.
Το Συνέδριο της Βερόνας (ή "Συνέδριον της Βερώνης" κατά τους λόγιους της εποχής του), ήταν μια διπλωματικού επιπέδου συνάντηση των εκπροσώπων της Ιεράς Συμμαχίας κρατών, που διεξήχθη το φθινόπωρο του 1822, με πρωτοβουλία της Αυστρίας στην σημερινή ιταλική πόλη Βερόνα, εξ ου και η ονομασία του.
Κύριο θέμα του ήταν η επανάσταση που είχε εκδηλωθεί στην Ισπανία (Ισπανικό ζήτημα) και δευτερευόντως το ιταλικό και ελληνικό ζήτημα, δηλαδή η επανάσταση που είχε εκδηλωθεί στην Ιταλία, καθώς και η επανάσταση των Ελλήνων, που είχε ξεκινήσει το προηγούμενο έτος.
Γενικά
Ήταν το τέταρτο κατά σειρά συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας -είχαν προηγηθεί τα συνέδρια της Αιξ-λα-Σαπέλ (Aix-La-Chapelle-1818), του Τρόπαου (Troppau-1820) και του Λάιμπαχ (Laibach) -1821, πρόκειται για την σημερινή Λιουμπλιάνα)- και ουσιαστικά αποσκοπούσε στην κατάπνιξη κάθε επαναστατικής εστίας στην ευρωπαϊκή, αλλά και στην αμερικανική ήπειρο και στην στήριξη των παλαιών, αυτοκρατορικών ή φεουδαρχικών καθεστώτων, κάτι που αποτελούσε και το λόγο δημιουργίας της Συμμαχίας[1]
Τόπος - Χρόνος - Σύνεδροι
Ως τόπος του Συνεδρίου είχε επιλεγεί η εκπληκτική έπαυλη Κανόσα (ή παλάτι Κανόσα) στη πόλη Βερόνα, που την εποχή εκείνη είχε περιέλθει στον αυστριακό έλεγχο. Το συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του στις 6 / 20 Οκτωβρίου (ν.ημ.) και περάτωσε στις 2 / 14 Δεκεμβρίου (ν.ημ.) του 1822. Στην ελληνική ιστορία φέρεται με τις ημερομηνίες του ιουλιανού ημερολογίου που ίσχυε τότε στην Ελλάδα, δηλαδή από 6 Οκτωβρίου μέχρι 2 Δεκεμβρίου του 1822.[2][3][4] Σύνεδροι αυτού ήταν τα ακόλουθα πρόσωπα:
Έγχρωμη γελοιογραφία των Συνέδρων της Βερόνας. Κάτω από το τραπέζι ο Κάιζερ βρέφος στη κούνια του
Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ συνοδευόμενος από τον υπουργό εξωτερικών Κόμη Καρλ Ρόμπερτ Νέσελροντε, τον μυστικοσύμβουλο Ντμίτρι Τατίσεφ και τον πρέσβη της Ρωσίας στο Τορίνο Κόμη Γεώργιο Μοτσενίγκο.
Ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας συνοδευόμενος από τον Πρίγκιπα Μέττερνιχ.
Ο Πρίγκηπας Καρλ Άουγκουστ φον Χάρντενμπεργκ και ο Κόμης Κρίστιαν Γκύντερ φον Μπέρνστορφ, εκπρόσωποι του Βασιλιά της Πρωσίας.
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Δούκας Ματιέ ντε Μονμορανσύ-Λαβάλ και ο διπλωμάτης Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν.
Ο Άρθουρ Γουέλσλεϋ, δούκας του Ουέλλινγκτον, εκπροσωπώντας την Αγγλία, ο οποίος σημειωτέον πήρε τη θέση του Υποκόμη Κάσλρεϊ μετά το τραγικό τέλος που έδωσε στη ζωή του, αυτοκτονώντας τον Αύγουστο κατά την προετοιμασία του συνεδρίου.
Ο Βασιλιάς της Σαρδηνίας Κάρολος Φήλιξ της Σαβοΐας.
Ο Βασιλιάς των Δύο Σικελιών Φερδινάνδος Α΄ των Βουρβόνων.
Ο Μέγας Δούκας Φερδινάνδος Γ' της Τοσκάνης (των Αψβούργων και Λωραίνης).
Ο Δούκας της Μόντενα.
Η Δούκισσα της Πάρμας Μαρία Λουίζα.
Ο καρδινάλιος Τζουζέπε Σπίνα, εκπρόσωπος του Πάπα Πίου Ζ΄.
Εξ όλων των παραπάνω ουσιαστικοί σύνεδροι ήταν οι ηγεμόνες ή εκπρόσωποι της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας, δηλαδή της Ιερής Συμμαχίας, με θέμα συζήτησης τα φλέγοντα τότε ζητήματα στην Ευρώπη και στόχο την αντιμετώπιση των διαφόρων επαναστατικών κινημάτων της εποχής.
Θέματα - Ζητήματα
Τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε το Συνέδριο της Βερόνας υπό μορφή ζητημάτων ήταν το ζήτημα της Ισπανίας, το ζήτημα της Ιταλίας και το ζήτημα των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα δύο πρώτα αφορούσαν επαναστάσεις κατά των καθεστώτων, ενώ το τρίτο, αυτό των Ελλήνων, σύμφωνα και με τη διακήρυξη του πρίγκιπα Υψηλάντη αφορούσε αγώνα για εθνική ανεξαρτησία.
Ζήτημα της Ισπανίας
Το ζήτημα αυτό τέθηκε ως αίτημα στρατιωτικής βοήθειας από τον Βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδο Z΄ για την καταστολή της επανάστασης. Συγκεκριμένα στην Ισπανία είχε ξεσπάσει επανάσταση κατά του βασιλιά, που επεκτάθηκε και στις ισπανικές κτήσεις της Λατινικής Αμερικής, όπου οι Σιμόν Μπολίβαρ και Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν διεκδικούσαν ανεξαρτησία για τους λαούς της περιοχής. Αιτία της επανάστασης που εκδηλώθηκε με πραξικόπημα στη Σεβίλλη την 1η Ιανουαρίου 1820 από τον συνταγματάρχη Ραφαήλ ντε Ριέγκο, ήταν η κατάργηση του ιδιαίτερα φιλελεύθερου υφιστάμενου συντάγματος[5] και κατ΄ επέκταση η διάλυση της ισπανικής Βουλής από τον ίδιο τον Φερδινάνδο στις 4 Μαΐου του 1814, στην προσπάθειά του να προλάβει τις αποσχιστικές τάσεις των αποικιών. Συνέπεια του πραξικοπήματος ήταν να ακολουθήσει ένοπλη επανάσταση, η λεγόμενη "φιλελεύθερη τριετία (1820-1823)" όπου ο Ραφαήλ ντε Ριέγκο επανέφερε σε ισχύ το σύνταγμα.
Ζήτημα της Ιταλίας
Το θέμα αυτό αφορούσε κάποια μικρά βασίλεια στην ιταλική χερσόνησο που είχαν περιέλθει πλέον στον αυστριακό έλεγχο και προστασία, στα οποία είχαν ξεσπάσει εμφύλιες συγκρούσεις και επαναστάσεις κατά την αποκατάσταση των ηγεμόνων τους, μετά από την ναπολεόντεια κατοχή τους, όπου είχαν μετατραπεί σε κράτη δορυφόροι της Γαλλίας. Τέτοιο παράδειγμα ήταν το Βασίλειο της Νάπολης και Σικελίας, όπου επιστρέφοντας ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ στο θρόνο του αναγκάστηκε να καταργήσει το γαλλικό μεταρρυθμιστικό σύνταγμα που είχε θεσπιστεί το 1812 και να επαναφέρει τα πρότερα δικαιώματα της εκκλησίας και της αριστοκρατίας. Συνέπεια αυτών ήταν η κλιμακούμενη δυσφορία να ξεσπάσει το 1820 σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Νάπολης και Σικελίας και η εξουσία του Φερδινάνδου Α΄ να κλονιστεί.
Παρόμοια κινήματα διαμαρτυρίας συνέβαιναν και στα λεγόμενα παπικά κράτη, τα οποία κατά τη γαλλική κατοχή είχαν αφαιρεθεί από τη διοίκηση του Πάπα και μετά την ήττα του Ναπολέοντα είχε γίνει η αποκατάστασή τους με την επιστροφή τους υπό την εξουσία του Πάπα Πίο Ζ΄.
Σημειώνεται ότι το ζήτημα αυτό είχε απασχολήσει την Ιερή Συμμαχία και στις δύο προηγούμενες συναντήσεις (συνέδρια) για μελλοντική επέμβαση.
Ζήτημα των Ελλήνων
Το ζήτημα των Ελλήνων ή Γραικών ή Ανατολικό ζήτημα ήταν αυτό ακριβώς που δημιούργησε η Επανάσταση των Ελλήνων, που είχε ξεκινήσει από τις παραδουνάβιες χώρες, υπό τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη και είχε εξαπλωθεί πλέον στη νότια εσχατιά της Βαλκανικής διάγοντας ήδη το δεύτερο έτος. Σημειώνεται ότι την εποχή της συζήτησης αυτού του ζητήματος είχαν προηγηθεί τόσο η άλωση της Τριπολιτσάς που είχε συκοφαντηθεί από ανθελληνική προπαγάνδα, με συνέπεια να φρενάρει τον τότε ευρωπαϊκό φιλελληνισμό, αλλά και η καταστροφή της Χίου που αντίθετα είχε συγκινήσει τους Ευρωπαίους.
Παρά ταύτα, σε αντίθεση με τα παραπάνω δύο ζητήματα, που κατόπιν αιτήσεως εισήχθηκαν προς συζήτηση από τους ίδιους τους ηγεμόνες των χωρών (Ισπανίας και Ιταλίας), το ζήτημα των Ελλήνων δεν εισήχθηκε από το Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που το θεωρούσε ως ανταρσία, αλλά από τον ίδιο τον Τσάρο της Ρωσίας και τούτο προκειμένου να δοθεί μια τελική και σαφής στάση της Συμμαχίας απέναντι σ΄ αυτό. Υπενθυμίζεται ότι ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Γρηγόριος ο Ε΄ είχε ήδη αφορίσει όλους όσους συμμετείχαν στην επανάσταση, γεγονός που είχε υποχρεώσει τον Τσάρο να αποστασιοποιηθεί του ζητήματος τουλάχιστον δημόσια. Ο απαγχονισμός όμως του πατριάρχη και οι διώξεις των χριστιανών που ακολούθησαν, τάραξαν τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, όπου μετά και το σχετικό ρωσικό διάβημα του Ιουλίου 1822 με την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, η κατάσταση οδηγείτο σε πολεμική σύγκρουση. Έτσι ο καθορισμός της στάσης της Συμμαχίας απέναντι στο ρωσο-τουρκικό ζήτημα που ήταν το κυρίαρχο, αλλά και στον αγώνα των Ελλήνων φερόταν άμεσα απαιτητός. Η δε αγγλική επικυριαρχία στα Επτάνησα ήταν η μόνη που είχε σαφώς στραφεί κατά του κινήματος των Ελλήνων κατά το χρόνο του συνεδρίου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι την εποχή εκείνη το όνομα ραγιάς δεν σήμαινε σκλάβος, αλλά χριστιανός νομοταγής υπήκοος στο Σουλτάνο υπόχρεος στην οθωμανική φορολογία[6]. Γενικά οι χριστιανοί υπήκοοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λέγονταν ρωμιοί, όρος που είχε επιβληθεί από τους Φαναριώτες σε ιστορικό απόηχο του Ρωμαίου, τον οποίο είχε υιοθετήσει και το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα η ονομασία Έλληνας που είχε μεταλαμπαδεύσει στη Δύση ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων την εποχή αυτή είχε υιοθετηθεί - αναγεννηθεί από τον λεγόμενο ελληνικό διαφωτισμό, που όμως βρισκόταν σε σύγκρουση με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Εντούτοις ως Ελλην πολίτης υπέγραφαν πολλοί αγωνιστές του 1821, με συνέπεια στην Ευρώπη ο όρος να ταυτιστεί με τους αγωνιστές της Επανάστασης και μόνο, ο οποίος και συνήγειρε τον εκδηλούμενο φιλελληνισμό[7]. Συνεπώς όταν ο Μέτερνιχ υποστήριζε ότι δεν υφίσταται ελληνικό έθνος ή λαός τύποις είχε δίκιο.
Επίσης όσον αφορά τις μεγάλες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: Ελευθερία - Ισότητα - Αδελφοσύνη, αυτές φέρονταν με διαφορετική αντίληψη στους επαναστατημένους Έλληνες από εκείνη στην Ευρώπη, όπως επίσης και το σύνθημα "Λα Λιμπερτέ ου λα Μορ" που βεβαίως είναι παλαιότερο της Γαλλικής Επανάστασης, για τους Έλληνες σήμαινε ουσιαστικά "Ανεξαρτησία ή Θάνατος", κατά μετάφραση όμως "Ελευθερία ή Θάνατος", που για τον Μέτερνιχ αποτελούσε σύνθημα αντίθετο στην αρχή της νομιμότητας που συνιστούσε η Ιερά Συμμαχία.
Παρασκήνιο
Από το καλοκαίρι του 1822, όταν έγινε γνωστό στην επαναστατημένη Ελλάδα ότι επίκειται να πραγματοποιηθεί συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας, στη Βερόνα η τότε επαναστατική κυβέρνηση των Ελλήνων που έδρευε στο Άργος απέστειλε Διακήρυξη προς τους συνέδρους, το κείμενο της οποίας είχε ως ακολούθως[8](μονοτονικό):
«Δεκαοκτώ ήδη ολόκληρους μήνες διέτρεξαν, αφ ου η Ελλάς ήρχισε να πολεμή με τον εχθρόν του Χριστεπωνύμου πληρώματος. Όλαι αι δυνάμεις του Μωαμεθανισμού συντρέξασαι αγωνίζονται να εξολοθρεύσουν το Έθνος των Ελλήνων. Η Ευρωπαϊκή και Ασιατική Τουρκία, και αυτή η Αφρική, καθοπλίζονται αμιλλώμεναι δια να υποστηρίξουν την σιδηράν μάστιγα, η οποία εν διαστήματι τόσον αιώνων καταθλίβει το γένος των Ορθοδόξων Χριστιανών, και σήμερον σκοπαύει την εξόντωσιν αυτού.
Από την αρχήν του πολέμου μέχρι τούδε δις ύψωσεν η Ελλάς την φωνήν της, δια μέσου των νομίμων αυτής παραστατών, εξαιτουμένη την συνδρομήν και αντίληψην των Χριστιανικών Βασιλείων της Ευρώπης, ή τέλος απαιτούσα, δικαίω τω λόγω, την ακριβή από μέρους αυτών ουδετερότητα εις τον παρόντα ιερόν αυτής πόλεμον.
Σήμερον δε, επειδή μία επίσημος συνέλευσης των κρατίστων Βασιλέων αυτής συγκροτηθείσα εις την Ιταλικήν Χερσόνησον, επισήμως συνδιασκέπτεται και προνοουμένη περί των ιερών συμφερόντων και δικαιωμάτων εις όλα τα έθνη, αποδέχεται εκ συμφώνου την παρ' αυτής της συνελεύσεως ελπιζομένην διάρκειαν της παγκοσμίου ειρήνης, και ασφάλειαν παντός δικαιώματος, κατά το εικός η προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος παραβαίνει τα επικείμενα ιερά αυτής χρέη αν δεν εκθέσει εκ νέου προς τους υπερτάτους συμμάχους Μονάρχες την αληθή κατάστασιν του οποίου παριστάνει Έθνους των Ελλήνων, τα δικαιώματα αυτού, όσα εννόμως ζητεί και τέλος την σταθεράν απόφασιν των Ελλήνων ή να δικαιωθούν από τους επίγειους εθνάρχας, καθώς εύρον χάριν ενώπιον του υψίστου Θεού, ή να απωλεσθούν, αλλά Χριστιανοί και ελεύθεροι.
Ποταμοί αίματος έρρευσαν έως σήμερον, αλλ' όμως η του ζωοποιού Σταυρού τροπαιοφόρος σημαία, υψωθείσα, κυματίζει ήδη εις τα ωχυρωμένα τείχη της Πελοποννήσου, της Αττικής, της Εύβοιας, της Βοιωτίας, της Ακαρνανίας, εις το πλείστον μέρος της Ηπείρου και Θεσσαλίας, εις την Κρήτην και εις τας νήσους του Αιγαίου Πελάγους. Τοιαύτη είναι η πρόοδος, τοιαύτη η παρούσα κατάστασις των Ελληνικών πραγμάτων, εις την οποίαν όσοι γνωρίζουν την Τουρκίαν, είναι βέβαιον ότι δεν δύνανται οι Έλληνες να αποθέσουν τα όπλα, ειμή αποκτήσαντες δι αυτών των όπλων, ή δια συμβιβασμού όλα τα συνιστώντα την πολιτικήν των ύπαρξιν απόλυτον, ανεξάρτητον και περιτειχισμένην με όλα τα εθνικά δικαιώματα, ως μόνην εγγύησιν ικανήν ν' ασφαλίση το ανέπαφον της ιεράς θρησκείας, την ζωήν των πολιτών, την ιδιοκτησίαν και την τιμή του.
Εάν δε η Ευρώπη φροντίζουσα περί της διατηρήσεως της παγκοσμίου ειρήνης συγκαταβαίνη να πραγματευθή με την Οθωμανικήν πόρταν (Πύλη), επί σκοπώ να συμπεριλάβει και το Ελληνικόν Έθνος εις εν και το αυτό σύστημα γενικής ειρήνης, επ΄ αυτή τη υποθέσει και η προσωρινή της Ελλάδος Διοίκησις σπεύδει να διακηρύξη επαγγελματικώς δια της παρούσης, ότι ουδέποτε θέλει παραδεχθή καμμίαν συνθήκην, όσο ωφέλιμος κι αν είναι κατά το φαινόμενον, εν όσω οι εννόμως αποσταλέντες αυτής πρέσβεις δεν επιτύχουν την πρέπουσαν ακρόασιν, απολογούμενοι υπέρ των δικαιωμάτων της Ελλάδος και εκτιθέμενοι τα όσα ευλόγως απαιτεί και ποίαι είναι αι χρείαι και τα ιερώτερα αυτής συμφέροντα..."
"Εν Άργει τη 29 Αυγούστου 1822
Εν απουσία του Προέδρου του Νομοτελεστικού
Ο αντιπρόεδρος Θάνος Κανακάρης»
Την παραπάνω διακήρυξη καθώς και μία ακόμη επιστολή που απευθυνόταν στον Τσάρο της Ρωσίας και τύποις στον Βασιλιά της Νάπολης και δι΄ αυτού προς τους συνέδρους, φέρονται να συντάχθηκαν από τον διατελούντα στη ρωσική υπηρεσία Αλέξανδρο Στούρτζα. Αυτές παρέλαβε ο Ανδρέας Μεταξάς, όπου εν ονόματι της κεντρικής ελληνικής κυβέρνησης «της περιπλανωμένης εν ταις παραλίες της Αργολίδος»[9] ανεχώρησε στις 18 Σεπτεμβρίου (π.ημ.) από την Ύδρα μαζί με τον Γάλλο φιλέλληνα πλοίαρχο Ζουρνταίν, ως πληρεξούσιοι για την Ανκόνα και από εκεί στη Βερόνα με την εντολή ν΄ απαιτήσει ακρόαση παρά των συνέδρων, προκειμένου να εκθέσει και να διερμηνεύσει δίκαια, πόθους και ευχές των Ελλήνων. Την κίνηση αυτού λίγες ημέρες αργότερα ακολούθησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, συνοδευόμενος από τον γιο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Γεωργάκη Μαυρομιχάλη.
Η πρώτη αποστολή φθάνοντας στην Ανκόνα παρέμεινε για κάποιο διάστημα στο λοιμοκαθαρτήριο. Στο διάστημα αυτό ο Α. Μεταξάς απηύθυνε επιστολές προς τον Πάπα και τον καρδινάλιο Κουσάλβι παρακαλώντας τους να του επιτρέψουν να μεταβεί στη Βερόνα διερχόμενος μέσα από το έδαφος του παπικού κράτους. Ο Πάπας Πίος Ζ΄ θέλοντας να ανταποκριθεί θετικά έγραψε σχετικά στον αντιπρόσωπό του καρδινάλιο Σπίνα προκειμένου να δοθεί σχετική άδεια από το συνέδριο. Στο μεταξύ έφθασε και η δεύτερη αποστολή, όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σε επιστολή του προς τον Πάπα προκειμένου να τον δεχθεί σε ακρόαση και να βοηθήσει μεσιτεύοντας σχετικά στους καθολικούς ηγεμόνες του Συνεδρίου, υπέβαλλε δελεαστικές προτάσεις περί ενώσεως της εκκλησίας του νέου ελληνικού κράτους με την παπική εκκλησία. Τελικά ο Πάπας δεν δέχθηκε σε ακρόαση την ελληνική αποστολή. Στο μεταξύ έφτασε η απάντηση του Συνεδρίου, που ήταν αρνητικά διακείμενη στην παρουσία των ελληνικών αποστολών. Μάλιστα το Συνέδριο απαίτησε από τον Πάπα να απελάσει από την Ανκόνα τους Έλληνες απεσταλμένους και να τους ενημερώσει ότι ουδεμία απάντηση έχουν να περιμένουν. Τούτο έπραξε ο Πάπας με μεγάλη στεναχώρια, βλέποντας μια ακόμα ελπίδα επανένωσης των εκκλησιών να διαλύεται.
Πριν όμως φθάσει η αρνητική απάντηση και εγκαταλείψει το ιταλικό έδαφος, ο Α. Μεταξάς είχε αποστείλει στο συνέδριο μία ακόμα επιστολή εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης στην οποία με υπερηφάνεια και αποφασιστικότητα δηλώνονταν μεταξύ άλλων[10]:
Αν μας αποβάλητε θέλομεν τραπή προς τον ουράνιον κριτήν και θα νικήσωμεν ή θα αποθάνωμεν... Ο Αγών διεξάγεται υπό την ένδοξον σημαίαν του Ιησού Χριστού, του λυτρωτού του ανθρωπίνου γένους, του στέφοντος δια λαμπροτάτων επιτυχιών τα πολεμικά έργα των Ελλήνων, οίτινες ουδέν άλλο αιτούνται παρά των επιγείων βασιλέων ή την ασφάλειαν της πολιτικής αυτών υπάρξεως υπό δυναστείαν πιστήν εις το Ευαγγέλιον... Αιτούμεν μεγαλοφώνως Πατρίδα και Θρόνον και δικαιώματα υπάρξεως υπό νόμους σοφούς και μονίμους.
Έτσι όπως σημειώνει ο ιστορικός Πρόκενς Όστεν[11]:"οι Έλληνες απεβλήθησαν υπό των Βασιλέων... Οι αλαζόνες και επιπόλαιοι άνδρες των ανακτοβουλίων δεν εθεώρησαν του κόπου άξιον ν΄ αποβλέψουσι προς αυτούς, οι φιλάνθρωποι... τους ελυπήθησαν και οι νοήμονες τους επερίμεναν εν τη δια πυρός δοκιμασία των κινδύνων". Ο δε πρακτικογράφος και χρονογράφος των συνεδρίων της Ιεράς Συμμαχίας Τατίσεφ σημειώνει για το εν λόγω συνέδριο: "ούτε μία φωνή δεν ηκούσθει υπέρ των Ελλήνων"[12][13].
Άρνηση του Συνεδρίου
Η αρνητική στάση του συνεδρίου να δεχθεί τις ελληνικές αντιπροσωπείες θα πρέπει να εξετάζεται με τις συγκυρίες εκείνες που ίσχυαν τότε και που μοιραία οδηγούσαν σ΄ αυτή, ενώ δεν υφίστατο τίποτα το ιδιαίτερο κατά των Ελλήνων. Οι κύριες αιτίες ήταν βασικά δύο συναφείς μεταξύ τους λόγοι, παράλληλα και με τις συγκεχυμένες ακόμα έννοιες περί Ελλήνων και ελληνικού έθνους.
Πρώτος λόγος ήταν η δέσμευση της Ιερής Συμμαχίας επί της διακήρυξης που είχε εκδώσει στο Συνέδριο του Λάιμπαχ, με την οποία θεωρείτο παράνομη οποιαδήποτε μεταρρύθμιση που πραγματοποιείται με κίνημα ή ανοικτή βία. Η δέσμευση αυτή ουσιαστικά είχε περάσει στις αρχές του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της εποχής.
Δεύτερος και ουσιώδης λόγος ήταν η ιδιότητα των Ελλήνων αντιπροσώπων, που αν γινόταν δεκτή η παρουσία τους αυτομάτως αναγνωριζόταν και ο φορέας αυτών, δηλαδή η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση που προέβαινε σε ενέργειες δια των όπλων. Έτσι εκ των πραγμάτων καθίστατο αδύνατη η αποδοχή της παρουσίας των Ελλήνων αντιπροσώπων στο συνέδριο. Η διαφαινόμενη αυτή άρνηση ήταν γνωστή στους Έλληνες και με δεδομένο ότι ουδέποτε σε τέτοιο παρόμοιο ανώτατο συνέδριο είχαν παρευρεθεί εκπρόσωποι λαών. Τούτο διαφαίνεται και από τον επίλογο της ελληνικής διακοίνωσης.
Βέβαια μπορεί ο πρακτικογράφος Τατιτσέφ να σημειώνει ότι "ουδεμία φωνή ηκούσθει...", πλην όμως αναγνώσθηκε! Τόσο η διακήρυξη των Ελλήνων όσο και οι διάφορες άλλες επιστολές, ακόμα και η τελευταία αναφορά του Α. Μεταξά έφθασαν και επιδόθηκαν στους ηγεμόνες πριν τη λήξη των εργασιών του συνεδρίου και τούτο αποκαλύπτεται από τον χαρακτηρισμό της ελληνικής διακοίνωσης εκ μέρους του Μέτερνιχ ως "αυθάδεις και αδέξιοι" (χειρισμοί).
Οι Έλληνες έχοντας ενημερωθεί κατάλληλα, έσπευσαν να κάνουν μια προσπάθεια διεθνοποίησης και αναγνώρισης του Αγώνα τους, γνωρίζοντας το δύσκολο του εγχειρήματος. Φαινομενικά το εγχείρημά τους έδειξε να απέτυχε, επί της ουσίας όμως... θριάμβευσε, αφενός από την εύστοχη σύνδεσή του με το ρωσοτουρκικό ζήτημα, όσο και από το τυχαίο γεγονός της αυτοκτονίας του μισητού υπουργού εξωτερικών της Αγγλίας Κάσλρεϊ, που είχε ως συνέπεια την αναμενόμενη μεταβολή της εξωτερικής πολιτικής της Αγγλίας υπό του διαδόχου του (βλ. παρακάτω).
Αποφάσεις
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου λήφθηκαν δύο σημαντικές αποφάσεις.
α) κατόπιν αιτήματος του βασιλέα της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΗ΄ παρασχέθηκε άδεια στη χώρα του να παρέμβει στην Ιβηρική χερσόνησο υπέρ του Ισπανού μονάρχη Φερδινάνδου Z΄.
β) δεν πραγματοποιήθηκε αντίστοιχη επέμβαση στη Λατινική Αμερική, λόγω άρνησης της Αγγλίας να προσυπογράψει την άδεια.
γ) καταδικάστηκε η Ελληνική επανάσταση[14] αλλά δεν αποφασίστηκε επέμβαση, λόγω μη συμφωνίας του τσάρου που επηρεαζόταν από τον Ι. Καποδίστρια
Σημειωτέον πάντως, ότι στο συνέδριο απαγορεύτηκε η παρουσία εκπροσώπων των Ελλήνων επαναστατών (Παλαιών Πατρών Γερμανός, Γεώργιος Μαυρομιχάλης, Ανδρέας Μεταξάς) που στάλθηκαν κατ' εντολήν της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να παρουσιάσουν στους συνέδρους τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς[15].
Το καταδικαστικό ανακοινωθέν σε βάρος της ελληνικής επανάστασης εκδόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1822 και έχει ως εξής:
«Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τα τέλη της τελευταίας συνελεύσεως (του Συνεδρίου του Λάιμπαχ). Ό,τι το ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τη δυτική χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε να πράξη εν τη Ιταλία, το κατώρθωσεν εις τας ανατολικάς εσχατιάς της Ευρώπης. Καθ' ον καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και της Σαρδηνίας στρατιωτικαί επαναστάσεις διά της δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν' απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ' οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δε αμεταθέτως εις το έργον της κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν παν ό,τι εδύνατο να τους παρεκτρέψη της οδού των. Αλλ' ακούοντες και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί και φιλικαί των πέντε αυλών προς αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης της εποχής ταύτης, μιας των σημαντικωτέρων της συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως προς το ζήτημα της Ανατολής, απέκειτο δε εις την εν Βερώνη συνέλευσιν να καθιερώση και επιβεβαιώση τα ορισθέντα. Αι δε σύμμαχοι της Ρωσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά των κοινών προσπαθειών θα εξομαλυνθούν τα μέχρι τούδε εμπόδια διά την ευόδωσιν των ευχών αυτών».
Παραπομπές
Η συνθήκη της "Ιεράς Συμμαχίας" και η σημασία της για την Ευρώπη
Δ. Κόκκινου τ.3ος, σ.345
Εκδοτική τ.ΙΒ΄, σ.288
Χ. Νικολάου σ.71
αποκαλούμενο "Σύνταγμα του Κάδιξ" ή "Σύνταγμα των δύο ημισφαιρίων" ή "Πέπα", που είχε εκπονηθεί στις 18 Μαρτίου 1812 και θεσμοθετηθεί την επομένη
Ο χαρακτηρισμός ραγιάς προέρχεται εκ της τουρκικής που σημαίνει πρόβατο. Χρήση του όρου στην ελληνική κάνει και η Ορθόδοξη Εκκλησία π.χ. "ποίμνιο", "ποιμενάρχης". Γενικά αποδίδεται κατά τη σύγχρονη χρήση του "προβάτου", ατόμου φιλήσυχου που δεν αντιδρά
D. Dukin σ. 27 και υποσ. 3
Κ. Ευσταθιάδης σ. 40-41
όπως αναφέρει ο Herzberg στην "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (μετάφραση Π. Κακουλίδη) τ. 2ος
ΜΕΕ τ. Ζ΄, σ. 154
Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού κράτους εν έτει 1821 και της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου διπλωματικώς εξεταζόμενη (μετάφραση Γ. Ε. Αντωνιάδου) 1868 τ. 1ος σ. 194-197, καθώς και Παράρτημα Γ΄ σ. 24-28
Εμμ. Ρούκουνα, σ. 47
Χαρ. Νικολάου, σ. 72
Η στάση της Ρωσίας και η μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής 1822-1825
Oι μεγάλες συνθήκες
Πηγές
Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τ. 4ος, σ. 416-417
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Ζ΄, σ. 154-155
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τ. 14ος, σ. 134-135
Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, Ελλάς, τ. Γ΄
Κ. Ευσταθιάδης "Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος", τεύχος Α, Αθήναι 1956
Διονύσιος Κόκκινος "Η Ελληνική Επανάστασις", τ. 6, Αθήναι 1957
Εμμ. Ρούκουνας: "Διπλωματική Ιστορία 19ος Αιών", Αθήναι 1975
Εκδοτική ΑΕ: "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τ. 14, Αθήναι 1974-1978
Douglas Dukin: "Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923", Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1984.
Χαραλ. Νικολάου "Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες - συμφωνίες και συμβάσεις", Αθήνα 1996
National Geographic - Μονογραφίες: "Ο Ξεσηκωμός του Γένους", Αθήνα 2010
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License