ART

 

.

Περιουσιακό στοιχείο είναι οτιδήποτε μπορεί να κατέχει κανείς ως ιδιοκτησία, ή μπορεί να ελέγχει προς όφελος του, και το οποίο έχει οικονομική (εμπορική, ανταλλακτική) αξία. Η έννοια των περιουσιακών στοιχείων, από καθαρά οικονομική άποψη, μπορεί να προσδιοριστεί μέσω της ιδιότητας τους να μεταφέρουν αγοραστική δύναμη στο μέλλον[1]. Για παράδειγμα, για να αποκτήσουμε ένα μονοετές ομόλογο ονομαστικής αξίας 100 ευρώ «θυσιάζουμε» παρούσα αγοραστική δύναμη ίση με την ονομαστική και αποκτούμε μελλοντικά (σε ένα χρόνο) αγοραστική δύναμη ίση με την ονομαστική συν το κουπόνι.

Συνώνυμος είναι και ο λογιστικός όρος στοιχείο ενεργητικού, ο οποίος όμως χρησιμοποιείται περισσότερο σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν και ελέγχονται από επιχειρήσεις, και ειδικότερα για αυτές που δημοσιεύουν ισολογισμούς. Ως περιουσιακά στοιχεία ή στοιχεία ενεργητικού ορίζονται οι πόροι που ελέγχει μια επιχείρηση, οι οποίοι προκύπτουν από παρελθόντα γεγονότα και δυνάμει των οποίων αναμένεται η εισροή μελλοντικών οικονομικών οφελών στην επιχείρηση[2].
Πηγές

Krugman, Obstfeld, International.Economics, 2009, p.328, ISBN 978-0-321-49304-0.
περιουσιακό στοιχείο στη βάση δεδομένων ορολογίας ΙΑΤΕ.

                               
 
         
                                  

Εγκυκλοπαίδεια Οικονομίας

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License