.
Ο Όιγκεν Πέτερσεν (γερμ. Eugen Adolf Hermann Petersen, 1836-1919) υπήρξε Γερμανός κλασικός αρχαιολόγος.
Ο Πέτερσεν γεννήθηκε στο Χάιλιχενχάφεν (Heiligenhafen) στο Δουκάτο του Χολστάιν, που τότε ανήκε στη Δανία, το 1836. Φοίτησε αρχικά στο γυμνάσιο στο Γκλύκσταντ (Glückstadt) και στη συνέχεια άρχισε να σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου. Μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, όπου και δέχτηκε τις επιδράσεις των Friedrich Gottlieb Welcker , Friedrich Ritschl και Otto Jahn. Για το τελευταίο ακαδημαϊκό έτος επέστρεψε στο Κίελο, όπου το 1859 εκπόνησε τη διατριβή του με τίτλο "Theophrasti". Με τη διατριβή του αυτή κέρδισε υποτροφία και ταξίδεψε σε αρχαιολογικούς χώρους της Νότιας Ευρώπης, κυρίως της Ιταλίας. Παρέμεινε στη Ρώμη ως το 1861 και επιστρέφοντας στη Γερμανία διορίστηκε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν. Το 1865 νυμφεύτηκε την αδελφή του στενού φίλου του Άντολφ Μιχαέλις, την Ίντα (Ida Michaelis). Το 1869 άρχισε να διδάσκει στο Γυμνάσιο του Husum στην Πλεν (Plön). Εκτός από τη διδασκαλία στο σχολείο, εργάστηκε εντατικά πάνω σε επιστημονικές δημοσιεύσεις σχετικά με την ερμηνεία της ελληνικής τέχνης όπως επί του "Δορυφόρου" του Πολυκλείτου, ο "Μαρσύας" του Μύρωνα και αφοσιώθηκε στην τέχνη του Φειδία στον Παρθενώνα και την Ολυμπία. Το 1873 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ταρτού (Εσθονία). Το 1869 η οικογένεια μετακόμισε στην Πράγα όπου ο Πέτερσεν ανέλαβε τα καθήκοντα του καθηγητή Αρχαιολογίας και συνέχισε να ασχολείται με την αρχαία ελληνική τέχνη. Στη συνέχεια ήλθε στην Αθήνα τοποθετούμενος στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, όπου παρέμεινε μόνο για ένα χρόνο, καθώς δεν ανέλαβε την επιθυμητή γι' αυτόν θέση. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την τέχνη της πρωτορωμαϊκής περιόδου και ήλθε σε αντιπαράθεση με αρκετούς συναδέλφους του, γεγονός που οδήγησε σε ένα είδος αποξένωσής του.
Ο Πέτερσεν ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της κλασικής αρχαιολογίας, που ήταν τόσο τέχνη όσο φιλολογία. Σε περισσότερες από 200 δημοσιεύσεις του, ασχολήθηκε κυρίως με την ελληνική γλυπτική, με έργα τέχνης και την πόλη της Ρώμης, στο αρχαίο θέατρο.
Απεβίωσε στο Αμβούργο το 1919.
Ενδεικτική εργογραφία
Kritischen Bemerkungen zur ältesten Geschichte der griechischen Kunst, 1871
Die Kunst des Pheidias am Parthenon und zu Olympia, 1873
mit Alfred von Domaszewski und Guglielmo Calerini (Hrsg.): Die Marcus-Säule auf Piazza Colonna in Rom, München 1896
Trajans Dakische Kriege, 2 Bände, 1899 und 1903
Ara Pacis Augustae, Wien 1902
Vom alten Rom, Leipzig 1904 (Berühmte Kunststätten 1,3. Aufl.)
Athen, Leipzig 1908 (Berühmte Kunststätten 41).
Die attische Tragödie als Bild und Bühnenkunst, 1915
Homoerotik im frühen Griechenland, 1918
Πηγές
Horst Blanck: Eugen Petersen 1836–1919. In: Reinhard Lullies, Wolfgang Schiering (Hrsg.): Archäologenbildnisse. Porträts und Kurzbiographien von Klassischen Archäologen deutscher Sprache. von Zabern, Mainz 1988, ISBN 3-8053-0971-6, S. 63–64.
Horst Blanck: Petersen, Adolf Hermann Eugen. In: Neue Deutsche Biographie (NDB). Band 20, Duncker & Humblot, Berlin 2001, S. 254 f.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License