.
Πορτραίτο του Μολιέρου
Ο Μολιέρος (*14 Ιανουαρίου 1622 στο Παρίσι, † 17 Φεβρουαρίου 1673 στο Παρίσι) ήταν ένας Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, διευθυντής θεάτρου και ηθοποιός. Όλοι οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασσικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του κλασσικισμού.
Παιδική ηλικία και περιπλανήσεις
Ο Μολιέρος ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων στο Παρίσι, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής. Έτσι, ο πατέρας του Μολιέρου τον προοριζε να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά. Φοίτησε σε ενα Ιησουητικό κολλέγιο στο Παρίσι. Την πρώτη του επαφή με το θέατρο την έκανε μαζί με τον παππού του, ο οποίος αγαπούσε το θέατρο.
Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, την Madeleine Bejart, η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες (είχε καταλήξει και σε χρωκοπία για μια στιγμή) άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην Δυτική και στην Νότια Γαλλία. Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα.
Επιστροφή στο Παρίσι και πρώτες επιτυχίες
Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του "Οι γελοίες κομψές κυρίες", το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.
Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν το 1662 το θεατρικό έργο "Το σχολείο των γυναικών". Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του Μολιέρου ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.
Τα δύσκολα χρόνια 1664-1669
Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θίασου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια:την Πριγκίπησσα της Ελίδας(La Princesse d'Élide),τον Γάμο κατ'αναγκασμό(Le Mariage forcé),τους Εκνευριστικούς(Les fâcheux) και τον Ταρτουφο(Le Tartuffe).Η τελευταια αυτή κωμωδία,ο Ταρτούφος,είχε ήδη αρχισει να προκαλει την εντονη κριτικη και τις αντιδρασεις μερικων ευγενων της Αυλης ηδη πριν γινει η πρωτη επισημη παρουσιαση. Ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με το συνθέτη Λουλύ και το σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ΄ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις απ΄ τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε».Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο,ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδιώκε δύναμη. Μετά την παρουσίαση ξεσπασε μεγαλη αγανακτηση στην "παλαιά αυλή",στους ευγενείς δηλαδή που ήταν μεγάλη σε ηλικία και αναπολούσαν τις μέρες πριν το 1661,πριν λάβει τηην εξουσία ο Λουδοβικος ΙΔ΄,τότε δηλαδή που είχαν πολιτική δύναμη. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄,αν και κατηγορηματικός απέναντι στην στάση των ευγενών αυτών,κάτω από την μεγάλη πίεση τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσιμα κάθε παρουσίαση τοιυ θεατρικού αυτού έργου.
Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο.Παρολαυτα ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηριζει τον Μολιερο,και μάλιστα το καλοκαιρι του 1665 αύξησε το επιδομα του προς αυτον απο τις 1000 στις 6000 λίβρες,εν΄β ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε στον επίσημο θεατρικό θίασο του βασιλιά. Αυτά τα σύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά την γέννηση της κόρης του,η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου.
Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοδη του Ταρτούφου,την οποία μετονομασε Ο Απατεώνας. όμως ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηριου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού,ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό. Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδερφό του.
Μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1669,όταν η "παλιά Αυλή" είχε αποδυναμωθεί τελείως,και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κρατούσε στα χέρια του γερά τα ηνία της γαλλικής κυβέρνησης,μπορεσε ο Μολιέρος χωρίας κανένα προβλημα πλεον και χωρις αντιδρασεις,κριτικες και αφορισμους,να παρουσιασει επισημα την θεατρικη κωμωδία Ταρτούφος ή ο απατεώνας(Tartuffe,ou l'Imposteur),με τεράστια επιτυχία.
Εντωμεταξύ ξανασχολήθηκε με το θέμα της υποκρισίας:στα τέλη του 1664,μετά την πρώτη απαγόρευση του Ταρτούφου,συνέγραψε τον Δον Ζουάν,μία κωμωδία με θέμα έναν αριστοκράτη απατεώνα γυναικών,που στο τέλος καταλήγει στην κόλαση. Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωωδία Ο Μισάνθρωπος(Le Misanthrope),μία σάτιρα σχετικά με την υποκρινούμενη ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού.Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικως αποτυπωμένη φιγούρα του Άλκεστου,του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου,αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θεληση του να ενταχθεί στην χωή της βασιλικής αυλής,όπου κυριαρχούσε το ψεύδος,η υποκρισία,οι ίντριγκες και η κολακεία.
Τα τελευταία χρόνια
Το 1668,μετά την δεύτερη απαγόρευση του Ταρτούφου,ο Μολιέρος για πρώτη φορά εξέφρασε σιγανή κριτική στον προστάτη του και μαικήνα του θεάτρου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄,στο έργο του Αμφιτρύωνας(Amphitryon).
Σε γενικές γραμμές όμως μετά το 1668 ο Μολιέρος ξεκίνησε να ασχολείται με θέματα λιγότερο επίμαχα.Έτσι αυτήν την περίδο της ζωής του συνέγραψε τα ακόλουθα έργα:
1668 Ο Φιλάργυρος(L'avare),μια κωμωδία,στην οποία ζωντανεύει το πρόσωπο και ο χαρακτήρας ενός νεόπλουτου μεγαλοαστού,ο οποίος,στενόμυαλος και υπερβολικά τσιγκούνης,καταπιέζει τα χαρούμενα και σπάταλα παιδιά του.
1669 Monsieur de Pourceaugnac, κωμωδία, στην οποία ένας χαζός επαρχιώτης αφήνει αγορασμένη νύφη του στα χέρια του αντιπάλου του.
1670 Ο Αρχοντοχωριάτης(Le bourgeois gentilhomme), μία κωμωδία-μπαλέτο, στην οποία ο Μολιέρος σατυρίζει την εμμονή των μεγαλοαστών για αριστοκρατικούς τίτλους ευγενείας.
Ο θάνατος
Μια από τις πιο γνωστές στιγμές της ζωής του Μολιέρου είναι και η τελευταία του η οποία έγινε θρύλος. Ο Μολιέρος δεν πέθανε, όπως πιστεύεται, πάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια στης παράστασης «Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής» κατέρρευσε στην σκηνή βήχοντας και αιμορραγώντας και παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου XIV για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου. Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτή τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του. Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και όντας ηθοποιός απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου. Η σύζυγός του ζήτησε από το βασιλιά Λουδοβίκο XIV να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα. Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που υπάρχει για τα αβάπτιστα βρέφη. Σε ‘κείνη την μυστική κηδεία παραβρέθηκαν πάνω από 800 άτομα. Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μουσείο μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Le Père Lachaise. Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License