.
Ο Βάλτερ Μπέντιξ Σένφλις Μπένγιαμιν (Walter Bendix Schönflies Benjamin, 15 Ιουλίου 1892 — 27 Σεπτεμβρίου 1940) ήταν Γερμανοεβραίος Μαρξιστής και κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, και φιλόσοφος. Συνδέονταν κατά καιρούς με την Σχολή της Φρανκφούρτης για την κριτική θεωρία και επηρεάστηκε επίσης από τα γραπτά ενός νεότερου συγχρόνου, του Μπέρτολτ Μπρεχτ, που ανέπτυξε την κριτική αισθητική και τον διαλεκτικό υλισμό, και τον Gershom Scholem, που θεμελίωσε την σύγχρονη, ακαδημαϊκή μελέτη της Καββάλα και του Ιουδαϊκού μυστικισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον για το έργο του αυξήθηκε δραματικά, κάνοντάς τον έναν από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του εικοστού αιώνα σχετικά με την λογοτεχνία και την σύγχρονη αισθητική εμπειρία.
Ως κριτικός της κοινωνίας και του πολιτισμού, ο Μπένγιαμιν συνδύασε ιδέες προερχόμενες από τον ιστορικό υλισμό, τον γερμανικό ιδεαλισμό, και τον εβραϊκό μυστικισμό σε ένα έργο που αποτέλεσε μια καινοφανή συνεισφορά στον Δυτικό Μαρξισμό και στην αισθητική θεωρία. Ως φιλόλογος διανοούμενος, έγραψε τα πιο σημαντικά του δοκίμια για τον Κάρολο Μπωντλαίρ, μετάφρασε την έκδοση Tableaux Parisiens από τα Άνθη του κακού αλλά και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ. Το έργο του αναφέρεται ευρέως στις ακαδημαϊκές και λογοτεχνικές σπουδές, και συγκεκριμένα τα δοκίμιά του Το έργο του Μεταφραστή και το Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής. Επηρεασμένος από τον Μπαχόφεν, ο Μπένγιαμιν δημιούργησε τον όρο "ενορατική αντίληψη" για την αισθητική τέχνη μέσω της οποίας ο πολιτισμός θα ανακτούσε την χαμένη εκτίμησή του για τον μύθο. [1]
Η ζωή του
Ο Βάλτερ Μπενγιαμίν και τα μικρότερα αδέρφια του Γκέοργκ (1895–1942) και Ντόρα (1901–1946) γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια πλούσια οικογένεια Εβραίων στο Βερολίνο. Ο πατέρας, Εμίλ, ήταν τραπεζίτης στο Παρίσι και στην συνέχεια μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου έγινε έμπορος αντικών και παντρεύτηκε την Schönflies. Το 1902, ο δεκάχρονος Βάλτερ μπήκε στο σχολείο Kaiser Friedrich στο Σαρλότενμπουργκ (Charlottenburg), ολοκληρώνοντας τις δευτεροβάθμιες σπουδές του δέκα χρόνια αργότερα. Η υγεία του παιδιού ήταν εύθραυστη και, το 1905, οι γονείς του τον έστειλαν σε ένα οικοτροφείο στην Θουριγγία, όπου πέρασε 2 χρόνια. Το 1907, με την επιστροφή του στο Βερολίνο, συνέχισε τις σπουδές του στο Kaiser Friedrich.
Το 1912, στην ηλικία των είκοσι ετών, πέρασε στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, αλλά στο τέλος του θερινού εξαμήνου επέστρεψε ξανά στο Βερολίνο και μπήκε στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου για να συνεχίσει τις σπουδές του στην φιλοσοφία. Εκλεγμένος ως πρόεδρος της φοιτητικής ένωσης, της Freie Studentenschaft, αφιέρωσε τον χρόνο του γράφοντας δοκίμια όπου υποστήριζε την ανάγκη για εκπαιδευτική και γενικότερη πολιτισμική αλλαγή.[2] Αποτυγχάνοντας να επανεκλεγεί, έστρεψε για μια ακόμη φορά την προσοχή του στις σπουδές του στο Φράιμπουργκ, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις διαλέξεις του Χάινριχ Ρίκερτ (Heinrich Rickert). Στην διάρκεια αυτής της περιόδου, επισκέφθηκε επίσης το Παρίσι και μέρη της Ιταλίας.
Το 1914, καθώς ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έστρεψε την Γερμανία ενάντια στην Γαλλία, ο Μπένγιαμιν ξεκίνησε να μεταφράζει με μεγάλη επιμέλεια και ενδιαφέρον τον Γάλλο ποιητή Μπωντλαίρ. Τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στο Μόναχο, συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (γνωστό και ως LMU), όπου γνωρίστηκε με τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε και τον Γκέρσομ Σόλεμ, με τον οποίο - τον τελευταίο - θα γινόταν και φίλος δια βίου. Την ίδια χρονιά έγραψε μια εργασία για τον Γερμανό ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν.
Το 1917 μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης όπου γνωρίστηκε με τον Ερνστ Μπλοχ και παντρεύτηκε την Dora Sophie Pollak (πατρικό όνομα Kellner) (1890 – 1964), με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Stefan Rafael (1918–1972). Το 1919 ο Μπένγιαμιν απέκτησε το διδακτορικό του (με διάκριση) για την εργασία Begriff der Kunstkritik in der Deutschen Romantik (Η έννοια της κριτικής στον Γερμανικό Ρομαντισμό). Εξαντλημένος από τα οικονομικά προβλήματα, επέστρεψε με την γυναίκα του στο Βερολίνο, για να ζήσει με τους γονείς του και, το 1921, δημοσίευσε την Κριτική της Βίας (Kritik der Gewalt).
To 1923, ενώ το Το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα (Σχολή της Φρανκφούρτης) ιδρύονταν, αυτός δημοσίευσε το έργου του Κάρολος Μπωντλαίρ, Παρισινά Πορτραίτα. Γνωρίστηκε επίσης με τον Τέοντορ Αντόρνο και έγινε φίλος με τον Γκέοργκ Λούκατς, του οποίου Η θεωρία του μυθιστορήματος, δημοσιεύθηκε το 1920 και είχε μια ισχυρή επίδραση πάνω του. Η μεταπολεμικός υπερπληθωρισμός στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης δημιούργησε σοβαρά οικονομικά προβλήματα στον πατέρα του, ο οποίος αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες να συνεχίσει να τον στηρίζει οικονομικά. Στα τέλη του 1923 ο καλύτερος του φίλος, Γκέρσομ Σόλεμ, μετανάστευσε προς εκεί που αργότερα θα αποκαλούνταν το Κράτος του Ισραήλ, αλλά εκείνη την εποχή ήταν η Βρεταννική Εντολή για την Παλαιστίνη και στα επόμενα χρόνια προσπάθησε να πείσει τον Μπένγιαμιν να τον ακολουθήσει.
Το 1924, δημοσιεύθηκε η εργασία του Μπένγιαμιν "Goethes Wahlverwandtschaften" (Εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε) από τον Hugo von Hoffmansthal στο περιοδικό Neue Deutsche Beiträge. Μαζί με τον Ερνστ Μπλοχ ο Μπένγιαμιν πέρασε μερικούς μήνες στο Ιταλικό νησί Κάπρι, γράφοντας την διδακτορική του διατριβή, σχετικά με Την καταγωγή του Γερμανικού Τραγικού Δράματος. Εκεί διάβασε, μετά από πρόταση του Μπλοχ, το έργο του Λούκατς Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, και γνώρισε για πρώτη φορά την Asja Lācis, μια μπολσεβίκα Λιθουανή ηθοποιό που ζούσε στην Μόσχα. Αυτή θα αποτελούσε για τον ίδιο μια σημαντική και διαρκή πηγή πνευματικής και ερωτικής έμπνευσης.
Έναν χρόνο αργότερα, η Η καταγωγή του Γερμανικού Τραγικού Δράματος απορρίφθηκε από το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, κλείνοντας εκ των πραγμάτων την πόρτα σε μια ακαδημαϊκή καριέρα στον 33χρονο διανοούμενο. Σε συνεργασία με τον Franz Hessel (1880–1941), αυτός μετέφρασε τους πρώτους τόμους του À la Recherche du Temps Perdu (Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο) του Μαρσέλ Προυστ . Τον επόμενο χρόνο άρχισε να γράφει για τις γερμανικές εφημερίδες Frankfurter Zeitung και Die Literarische Welt, γεγονός που του έδωσε την δυνατότητα να ζει για μια σειρά μηνών στο Παρίσι. Τον Δεκέμβριο του 1926, έτος θανάτου του πατέρα του, έκανε ένα ταξίδι στην Μόσχα για να συναντήσει την Asja Lācis, την οποία βρήκε άρρωστη σε ένα σανατόριο.[3]
Το 1927 ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στο Das Passagen-Werk (The Arcades Project), την μνημειώδη και ανολοκλήρωτη μελέτη την οποία συνέχισε να δουλεύει μέχρι τον θάνατό του. Το ίδιο έτος στο Βερολίνο αυτός είδε τον Γκέρσομ Σόλεμ προσωπικά για τελευταία φορά, και εξέτασε το ενδεχόμενο να μετακομίσει στην Παλαιστίνη. Το 1928 χώρισε από την γυναίκα του, Dora (με την οποία διαζεύχθηκε δύο χρόνια αργότερα), και δημοσίευσε το Einbahnstraße (Μονόδρομος) και το Ursprung des Deutschen Trauerspiels (Η καταγωγή του Γερμανικού Τραγικού Δράματος). Στο Βερολίνο, τον επόμενο χρόνο, η Asja Lācis, την εποχή εκείνη, βοηθός του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σύστησε τους δύο συγγραφείς. Επίσης τον ίδιο χρόνο, για ένα σύντομο διάστημα επιχείρησε να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα ως εισηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.
Το 1932, στην διάρκεια της αναταραχής που προηγήθηκε από την εκλογή του Αδόλφου Χίτλερ ως Καγγελάριου, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εγκατέλειψε την Γερμανία για να περάσει μερικούς μήνες στο Ισπανικό νησί Ίμπιζα. Μετά έφυγε για την Νίκαια, όπου σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Με την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ το 1933, καθώς ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία και ξεκίνησε την φυλετική πολιτική του εναντίον των Εβραίων, ο Μπένγιαμιν αναζήτησε καταφύγιο στο Svendborg της Δανίας, στο σπίτι του Μπέρτολτ Μπρεχτ, και το Σαν Ρέμο, όπου ζούσε η πρώην γυναίκα του, πριν να μετακομίσει ο ίδιος στο Παρίσι.
Καθώς η οικονομική του κατάσταση επιδεινώθηκε, αυτός συνεργάστηκε με τον Μαξ Χορκχάιμερ και έλαβε κάποια χρηματοδότηση από το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα το οποίο, εκείνη την εποχή, είχε μεταστεγαστεί στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στην Νέα Υόρκη. Στο Παρίσι γνώρισε και άλλους Γερμανούς καλλιτέχνες και διανοούμενους που κατέφυγαν εκεί ως πρόσφυγες και έγινε φίλος με την Χάννα Άρεντ, τον Έρμαν Έσσε και τον Κουρτ Βάιλ. Το 1936, L'Œuvre d'Art à l'Époque de sa Reproductibilité Technique (Το έργο τέχνης στην εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής) δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην Γαλλία από τον Μαξ Χορκχάιμερ στο περιοδικό του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Έρευνα, το Zeitschrift für Sozialforschung.
Το 1937 ο Μπένγιαμιν δούλεψε το έργο του Das Paris des Second Empire bei Baudelaire (Το Παρίσι της 2ης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ), γνώρισε τον Ζωρζ Μπατάιγ και έγινε μέλος στο College of Sociology. Το 1938 έκανε την τελευταία του επίσκεψη στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, που βρίσκονταν σε εξορία στην Δανία. Μέσα σε λίγους μήνες ο Χίτλερ αφαίρεσε από τους Εβραίους την Γερμανική τους υπηκοότητα, και έτσι ο Μπένγιαμιν τώρα άπατρις, εγκλείστηκε σε ένα στρατόπεδο από τις Γαλλικές αρχές για τρεις μήνες κοντά στην Νεβέρ.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1940, έγραψε το Über den Begriff der Geschichte (Θέσεις επάνω στην Φιλοσοφία της Ιστορίας). Τον Ιουνίο, καθώς η Βέρμαχτ έσπαζε την αμυντική γραμμή της Γαλλίας, ο Μπένγιαμιν διέφυγε στην Λούρδη (πόλη της Γαλλίας) μαζί με την αδερφή του, μια μέρα πριν οι Γερμανοί μπούν στο Παρίσι. Τον Αύγουστο εξασφάλισε μια βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, για την οποία είχε διαπραγματευτεί ο Μαξ Χορκχάιμερ. Επιχειρώντας να ξεφύγει από την Γκεστάπο, ο Μπένγιαμιν σχεδίαζε να αναχωρήσει για την Αμερική μέσω της ουδέτερης Πορτογαλίας, την οποία σχεδιάζε να προσεγγίσει μέσω της Ισπανίας. Σχεδόν μέσα στις επόμενες 7 δεκαετίες που ακολούθησαν, οι ερευνητές στάθηκε αδύνατο να καθορίσουν την μια σαφή χρονική ακολουθία των γεγονότων, που οδήγησαν στον θάνατό του. Πρόχειρα και ατελή ιστορικά αρχεία παρέχουν ενδείξεις ότι έφτασε στο Πορτμπού, μια πόλη των Γαλλο-Ισπανικών συνόρων στα Πυρηναία, αλλά η ομάδα των Εβραίων προσφύγων που είχε ακολουθήσει συνελήφθηκε καθ'οδόν από την Ισπανική Αστυνομία [4] και ο Μπένγιαμιν προφανώς αυτοκτόνησε παίρνοντας μια υπερβολική δόση κάποια μορφής μορφίνης.
Έργα
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά έργα του Μπένγιαμιν είναι τα ακόλουθα:
* Η Κριτική της Βίας, 1921
* Οι εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε , 1922
* Η καταγωγή του Γερμανικού τραγικού Δράματος, 1928
* Ο μονόδρομος, 1928
* Το έργο τέχνης στην εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής του,1936
* Η παιδική ηλικία στο Βερολίνο το 1900 , 1950, δημοσιεύθηκε μεταθανάτια
* Πάνω στην έννοια της Ιστορίας 1939, δημοσιεύθηκε μεταθανάτια
* Το Παρίσι της 2ης Αυτοκρατορίας στον Μπωντλαίρ , 1938
O Μπένγιαμιν αλληλογραφούσε εκτεταμένα με τον Τέοντορ Αντόρνο και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και περιστασιακά έπαιρνε χρηματοδότηση από την Σχολή της Φρανκφούρτης υπό τις εντολές του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ, ακόμα και όταν αυτοί μετακινήθηκαν στην Νέα Υόρκη. Οι ανταγωνιστικές επιδράσεις του μαρξισμού του Μπρέχτ (και κατά δεύτερο λόγο η κριτική θεωρία) του Αντόρνο και ο Ιουδαϊκός μυστικισμός του φίλου του Γκέρσομ Σόλεμ είχαν κεντρική σημασία στο έργο του Μπένγιαμιν, αν και αυτός ποτέ δεν πέτυχε να επιλύσει εντελώς τις διαφορές τους). Από την άλλη πλευρά, κάποιοι μεταγενέστεροι κριτικοί, όπως ο Πωλ ντε Μαν, ισχυρίστηκε ότι τα γραπτά το Μπένγιαμιν ελίσσονται δυναμικά ανάμεσα σε αυτές τις διαφορετικές παραδόσεις με σκοπό να δημιουργήσουν ένα είδος εσωτερικής κριτικής εκτός του πλαισίου αντιπαράθεσής τους. Στο έργο του "Για την έννοια της Ιστορίας" (που αναφέρεται συχνά ως "Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας"), από τα τελευταία έργα του Μπένγιαμιν, είναι, σύμφωνα με κάποιους αναγνώστες, η πιο κοντινή προσέγγιση για μια τέτοια σύνθεση.
Angelus Novus, από τον Πάουλ Κλέε (1920). Ο Μπένγιαμιν είδε σ'αυτόν τον "Άγγελο της Ιστορίας".
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η ένατη θέση του Μπένγιαμιν από το δοκίμιο "Θέσεις πάνω στην Φιλοσοφία της Ιστορίας":
Ένας πίνακας του Πάουλ Κλέε υπό τον τίτλο ‘Angelus Novus’ απεικονίζει έναν άγγελο που κοιτά σαν να πρόκειται να κινηθεί μακρυά από κάτι που αγνανεύει σταθερά. Τα μάτια του είναι ακίνητα προσηλωμένα, το στόμα το είναι ανοιχτό, τα φτερά του είναι διάπλατα. Έτσι αναπαριστά κάποιος τον άγγελο της ιστορίας. Το προσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου παρατηρούμε μια αλληλουχία γεγονότων, αυτός βλέπει μια μεμονωμένη καταστροφή που συνεχίζει να σωρεύει συντρίμμια και να τα ρίχνει μπροστά στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε να μείνει, να ξυπνήσει του νεκρούς, και να κάνει ολότητα ότι έχει θρυματιστεί. Αλλά οι καταιγίδα μαίνεται μέσα από τον Παράδεισο. Πιάστηκε στα φτερά του με τόση βιαιότητα που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η καταιγίδα αναπόφευκτα τον ωθεί στο μέλλον προς το οποίο είναι γυρισμένη η πλάτη του, ενώ ο σωρός των συντριμιών έμπροσθεν του μεγαλώνει προς τον Ουρανό. Η καταιγίδα είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδος.
Η καταγωγή του Γερμανικού Τραγικού Δράματος
Το πιο εκτενές και ολοκληρωμένο έργο του Μπένγιαμιν είναι η Διδακτορική του διατριβή, το Ursprung des deutschen Trauerspiels (σε ελεύθερη μετάφραση Η καταγωγή του Γερμανικού Τραγικού Δράματος). Σε αυτήν την μελέτη, που είναι ταυτόχρονα αξιοθαύμαστα θεωρητική και κοπιαστικά εμπειρική, ο Μπένγιαμιν αναλύει την εποχή Μεταρρύθμισης την Γερμανική πολιτική και κουλτούρα μέσα από το λογοτεχνικό είδος Trauerspiel του 16ου-17ου αιώνα.
Το εγχείρημα ξεκινά με έναν μακροσκελή "Επισημονικό-κριτικό πρόλογο" στον οποίο ο Μπένγιαμιν θέτει τους φιλοσοφικούς στόχους του έργου του: τον συνδυασμό και την επεξεργασία τμημάτων της Πλατωνικής Θεωρίας των ιδεών, την Εγελιανή ιστορική sublation, και την μονάδα του Λάιμπνιτζ. Θέτοντας το ερώτημα της μιας μέσα από την άλλη, ο Μπένγιαμιν δίνει στην Πλατωνική ιδέα μια ιστορική στιγμή, αλλά μόνο με την έννοια ότι είναι μοναδική. Μέσα στα αισθητικά αντικείμενα της μελέτης, εμπεριέχεται η μονάδα της ιστορικής τους ανάπτυξης, και όταν αυτή η μονάδα τοποθετείται μέσα σε έναν σχηματισμό άλλων αντικειμένων, αποκαλύπτει στον διανοούμενο την ιστορική ανάπτυξη της ιδέας. Έτσι, στο ίδιο το Trauerspiel, αυτό που εμφανίζεται ως μια ανιστορική συσσώρευση στιγμών είναι τουναντίον ήδη με κάποια έννοια ιστορική.
Μέσα στο ίδιο το κείμενο, υπάρχουν δύο κύριες διακρίσεις: πρώτον, μια διάκριση ανάμεσα στην τραγωδία και το Trauerspiel, όπου ο Μπένγιαμιν αποφεύγει τις ερμηνείες που προηγούνται του έργου του, και δεύτερον, μια μακροσκελής συζήτηση για την σχέση της αλληγορίας με τον συμβολισμό και τον τρόπο με τον οποίο η αλληγορία μπορεί να ανοιχτεί προς δική του τροποποιημένη πλατωνική έννοια της ιδέας. Στην πρώτη ενότητα, ο Μπέγιαμιν σημειώνει ότι η τραγωδία και το Trauerspiel διαφέρουν ως προς την σύλληψη του χρόνου: η τραγωδία είναι εσχατολογική καθόσον η πλοκή της οδηγεί σε ένα καθορισμένο τελικό σημείο, όπου οι χαρακτήρες και οι ιστορίες φτάνουν σε μια μοιρολατρική απόφαση. Αντίθετα το Trauerspiel λαμβάνει μέρος μόνο στον χώρο, ο χρόνος εκτείνεται πάντα προς την αναμενόμενη αλλά και άγνωστη Τελική Κρίση, κι έτσι οι χαρακτήρες έχουν για τον λόγο αυτό παραλύσει από κάθε δράση και μπορούν μόνο να περιμένουν — κι έτσι δεν υπάρχει καμία απόφαση και καμία αίσθηση περάσματος του χρόνου. Εν ολίγοις, στο Trauerspiel, ο χρόνος χωρικοποιείται. Μέρος αυτού που κάνει το Trauerspiele τόσο ανεξιχνίαστο είναι ότι η σχέση του με την ιστορία είναι μόνον αλληγορική, με την έννοια ότι το έργο παρουσιάζει αποσπάσματα και σπασμένα κελύφη ιστορίας χωρίς να τα αφηγηματοποιεί, όπως είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε στα περισσότερα έργα. Αυτά τα αποσπάσματα, όταν τοποθετούνται στην σκηνή, περισσότερο απ'το να διατηρούν μια υποδηλωτική σχέση με την ιστορία, όπου η ιστορία γίνεται αντικείμενο αφήγησης, ο χωρικός συνδυασμός αυτών των αποσπασμάτων αποκαλύπτει μια αληθινή ιδέα της ιστορίας. Το βιβλίο του Μπένγιαμιν αναπαριστά διαρκώς αυτόν τον συνδυασμό των μονάδων, προλέγοντας με εξαρτημένες προτάσεις αυτό που θα ειπωθεί αργότερα πληρέστερα, ανακαλώντας μόνιμα τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου. Το εγχείρημα του Μπένγιαμιν, τότε, συνοψίζεται ως επί το πλείστον σε μια φημισμένη φράση στην αρχή του βιβλίου, όπου γράφει ότι, "το μπαρόκ δεν γνωρίζει καμία εσχατολογία και γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχει κανέναν μηχανισμό με τον οποίο να συγκεντρώνει όλα τα γήϊνα πράγματα και να τα εξυψώνει πριν την τελική τους κατάληξη" (p. 66).
Το εγχείρημα Arcades
Το τελευταίο μη ολοκληρωμένο έργου του Μπένγιαμιν γνωστό ως Passagenwerk ή Arcades Project, εικάζεται ότι ήταν μια τεράστια συλλογή από γραπτά για την ζωή στο Παρίσι του 19ου αιώνα, ειδικά αφιερωμένα στις στεγασμένες εσωτερικές στοές που δημιουργούσαν ένα νέο είδος ζωής του δρόμου στο Παρίσι και προέκτειναν την κουτούρα της flânerie (ορισμός: νωχελικός περίπατος και παρατήρηση των περαστικών και των σκηνών) σε κατάλληλα στεγασμένες περιοχές, μακρυά από τις λεωφόρους και τον άσχημο καιρό. Στις στεγασμένες αυτές διασταυρώσεις σχηματίζονταν νέα μαγαζιά, καφέ, χώροι συναντήσεων, ζωντανά τετράγωνα και ακόμα και θέατρα. Οι εκτεταμένες σημειώσεις του Μπένγιαμιν για το Project μεταφράστηκαν μετά τον θάνατό του, έγιναν αντικείμενο επιμέλειας και δημοσιεύθηκαν σε αυτήν την μη ολοκληρωμένη μορφή τους.
Το στυλ του Μπένγιαμιν
H Σούζαν Σόνταγκ παρατήρησε κάποτε ότι, στα κείμενα του Μπένγιαμιν, οι προτάσεις δεν φαίνονται να δημιουργούνται με έναν συνηθισμένο τρόπο, δεν οδηγούν ομαλά η μια στην άλλη, και δεν δημιουγούν μια προφανή λογική ακολουθία. Αντίθετα, είναι σαν κάθε μια από τις προτάσεις να "είχε να πει τα πάντα, πριν το εσωτερικό βλέμμα της καθολικής συγκέντρωσης να διαλύσει το υποκείμενο μπροστά στα μάτια του", ένα στυλ γραφής και σκέψης που η Σόνταγκ αποκαλεί "freeze-frame baroque." Η Σόνταγκ γράφει ότι "τα μεγαλύτερα δοκίμιά του φαίνονται να τελειώνουν απλώς εγκαίρως, πριν να αυτοκαταστράφουν."[5] Αν και η Σόνταγκ δεν είχε μια πλήρη εικόνα του Arcades Project όταν το έγραψε αυτό, τα σχόλια της ισχύουν εξίσου και γι'αυτό το έργο. Η δυσκολία του στυλ του Μπένγιαμιν μπορεί να γίνει κατανοήτηή ως ένα ουσιαστικό μέρος του φιλοσοφικού του προτάγματος. Μαγεμένος από τις έννοιες της αναφοράς και του σχηματισμού, ο σκοπός του Μπένγιαμιν σε ένα μεγάλο μέρος του μεταγενέστερου έργου του ήταν λιγότερο να αρθρώσει μια συνεκτική θέση απ'το να χρησιμοποιήσει διαφορετικά διακείμενα για να αποκαλύψει πλευρές του παρελθόντος που δεν μπορούν και δεν θα έπρεπε να κατανοηθούν εντός μεγαλυτέρων, μονολιθικών δομών της ιστορικής κατανόησης ( τις αποκαλούμενες και "μεγάλες διηγήσεις").
Μέσα από τα γραπτά του ο Μπένγιαμιν προσδιορίζεται ως ένας μοντερνιστής για τον οποίο το φιλοσοφικό συγχωνεύεται με το λογοτεχνικό: ο λόγος που είναι βασισμένος στην φιλοσοφία δεν μπορεί να συμπεριλάβει το σύνολο της εμπειρίας, και σε καμία περίπτωση την αυτο-αναπαράσταση μέσω των καλλιτεχνικών μέσων.
Οι ανησυχίες του που αφορούσαν το στυλ έχουν εκτεθεί στο δοκίμιό του Το καθήκον του μεταφραστή, στο οποίο υποστηρίζει ότι η λογοτεχνική μετάφραση, εξ'ορισμού, παράγει παραμορφώσεις και παρανοήσεις του πρωτότυπου κειμένου. Στο μεταπλασμένο κείμενο, οι κατά τ'άλλα κρυμμένες πλευρές του πρωτότυπου έχουν αποσαφηνιστεί, ενώ προγενέστερες φανερές πλευρές του γίνονται μη αναγνώσιμες. Ο Μπένγιαμιν θεωρεί την ταπείνωση αυτή του κειμένου παραγωγική, όταν τοποθετείται σε έναν συγκεκριμένο σχηματισμό από έργα και ιδέες, ενώ νέες αποκαλύψεις συγγενειών μεταξύ των ιστορικών αντικειμένων μας δείχνουν και παράγουν ιστορικές αλήθειες.
Ο Θάνατος
Ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε στο Πορτμπού στην μεθόριο Ισπανίας-Γαλλίας, ενώ επιχειρούσε να διαφύγει από τους Ναζί. Η ομάδα την οποία ακολουθούσε του είπε ότι δεν θα τους επιτρέπονταν η διάβαση των συνόρων, η οποία θα ήταν ένα βήμα προς την ελευθερία (Ο τελικός στόχος του Μπένγιαμιν ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες). Έτσι ενώ παρέμενε στο Ξενοδοχείο de Francia, προφανώς πήρε κάποια χάπια μορφίνης και πέθανε την νύχτα από τις 27 προς 28 Σεπτεμβρίου 1940.[6][7] Το γεγονός ότι ήταν θαμμένος στο καθαγιασμένο τμήμα από ένα Καθολικό κοιμητήριο αποτελεί ένδειξη ότι ο θάνατος του δεν ανακοινώθηκε ως αυτοκτονία. Στα άλλα πρόσωπα της ομάδας του επιτράπηκε το πέρασμα των συνόρων την επομένη μέρα, και με ασφάλεια έφτασαν στην Λισαβώνα στις 30 Σεπτεμβρίου. Ένα αντίγραφο χειρογράφου από το έργου του "Σχετικά με την έννοια της Ιστορίας" πέρασε στον Αντόρνο από την Χάννα Άρεντ, η οποία πέρασε τα Γαλλο-Ισπανικά σύνορα στο Πορτμπού λίγους μήνες αργότερα, και στην συνέχεια δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα (που προσωρινά είχε μετακομίσει στην Νέα Υόρκη) το 1942.
Ένα ολοκληρωμένο χειρόγραφο που ο Μπένγιαμιν είχε μεταφέρει στην βαλίτσα του εξαφανίστηκε μετά τον θάνατό του και δεν βρέθηκε ποτέ. Μερικοί κριτικοί εικάζουν ότι επρόκειτο για το Εγχείρημα Arcades σε μια τελική μορφή. Αυτό όμως είναι αρκετά απίθανο καθώς τα σχέδια του συγγραφέα για το έργο είχαν αλλάξει μετά την αφύπνισή του από την κριτική που του άσκησε ο Αντόρνο το 1938, και φαίνεται να είναι ξεκάθαρο ότι το έργο ξεπερνούσε τα περιοριστικά του πλαίσια στα τελευταία αυτά χρόνια. Καθώς το τελευταίο τμήμα του έργου που έχουμε από τον Μπένγιαμιν, οι Θέσεις πάνω στην Φιλοσοφία της Ιστορίας, (αναφέρθηκε παραπάνω) μνημονεύεται συχνά. Έτσι ο Αντόρνο υπέθεσε ότι αυτό είχε γραφτεί την άνοιξη του 1940, κάποιες εβδομάδες πριν από την εισβολή των Γερμανών στην Γαλλία. Ενώ αυτό δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο, είναι ξεκάθαρα ένα από τα τελευταία του έργα, και η τελική παράγραφος, σχετικά με την Εβραϊκή αναζήτηση του Μεσσία παρέχει ένα οδυνηρό τελικό σημείο στο έργο του Μπένγιαμιν, με τα θέματα της κουλτούρας, της καταστροφής, της Εβραϊκής κληρονομιάς και της μάχης ανάμεσα στον ανθρωπισμό και τον μηδενισμό. Φέρνει στην επιφάνεια την ετυμηγορία, σε μερικές παραλλαγές του Ιουδαϊσμού, να προσπαθήσει να καθορίσει το έτος κατά το οποίο ο Μεσσίας θα έλθει στον κόσμο, και συμπερένει ότι αυτό δεν έκανε του Εβραίους αδιάφορους για το μέλλον "αφού κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου ήταν μια ευθεία είσοδος μέσα από την οποία θα μπορούσε να εισέλθει ο Μεσσίας."
Κληρονομιά
Με την εμφάνιση των Γραπτών του το 1955, 15 χρόνια μετά τον θάνατό του, το έργο του Μπένγιαμιν έγινε αντικείμενο πολλών βιβλίων και εργασιών. Το δοκίμιό του Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής θεωρείται ως ένα θεμελιώδες κείμενο, ιδιαίτερης σημασίας για όσους κάνουν σπουδές στις ανθρωπιστικές επιστήμες και συχνά παρατίθεται λόγω της συνάφειας του με την μουσικολογία, όπως για παράδειγμα στα βιβλία του Michael Chanan. Οι προβλέψεις του έγιναν περισσότερο αισθητές στον εικοστό αιώνα όπου η μηχανική αναπαραγωγή αυξήθηκε πολύ πέρα από την έκταση που ο ίδιος ο Μπένγιαμιν μπορούσε να είχε φανταστεί. Τα γραπτά του για τον μοντερνισμό είναι πολύτιμα για την καθαρότητα και την ακρίβειά τους σε μια εποχή μεγάλης σύγχυσης και χλευασμού γύρω από το κίνημα και συνέχισε να δίνει τον τόνο σε μια πιο πρόσφατη γενιά κριτικών που εξακολουθεί να αποκαλύπτει τις τάσεις του μοντερνισμού χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του.
Παραπομπές
1. ↑ p. 170, "The Reconciliation of Myth: Benjamin's Homage to Bachofen". Mali, Joseph. Journal of the History of Ideas, Vol. 60, No. 1. (January 1999) pp. 165-187
2. ↑ Experience, 1913
3. ↑ Moscow Diary
4. ↑ Jay, Martin The Dialectical Imagination: A History of the Frankfurt School and the Institute of Social Research 1923–1950.
5. ↑ Σούζαν Σόνταγκ, Under the Sign of Saturn, p. 129.
6. ↑ Leslie, Esther (2000). "Benjamin's Finale". Walter Benjamin: Overpowering Conformism. Modern European Thinkers. Pluto Press. σελ. 215. ISBN 9780745315683. http://books.google.com/books?id=FXUN34lH-jgC&pg=PA215. Ανακτήθηκε την August 28, 2009.
7. ↑ Lester, David (2005). "Suicide to Escape Capture: Cases". Suicide and the Holocaust. Nova Publishers. σελ. 74. ISBN 9781594544279. http://books.google.com/books?id=R1nkj-xSzYgC&pg=PA74. Ανακτήθηκε την August 28, 2009.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License