.
Λουτροφόρος
λουτροφόρος η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :λουτρό - φορ (φέρω*) -ος] (αρχαιολ.) στην αρχαία Αθήνα, είδος αμφορέα με λαβές που χρησίμευε για τη μεταφορά νερού από ορισμένες πηγές λίγο πριν την τελετή του γάμου.Jump to: navigation, search
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License