάννης Πετρόπουλος, Αικατερίνη Κουμαριανού, Το Ανατολικό ζήτημα (1839-1841) και ο αντίκτυπός του στην Ελλάδα: Το διεθνές πλάισιο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΓ (1977), σελ.81-83
Μιράντα Σταυρινού , Η αγγλική πολιτική και το Κρητικό Ζήτημα 1831-1841, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1986
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License