Οι μικρές αλεπούδες
|
Οι μικρές αλεπούδες (αγγλ. The Little Foxes) είναι δραματική ταινία παραγωγής 1941 σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Γουάιλερ. Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου της Λίλιαν Χέλμαν, το οποίο διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη η ίδια η Χέλμαν, με τη βοήθεια του πρώην της συζύγου και του Αλάν Κάμπελ που συνέγραψαν κάποιες πρόσθετες σκηνές[1]. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Μπέτι Ντέιβις, Χέρμπερτ Μάρσαλ, Πατρίσια Κόλιντζ και Τερέζα Ράιτ. Η ταινία παρά τις 9 υποψηφιότητες που έλαβε για βραβείο όσκαρ, δεν κατάφερε να κερδίσει κανένα.
Στις αρχές του 1900 στον αμερικάνικο νότο, η αδίστακτη και αριβίστρια Ρετζίνα Γκίντενς (Μπέτι Ντέιβις) μαζί με τους δυο αδελφούς της Μπεν (Τσαρλς Ντίνγκλ) και Όσκαρ (Καρλ Μπέντον Ριντ) σχεδιάζουν να ανοίξουν ένα βαμβακουργείο. Έχουν βρει ένα συνέταιρο απ'το Σικάγο, ο οποίος θα δώσει το μισό μέρος του κεφαλαίου. Τα αδέρφια της Ρετζίνα έχουν τα χρήματα για το άλλο μισό μέρος του κεφαλαίου κι η Ρετζίνα βασίζεται στη χρηματική βοήθεια του άνδρα της του ιδεαλιστή τραπεζίτη Χόρας (Χέρμπερτ Μάρσαλ), ο οποίος βρίσκεται σε κλινική της Μασαχουσέτης με καρδιακό πρόβλημα. Όταν ο Όρας επιστρέφει στο νότο, τα τρία αδέρφια μηχανορραφούν ώστε να εξασφαλίσουν τα χρήματα από τον Όρας ο οποίος δε φαίνεται διατεθειμένος να συμμετάσχει σε μια επιχείρηση, η οποία πρόκειται να δημιουργηθεί με θεμιτά και αθεμιτα μέσα. Ο Όρας συγκρούεται με τη Ρετζίνα, με την οποία βρίσκεται χρόνια αποξενωμένος, μάρτυρας της σύγκρουσης του ζευγαριού είναι η έφηβη μοναχοκόρη τους Αλεξάνδρα "ή Ζαν" (Τερέζα Ράιτ), η οποία αρχίζει να αντιλαμβάνεται πόση απληστία υπάρχει στον κόσμο και ωριμάζει. Τίτλος Ο τίτλος προέρχεται από το Άσμα Ασμάτων, βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης του βασιλιά Σολομώντα, στο οποίο αναφέρεται: Πιάσατε εις ημάς τας αλώπεκας, τας μικράς αλώπεκας, αίτινες αφανίζουσι τας αμπέλους· διότι αι άμπελοι ημών ανθούσιν[2].
Η μεταφορά του θεατρικού της μεγάλης Αμερικανίδας δραματουργού Λίλιαν Χέλμαν σηματοδότησε την τρίτη και τελευταία συνεργασία της Μπέτι Ντέιβις με τον αγαπημένο της σκηνοθέτη Γουίλιαμ Γουάιλερ, είχαν προηγηθεί οι ταινίες Ζέζεμπελ (Jezebel, 1938) και Το γράμμα (The Letter, 1940). Το πρώτο μάλιστα είχε χαρίσει στη Ντέιβις, που διένυε την πιο παραγωγική περίοδο στην καριέρα της, το δεύτερό της όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου. Η θεατρική παράσταση "Οι μικρές αλεπούδες" είχε κάνει πρεμιέρα το 1939 στο Μπρόντγουεϊ με πρωταγωνίστρια την Ταλούλα Μπάνκχεντ όταν ο Σάμιουελ Γκόλντγουιν αποφάσισε να προτείνει στη Λίλιαν Χέλμαν να διασκευάσει το έργο της για τη μεγάλη οθόνη. Ως πρωταγωνίστρια για τη διασκευή του θεατρικού ο Γουάιλερ επέμεινε στο όνομα της Μπέτι Ντέιβις, η οποία άνηκε στο δυναμικό της εταιρίας Warner. Ο διευθυντής της εταιρίας Τζακ Γουόρνερ, που φημιζόταν για το γεγονός ότι δε συνήθιζε να δανείζει τους ηθοποιούς της εταιρίας του σε άλλες εταιρίες, αρχικά διέθεσε τη Μύριαμ Χόπκινς, αντί της Ντέιβις[3]. Όταν ο Γουάιλερ αρνήθηκε να συνεργαστεί με τη Χόπκινς, ο Γουόρνερ αναγκάστηκε να δανείσει τη Ντέιβις στη MGM, για να ξεπληρώσει χρέος, από ήττα στα χαρτιά, στον Γκόλντγουιν. Ήταν η δεύτερη και τελευταία φορά που η Ντέιβις, κατά τη διάρκεια της θητείας της στη Warner, δανειζόταν για να πρωταγωνιστήσει σε ταινία άλλης εταιρίας παραγωγής. Η αμοιβή της Ντέιβις ανερχόταν στα 3.000 δολάρια την εβδομάδα, όταν όμως έμαθε πόσα χρήματα εισέπραξε ο Τζακ Γουόρνερ για τη συμμετοχής της στην ταινία απαίτησε ποσοστό από τις εισπράξεις, το οποίο τελικά της παραχωρήθηκε[2] . Η Ντέιβις υποδυόταν για δεύτερη φορά στη μεγάλη οθόνη ρόλο που είχε πρωτοερμηνεύσει η Μπάνκχεντ στο Μπρόντγουεϊ, μετά "Το λυκόφως μιας ζωής" (Dark Victory) το 1939. Ο Γουάιλερ την ώθησε, παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις, να δει την Μπάνκχεντ να ερμηνεύει τη Ρετζίνα στο Μπρόντγουεϊ. Η Ντέιβις αργότερα μετάνοιωσε που το έκανε, καθώς ένοιωσε ότι η δική της ερμηνεία θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη της Μπάνκχεντ. Η Μπάνκχεντ ερμήνευσε τη Ρετζίνα, ως θύμα που έπρεπε να αγωνιστεί για την επιβίωσή της, ενάντια στα αδέλφια της που την περιφρονούσαν. Η Ντέιβις, αντιθέτως, την υποδύθηκε ως μοχθηρή, πανούργα, μηχανορράφο και υπολογίστρια. Ζήτησε επίσης από το μακιγιέρ Περκ Γουέστμοτ να της φτιάξει μια μάσκα από πούδρα, που συμβόλιζε το θάνατο και σύμφωνα με τη Ντέιβις, τον εσωτερικό κόσμο της Ρετζίνα[3]. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων η Ντέιβις και ο Γουάιλερ καυγάδιζαν συχνά για τα πάντα και κυρίως για το γεγονός ότι ο Γουάιλερ πίστευε ότι η Ντέιβις υποδυόταν τη Ρετζίνα, χωρίς να της δίνει καμία ανθρώπινη υπόσταση. Η Ντέιβις αποχώρησε από τα γυρίσματα της ταινίας και επέστρεψε όταν έμαθε ότι σκόπευαν να την αντικαταστήσουν με την Κάθριν Χέπμπορν[2]. Τα γυρίσματα τελείωσαν με τη γνώμη της Ντέιβις να επικρατεί και την θετική υποδοχή της ταινίας απ' τους κριτικούς να τη δικαιώνει. Η Ντέιβις δεν συνεργάστηκε ποτέ ξανά με το Γουάιλερ. Οι δυο τους μοιράζονταν αμοιβαία εκτίμηση για τα χρόνια που ακολούθησαν. Χρόνια αργότερα η Ντέιβις έγραψε στην αυτοβιογραφία της: Όντας θαυμάστρια της Μπάνκχεντ, δεν ήθελα να επηρεαστώ από τη δουλειά της. Ήταν απόφαση του Γουίλι να δώθει μια διαφορετική ερμηνεία στο ρόλο. Επέμεινα ότι η Ταλούλα είχε υποδυθεί τη Ρετζίνα με το μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να ερμηνευτεί. Η δις Χέλμαν είχε γράψει το ρόλο της Ρετζίνα με τόση ακρίβεια, που δε θα μπορούσε να παιχτεί διαφορετικά[4]. Τέσσερις από τους ηθοποιούς της παράστασης του Μπρόντγουεϊ (οι Νταν Ντιουρέα, Τσαρλς Ντινγκλ, Καρλ Μπέντον Ριντ και Πατρίσια Κόλιντζ) επανέλαβαν τους ρόλους του και στη μεγάλη οθόνη, ενώ στο ρόλο της Αλεξάντρα Γκίντενς, έκανε το ντεμπούτο της η Τερέζα Ράιτ. Ο ρόλος αυτός εξασφάλισε στη Ράιτ την πρώτη της υποψηφιότητα για όσκαρ. Ο χαρακτήρας του δημοσιογράφου Ντέιβιντ Χιούιτ δεν υπάρχει στο θεατρικό και προστέθηκε από την Χέλμαν για να υπάρχει ακόμη ένας συμπαθής ανδρικός ρόλος, πέρα από εκείνο του Όρας Γκίντενς στην ταινία. Για το ρόλο αυτό επελέγη ο Ρίτσαρντ Κάρσον, ενώ το ρόλο του Όρας ερμήνευσε ο Χέρμπερτ Μάρσαλ, ο οποίος υποδύθηκε για δεύτερη φορά το σύζυγο της Ντέιβις, όπως και στην ταινία Το γράμμα του 1940. Η ταινία έκανε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και οι κινηματογράφοι την πρόβαλλαν μαζί με την ταινία του Όρσον Γουέλς "Πολίτης Κέιν" (Citizen Kane, 1941), προκειμένου να δώσουν ώθηση στην ταινία του Γουέλς, η οποία δεν έκανε υψηλές εισπράξεις στην πρώτη της προβολή. Ένα άλλο μέρος του δάσους Η Χέλμαν έγραψε και θεατρικό prequel των μικρών αλεπούδων με τίτλο "Ένα άλλο μέρος του δάσους" (Another Part Of The Forest), το οποίο επίσης μεταφέρθηκε από το Μπρόντγουεϊ στη μεγάλη οθόνη το 1948. Βραβεία Όσκαρ Η ταινία έλαβε διθυραμβικές κριτικές[5][6][7], έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία και προτάθηκε για εννέα όσκαρ. Το 1941 όμως επίσης η χρονιά των ταινιών: "Πολίτης Κέιν" (Citizen Kane) του Γουέλς, Λοχίας Γιόρκ (Sergeant York) του Χάουαρντ Χοκς, "Υποψίες" (Suspicion) του Άλφρεντ Χίτσκοκ και "Η κοιλάδα της κατάρας" (How Green Was My Valley) του Τζον Φορντ, με το τελευταίο να παίρνει τη μερίδα του λέοντος στα όσκαρ κερδίζοντας στις κατηγορίες καλύτερη ταινία και σκηνοθεσίας κι αφήνοντας τις "Μικρές αλεπούδες" με άδεια χέρια. Η Ντέιβις, που εκείνη τη χρονιά είχε γίνει πρόεδρος της ακαδημίας των όσκαρ, αποφάσισε να μην παραβρεθεί στην τελετή, παρά το γεγονός ότι είχε λάβει την 6η της υποψηφιότητα για όσκαρ. Η αποχή της έγινε λόγω διαφωνιών που είχε με τα υπόλοιπα μέλη της ακαδημίας, πάνω στη διεξαγωγή της τελετής. Τελικά έχασε το όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου από την Τζόαν Φοντέιν, πρωταγωνίστρια της ταινίας του Χίτσκοκ "Υποψίες". Η Πατρίσια Κόλιντζ και Τερέζα Ράιτ που βρέθηκαν αντιμέτωπες για όσκαρ Β' γυναικείου ρόλου για την ίδια ταινία, ακύρωσαν η μια τις ψήφους της άλλης χάνοντας τελικά από τη Μαίρη Άστορ υποψήφια για την ταινία "Το μεγάλο ψέμα" (The Great Lie). Βραβεία Ακαδημίας Κινηματογράφου (Όσκαρ) Υποψηφιότητα: * Καλύτερης Ταινίας – Σάμιουελ Γκόλντγουιν
* "Οι μικρές αλεπούδες" στο imdb
1. ↑ The Little Foxes at Turner Classic Movies
<--- Search --->
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
|
|
|
|