.
Κυδωνίες, οι [τουρκ. Ayvalik (Αϊβαλί ή Αϊβαλίκ)]- πόλη στα δυτικά παράλια τής Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Βρίσκεται στην επαρχία Μπαλικεσίρ. Κάτοικοι 20.000 (τελευταία εκτίμηση).
— (Ιστ.). Από τις νεώτερες πόλεις τής Μικράς Ασίας, οι Κυδωνιές ιδρύθηκαν στο τέλος τού 16ου ή στις αρχές τού 17ου αιώνα από κατοίκους τής Λέσβου, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας καλύτερους όρους διαβίωσης. Είναι άγνωστο πόσοι ήταν οι άποικοι, όταν δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός· η ανάπτυξη όμως τής πόλης υπήρξε ραγδαία και από τα μέσα τού 18ου αιώνα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομική και την πνευματική ζωή τής περιοχής. Το 1773, κατά την επικρατέστερη άποψη, ο κληρικός Ιωάννης Δημητρακέλλης, γνωστός και ως Οικονόμος (από το εκκλησιαστικό αξίωμα του), πέτυχε, με τη βοήθεια τού δραγομάνου τού στόλου Νικολάου Μαυρογένη (1770-1786), τη χορήγηση προνομίων στην πόλη. Με τα προνόμια αυτά οι Κυδωνίες αναγνωρίστηκαν ως αμιγής χριστιανική κοινότητα, επικεφαλής τής οποίας ήταν τρεις δημογέροντες και δύο Τούρκοι αξιωματούχοι, ο αγάς ή βοεβόδας και ο καδής. Το 1780 με φροντίδα τού Δημητρακέλλη οικοδομήθηκε μεγαλοπρεπής ναός τής Παναγίας τών Ορφανών, που στον περίβολο του ιδρύθηκε νοσοκομείο και βρεφοκομείο, καθώς και κτίριο που στέγασε την Ελληνική Σχολή, με βιβλιοθήκη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και έργων φιλοσοφικών και θεολογικών. Πρώτοι διδάσκαλοι τής Σχολής υπήρξαν ο ιεροδιάκονος Ευγένιος, από τα Βουρλά ή από την Κίο της Βιθυνίας, ο Βησσαρίων από τη Σύμη τής Δωδεκανήσου, ο Θεοδόσιος από τα Μουδανιά κ.ά. Λίγα χρόνια αργότερα η Σχολή τού Οικονόμου, που πέθανε το 1792, αναδιοργανώθηκε, στεγάστηκε σε νέο οίκημα, πήρε τον χαρακτήρα ανώτερης σχολής και ονομάστηκε Ακαδημία. Στην Ακαδημία τών Κυδωνιών, που υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα τού τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, ο Βενιαμίν Λεσβίος δίδαξε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσιογνωστικές επιστήμες, μαθήματα «καινοφανή» για την εποχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση εκκλησιαστικών κύκλων και διωγμό εναντίον τού σοφού λογίου. Το 1811 τη διεύθυνση τής Ακαδημίας ανέλαβε ο επίσης ονομαστός λόγιος Θεόφιλος Καΐρης και δίδαξε ώς τις αρχές τού 1821, όταν, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, εγκατέλειψε τις Κυδωνίες για να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση. Παράλληλα δίδαξε και ο Γρηγόριος Σαράφης, ενώ μαθητές της, κυρίως Έλληνες (φοίτησαν σε αυτήν και λίγοι Βούλγαροι και Ρουμάνοι), τίμησαν αργότερα τα ελληνικά γράμματα. Το 1819 ο Κυδωνιάτης Κωνσταντίνος Τόμπρας, που με φροντίδα τής κοινότητας είχε εκπαιδευθεί στα τυπογραφεία τού Ντιντό (Didot) στο Παρίσι, ανέλαβε τη διεύθυνση τυπογραφείου που ιδρύθηκε στην πόλη για την εξυπηρέτηση τών αναγκών τής Σχολής.
Οι Κυδωνίες, με ελληνικό πληθυσμό 30.000 στις παραμονές τής Ελληνικής Επανάστασης, ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα τού υπόδουλου ελληνισμού, το δεύτερο, μετά τη Σμύρνη, στη Μικρά Ασία, καταστράφηκε από τουρκικό στρατό, που μπήκε στην πόλη στις 2 Ιουνίου 1821 για να εκδικηθεί για την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27 Μαΐου στην Ερεσό. Στις 3 Ιουνίου, σύμφωνα με την περιγραφή τού Ιωάννου Φιλήμονος, «η πυρκαϊά, άμα τεθείσα, ηυξήθη κολοσσιαία, ένεκα τών πολλών ελαιουργείων και ελαιοπωλείων· οι ναοί, η σχολή, η βιβλιοθήκη και πάντα τα καταστήματα κατέπεσαν ολόκαυστα. Πατέρες, σύζυγοι, τέκνα, περιέτρεχον από τού ενός εις το άλλο μέρος τρομώδη και αμηχανούντα, όπως διεκφύγωσι την σφαγήν... Ούτω κατεστράφη η πόλις τών Κυδωνιών, σφαγείσα και αιχμαλωτισθείσα κατά το έν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά το όλον και αποτεφρωθείσα κατά κράτος».
Όσοι Κυδωνιάτες σώθηκαν κατέφυγαν στα Ψαρά και σε άλλα νησιά και στην Πελοπόννησο και έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα.
Το 1827 άρχισε η επάνοδος τών προσφύγων στην κατεστραμμένη πόλη και άρχισε η ανοικοδόμηση της με ταχύ ρυθμό. Το 1842 οι κάτοικοι είχαν ανέλθει σε 18 χιλιάδες και η αύξηση τού πληθυσμού συνεχίστηκε. Κατά τον αιώνα από την επανεγκατάσταση ώς τη Μικρασιατική καταστροφή, η βιοτεχνία και το εμπόριο παρουσίασαν ραγδαία ανάπτυξη, ενώ η ίδρυση ατμοκίνητων ελαιοτριβείων και η ναυτιλιακή δραστηριότητα τών κατοίκων κατέστησαν τις Κυδωνιές κέντρο εμπορίας λαδιού που η ετήσια παραγωγή του έφθανε τα 4.000.000 οκάδες. Το Γυμνάσιο τής πόλης με την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του, που ονομάστηκε Διδότειος προς τιμήν τού παρισινού εκδοτικού οίκου Didot, που τήν πλούτισε με χιλιάδες τόμους, τα τυπογραφεία (μετά το 1911), από τα οποία εκδίδονταν εφημερίδες και περιοδικά και οι πολιτιστικοί σύλλογοι δημιούργησαν πνευματική ζωή και ανέβασαν το πολιτιστικό επίπεδο. Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος αριθμός λογίων και ανώτερων κληρικών που κατάγονται από τις Κυδωνιές, γνωστότεροι από τους οποίους είναι οι λογοτέχνες Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης, Στρατής Δούκας.
Οι διωγμοί που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια τού Α' Παγκόσμιου πολέμου εναντίον τού μικρασιατικού ελληνισμού έπληξαν ιδιαίτερα τους Κυδωνιάτες. Οι ομαδικές εκτοπίσεις κατοίκων στο εσωτερικό τής Μικράς Ασίας και η φυγή νέων κυρίως Κυδωνιατών το 1917 προς τη Λέσβο ανέκοψαν επί μήνες την ανάπτυξη της πόλης, στην οποία οι φυγάδες κάτοικοι της επανήλθαν μετά την ανακωχή τής 11ης Νοεμβρίου 1918. Το οριστικό πλήγμα δόθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Στις 16 Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τις Κυδωνίες, σύμφωνα με το σχέδιο τού ελληνικού στρατηγείου, η υποχώρηση όμως τού ελληνικού στρατού είχε τραγικές συνέπειες και για τις Κυδωνίες. Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν στην πόλη τα πρώτα τουρκικά στρατιωτικά τμήματα, που ενισχύθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου. Οι άνδρες στάλθηκαν σε στρατόπεδα τού εσωτερικού, άλλοι εκτελέστηκαν, και ελάχιστοι μόνο σώθηκαν, που με τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στη Λέσβο και από κει σε άλλες περιοχές τής Ελλάδας. Θύμα τού τουρκικού φανατισμού υπήρξε και ο μητροπολίτης Γρηγόριος, που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την πόλη. Στις Κυδωνίες μετά την καταστροφή, κατά την ανταλλαγή τών πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν Τούρκοι από τη Λέσβο, την Κρήτη και τη Μακεδονία.
Β. Σφυρόερας
ΒΙΒΛΙΟΓΡ.:
Γεωργ. Βαλέτα, «Ιστορία τής Ακαδημίας τών Κυδωνιών», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμ. 4, 1948, σ. 156 κ.ε.
Ιωάννου Καραμπλιά, Ιστορία τών Κυδωνιών, τόμ. Α', Β\ (Αθήνα 1949, 1950)
Φώτη Κόντογλου, Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου (Αθήνα 1962)
Άλκη Αγγέλου, «Προς την ακμή τού νεοελληνικού διαφωτισμού. Οι διενέξεις τού Λεσβίου στη Σχολή Κυδωνιών», περ. Μικρασιατικά Χρονικά, τεύχ. 7 (1956), σ. 1-83 Β. Κουκουναρά, Κυδωνίαι, Πρωτεύουσα τής Αιολίδος (Αθήνα 1972)
Αθηνάς Κερεστετζή, Αϊβαλί 1832-1922 (Αθήνα 1981).
Το Αϊβαλί ή Κυδωνίες είναι μικρή πόλη στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας, από την οποία κατάγεται ο ζωγράφος και συγγραφέας Φώτης Κόντογλου.
Η ονομασία της πόλης προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, η οποία σημαίνει «κυδώνι». Εκτός από την ονομασία «Αϊβαλί», η οποία επιλέχθηκε ως κύρια, ήταν σε χρήση μέχρι τέλους και η λόγια ελληνική εκδοχή της «Κυδωνίαι». Η επιλογή μεταξύ των δύο δεν ήταν άμοιρη ιδεολογικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα παρείχε και στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα του ομιλούντος. Οι εκπρόσωποι των ανώτερων στρωμάτων προτιμούσαν την εκδοχή «Κυδωνίαι», ενώ ο όρος «Αϊβαλί» χρησιμοποιούνταν από τα λαϊκά στρώματα.
Το Αϊβαλί (Ayvalık, στα τουρκικά) υπήρξε μαζί με άλλες πόλεις ένα απο τα πιο ιστορικά κέντρα του ελληνισμού. Μεγάλο εμπορικό κέντρο, είχε ανθρώπινη παρουσία απο το 1500 π.Χ. Η ίδρυση του σύγχρονου οικισμού τοποθετείται μεταξύ του 1570 και του 1580 μ.Χ. Οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τα γειτονικά παράλια της Λέσβου στην προσπάθεια να αποφύγουν τις επιδρομές των πειρατών και ίδρυσαν οικισμούς στην παραλία, στις θέσεις Χόνδραμμο (Καμπακούμ) και Καμπύλη Άκρα (Εγρί Μποτζάκ). Επειδή όμως και εκεί δεν έπαψαν οι ενοχλήσεις των πειρατών, μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό του όρμου, στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα το Αϊβαλί, στο βάθος όρμου προφυλαγμένου από τα Μοσχονήσια. Εξελίχθηκε σε ένα μεγάλης σημασίας εμπορικό κόμβο, που εξυπηρετούσε τα πλοία που έβγαιναν στο Αιγαίο. Η μεγάλη ακμή του Αϊβαλιού τοποθετείται χρονικά μετά το 1773 και αποδίδεται στα προνόμια που παραχωρήθηκαν τότε στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης από την οθωμανική διοίκηση. Ο ελληνικός πληθυσμός του άσκησε μεγάλη επιρροή στην ντόπια ζωή μέχρι και το 1922, οπότε το σύνολο των Ελλήνων έφυγε και στην θέση τους ήρθαν μουσουλμάνοι, κυρίως από την Κρήτη, στα πλαίσια της "ανταλλαγής πληθυσμών".
Η πόλη, σύμβολο της προσφυγιάς του 1922, σήμερα είναι ενα αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο το οποίο διατηρεί ακόμα αρκετά απο τα ελληνικά του στοιχεία. Με 30.000 κατοίκους, είναι το εμπορικό κέντρο της περιοχής μετά το Αδραμύττιο. Πολλοί από τους ηλικιωμένους κατοίκους της πόλης εξακολουθούν να μιλούν ελληνικά, ενώ πολλά μουσουλμανικά τεμένη είναι πρώην ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες.
Γεωγραφία της Ελλάδας : Αλφαβητικός κατάλογος
Α - Β - Γ - Δ - Ε - Ζ - Η - Θ - Ι - Κ - Λ - Μ -
Ν - Ξ - Ο - Π - Ρ - Σ - Τ - Υ - Φ - Χ - Ψ - Ω
Χώρες της Ευρώπης Άγιος Μαρίνος | Αζερμπαϊτζάν1 | Αλβανία | Ανδόρρα | Αρμενία2 | Αυστρία | Βατικανό | Βέλγιο | Βοσνία και Ερζεγοβίνη | Βουλγαρία | Γαλλία | Γερμανία | Γεωργία2 | Δανία | Δημοκρατία της Ιρλανδίας | Ελβετία | Ελλάδα | Εσθονία | Ηνωμένο Βασίλειο | Ισλανδία | Ισπανία | Ιταλία | Κροατία | Κύπρος2 | Λεττονία | Λευκορωσία | Λιθουανία | Λιχτενστάιν | Λουξεμβούργο | Μάλτα | Μαυροβούνιο | Μολδαβία | Μονακό | Νορβηγία | Ολλανδία | Ουγγαρία | Ουκρανία | ΠΓΔΜ | Πολωνία | Πορτογαλία | Ρουμανία | Ρωσία1 | Σερβία | Σλοβακία | Σλοβενία | Σουηδία | Τουρκία1 | Τσεχία | Φινλανδία Κτήσεις: Ακρωτήρι3 | Δεκέλεια3 | Νήσοι Φερόες | Γιβραλτάρ | Γκέρνσεϋ | Τζέρσεϋ | Νήσος Μαν 1. Κράτος μερικώς σε ασιατικό έδαφος. 2. Γεωγραφικά ανήκει στην Ασία, αλλά θεωρείται ευρωπαϊκό κράτος για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους. 3. Βρετανικό έδαφος μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία. |
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License