ART

 

.

Η φορεσιά της Αττικής, η οποία ονομάστηκε και Μεσογίτικη, φορέθηκε σε πολλά χωριά των Μεσογείων, ενώ παρατηρήθηκε επίσης στη Θήβα, σε χωριά της Μεγαρίδας, εκτός από τα Μέγαρα, και με παραλλαγές στην Ελευσίνα και τη Μάνδρα.[1] Η μεσογίτικη καταχωρείται στις φορεσιές με το σιγκούνι[1] και διακρίνεται στην καθημερινή, στη νυφική και τη γιορτινή πρώτης και δεύτερης κοινωνικής τάξης. Οι διαφορές τους εντοπίζονται στα κεντήματα και στα υφάσματα. Διαφορές εντοπίζονται επίσης ανά ηλικία και ανά περίσταση. Η γιορτινή μεσογίτικη φορεσιά επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την επίσημη γυναικεία φορεσιά της ελληνικής βασιλικής αυλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα από τη βασίλισσα Όλγα, αλλά και την παιδική φορεσιά της βλαχούλας.[2][3]
Η νυφική φορεσιά

Οι νύφες της ανώτερης κοινωνικής τάξης φορούσαν χρυσή στολή με κύριο χαρακτηριστικό το κεντημένο με μετάξι και χρυσό πουκάμισο. Η φορεσιά αυτή εμφανίστηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους ως ένδειξη πλούτου.[4] Η νυφική φορεσιά υποδείκνυε την οικονομική κατάσταση του γαμπρού, καθώς τόσο το πουκάμισο, όσο και ο τζάκος με τα χρυσά μανίκια, αλλά και ο κεφαλόδεσμος με τα χρυσαφικά ήταν δώρα του γαμπρού. Τα κοσμήματα του στήθους και του κεφαλόδεσμου ήταν προίκα και αποτελούνταν από φλουριά τόσο από το γαμπρό, όσο και από συγγενείς, ακόμη και την ίδια τη νύφη. Τα νομίσματα αυτά οι φτωχές τα χρησιμοποιούσαν για αγορές (π.χ σπίτι ή χωράφι), ενώ οι πλουσιότερες τα κρατούσαν για προίκα στις κόρες. Η νυφική φορεσιά φοριόταν μετά το γάμο σε όλες τις γιορτές και τις επίσημες περιστάσεις μέχρι τη γέννηση του δεύτερου παιδιού.[5] Οι διαφορές με την καθημερινή φορεσιά εντοπίζονται κυρίως στο σιγκούνι και σε μερικά επιπλέον κομμάτια που δεν υπάρχουν στην καθημερινή, όπως η τραχηλιά, το μεταξωτό ζουνάρι, τα τσουράπια και τα καλίκια.[6] Επιπλέον στον κεφαλόδεσμο της, η γιορτινή φορεσιά είχε συνήθως τη σκούφια, το καπιτσάλι, την κορώνα, τη χρυσή σκέπη, τη χρυσή ομπόλια και πλούσια κοσμήματα τόσο στο κεφάλι όσο και στο στήθος. Μεταξύ αυτών είναι τα κιουστέκια του τζάκου, το μικρό και το μεγάλο γιορντάνι, το κορδόνι, τα μπελετζίκια, οι πλεξίδες, τα πεσκούλια, τα καρφώματα και τα θηλυκωτάρια.[6]
Η καθημερινή φορεσιά

Την καθημερινή φορεσιά αποτελούσαν το μισοφόρι, το πουκάμισο (καμίσι), ο τζάκος (ζιπούνι) με τα πανωμάνικα, τα κατωμάνια, το κεντητό σιγκούνι, η ποδιά, το ζουνάρι, τις ζάγρες (υποδήματα), το τσεμπέρι, το μαντήλι και το γκιουρντί.[6]

Το μισοφόρι είναι το εσωτερικό πουκάμισο από βαμβακερό και μάλλινο ύφασμα. Το πουκάμισο είναι από βαμβακερό άσπρο ύφασμα στον αργαλειό, χωρίς μανίκια και με κέντημα στον ποδόγυρο. Τα κεντήματα στον ποδόγυρο ανάλογα τον πλούτο και την περίσταση είναι πλούσια με διάφορα σχέδια γεωμετρικά.

Ο τζάκος, ο μπούστος δηλαδή που συγκρατεί τα μανίκια είναι κοντός, από βαμβακερό ύφασμα, το κορμί του κουμπώνει κάτω από το στήθος, ενώ έχει και τα πανωμάνικα, ολοκέντητα μανίκια ως τον αγκώνα. Το κορμί του τζάκου δεν έχει κεντήματα, παρά μόνο ο λαιμός στολίζεται με κόκκινο μεταξωτό γαϊτάνι. Τα μανίκια του τζάκου ήταν κεντημένα με χρυσάφι. Τα κατωμάνικα είναι πρόσθετα μανίκια κάτω από τα μανίκια του τζάκου και είναι κεντημένα, ίδια με τον ποδόγυρο. Το σιγκούνι, αργότερα εμφανιζόταν μόνο στην καθημερινή φορεσιά και ήταν από άσπρο μαλλί υφαντό. Τη θέση του πήραν τα άσπρα σιγκούνια, τα λεγόμενα γρίζοι.

Πρόκειται για δύο σιγκούνια που φορούσαν το ένα πάνω στο άλλο. Το πρώτο είναι υφαντό και το δεύτερο μάλλινο, λευκά και τελειώνουν σε φαρδιά τσόχα σε κόκκινο χρώμα. Τα χρυσά γρίζα είχαν κεντήματα με σχέδια. Η γρίκα, η κόκκινη τραχηλιά φοριέται πάνω από το τζάκο στη γιορτινή μόνο φορεσιά. Καλύπτει το στήθος, είναι μεταξωτή και στολισμένη με δαντέλα, ενώ στο γιακά της στερεώνεται το μικρό γιορντάνι. Η ποδιά είναι από μαλλί και βαμβάκι με γεωμετρικά θέματα σχεδιασμένη και εμφανίζεται μόνο στην καθημερινή φορεσιά.

Η νυφική και η γιορτινή είχαν και το μπρεζεκούκι, το οποίο ήταν μεταξωτό κόκκινο ζωνάρι, μήκους 3 μέτρων. Το έδεναν γύρω από τη μέση και το στερέωναν με χρυσές καρφίτσες, τις κόψες. Στην καθημερινή φοριόταν το κόκκινο ζουνάρι από μαλλί, με λίγα κεντήματα. Η χρυσοΰφαντη ζώνη φοριόταν από τις γυναίκες της πρώτης κοινωνικής τάξης και πολλές φορές προερχόταν από το Άγιο Όρος. Πάνω από τη σιγκούνα, το χειμώνα φορούσαν το γκιουρντί και πάνω από τη γρίζα το χράμι. Το γκιουρντί ήταν παλιότερα άσπρο και αργότερα σκούρο γαλάζιο, μάλλινο. Τα τσουράπε, οι κάλτσες δηλαδή, ήταν άσπρα βαμβακερά με τρυπητά σχέδια, που φορούσαν μόνο σε γιορτές, καθώς τις καθημερινές ήταν ξυπόλητες. Τα χρυσαφικά της νύφης προέρχονταν από το γαμπρό που τα χάριζε καθ’ όλη τη διάρκεια του αρραβώνα, στις επίσημες γιορτές. Οι ζάγρες είναι τα καθημερινά παπούτσια της δουλειάς από βιδέλο, που τα φορούσαν σπάνια. Παλιότερα φορούσαν γουρουνοτσάρουχα. Τα καλίκια με το χρυσάφι, ήταν τα καλοκαιρινά υποδήματα της νύφης, κεντημένα με χρυσό κορδόνι πάνω σε βυσσινί, πράσινο ή κόκκινο βελούδο. Τα λουστρίνια, είναι τα χειμωνιάτικα υποδήματα της νύφης, με σχέδια από κίτρινο μπρισίμι.
Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα

Τα μαλλιά τους οι γυναίκες συνήθιζαν να τα φτιάχνουν σε δύο πλεξούδες που έπεφταν στην πλάτη και από πάνω έδεναν το τσεμπέρι και στη συνέχεια το μαντήλι το λουλουδάτο. Η νύφη είχε διαφορετικό τρόπο χτενίσματος στα μεσόγεια, φτιάχνοντας μία κοτσίδα, την οποία κρατούσε για σαράντα ημέρες από την ημέρα του γάμου. Σε κάποιες άλλες περιοχές τις αττικής είχαν διαφορετικό τρόπο χτενίσματος, φτιάχνοντας δύο πλεξούδες, τις οποίες έπιαναν με μια καρφίτσα πίσω και γινόταν μία. Οι νύφες μαζί με τα μαλλιά τους έπλεκαν και τα γαϊτάνια, απ’ τα οποία κρεμόταν οι πλεξίδες ή τα πεσκούλια και πάνω στο κεφάλι τοποθετούσαν τη σκούφια με τα φλουριά και τη συγκρατούσαν με το καπιτσάλι. Στο μέτωπο φορούσαν την κορώνα και από πάνω τη σκέπη, την οποία μετά το γάμο αντικαθιστούσαν με τη χρυσή ομπόλια. Οι πλεξίδες και τα πεσκούλια ήταν φούντες μεταξωτές από κόκκινο ή κρεμεζί μπρισίμι, σκεπασμένες με αληθινό χρυσάφι και ήταν δώρο του γαμπρού. Οι πλεξίδες ήταν πολύ πιο πλούσιες σε σχέση με τα πεσκούλια, που δεν είχαν στολίσματα. Η σκούφια με τα φλουριά είναι ο νυφικός κεφαλόδεσμος, μικρό κάλυμμα του κεφαλιού, που μετά το γάμο φορούσαν μόνο σε γιορτές. Το καπιτσάλι είναι μια λουρίδα από κόκκινο βελούδο, κεντημένη με χρυσόνημα, η οποία περνάει κάτω από το λαιμό και δένει στο φέσι. Η κορώνα, ήταν δώρο του γαμπρού και στόλιζε το μέτωπο της νύφης. Η χρυσή σκέπη, και αυτή δώρο από το γαμπρό, είναι ένα αραχνούφαντο μεταξωτό πέπλο, με κρόσσια στις άκρες. Τη θέση της μετά το γάμο, έπαιρνε η χρυσή ομπόλια, η οποία έχει πολλές ομοιότητες αλλά ήταν αγορασμένη από την Αθήνα συνήθως. Τις καθημερινές οι γυναίκες φορούσαν το τσεμπέρι και από πάνω το μαντήλι το λουλουδάτο, συνήθως σε κίτρινο χρώμα με σχέδια.

Πλούσια ήταν και τα χρυσαφικά της νυφικής και γιορτινής φορεσιάς. Τα κουστέκια του τζάκου είναι ασημένιες πόρπες που χρησίμευαν για να κλείνει ο τζάκος κάτω από το στήθος.Το μικρό γιορντάνι είναι κόσμημα για το λαιμό και αποτελείται από 12 έως 19 κομμάτια, από τα οποία κρεμόταν φλουριά και ήταν επενδυμένο εσωτερικά με ύφασμα. Το μεγάλο γιορντάνι ήταν στολίδι για το στήθος. Πρόκειται για ένα διχτυωτό πλέγμα από χρυσές ή ασημένιες χάντρες. Στο κάτω μέρος έραβαν ασημένια γρόσια και κρεμούσαν νομίσματα χαρισμένα από τους συγγενείς και το γαμπρό. Στη νυφική φορεσιά υπήρχαν και οι άλυσες, που είναι κόσμημα για το λαιμό, με σταυρό και αλυσίδες με νομίσματα και φλουριά. Στα στερεώματα τόσο του στήθους όσο και του κεφαλόδεσμου, τοποθετούσαν καρφίτσες. Οι νύφες φορούσαν επίσης τα μπελετζίκια, βραχιόλια με σχέδια, ενώ τη φορεσιά ολοκλήρωναν τα θηλυκωτάρια που έκλειναν τη ζώστρα στη μέση.
Παραπομπές

Χατζημιχάλη, Αγγελικής (1977). Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, τόμος 1ος. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη - Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα. σελ. 26.
Παπαντωνίου, Ιωάννα (2000). Η Ελληνική ενδυμασία. Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. σελ. 276. ISBN 960-7059-10-7.
Παπαντωνίου, Ιωάννα (1996). Ελληνικές τοπικές ενδυμασίες. Ναύπλιο: Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα. σελίδες 30–31.
Χατζημιχάλη, Αγγελική (1977). Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, τόμος 1ος. Αθήνα: Μέλισσα - Μουσείο Μπενάκη. σελ. 28.
Παπαντωνίου, Ιωάννα (1996). Ελληνικές τοπικές ενδυμασίες. Ναύπλιο: Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα. σελ. 29.

Χατζημιχάλη, Αγγελική (1977). Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, τόμος 1ος. Αθήνα: Μέλισσα - Μουσείο Μπενάκη. σελ. 30.

Πηγές

Η Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά (Τόμοι Πρώτος & Δεύτερος) Αγγελική Χατζημιχάλη, Μουσείο Μπενάκη, Εκδόσεις "Μέλισσα"

Ελληνικές φορεσιές

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License