Γεγονότα, Hμερολόγιο

 

.

Τα οικονομικά της προσφοράς είναι μια ετερόδοξη (δηλαδή μη αποδεκτή από τους περισσότερους οικονομολόγους) σχολή στα οικονομικά η οποία δίνει υπερβολική σημασία στο ρόλο που παίζουν τα φορολογικά κίνητρα στη συμπεριφορά της οικονομίας. Η ιδεολογία αυτή γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '80, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ όπου είναι γνωστή και ως Ριγκανόμικς (Reaganomics). Απολαμβάνει ακόμα και σήμερα ευρύτατη δημοσιότητα κηρύσσοντας την ορθότητα των θέσεων της μέσα από τον τύπο (πχ Wall Street Journal) και από σχετικά βιβλία. Ανάμεσα στους πνευματικούς πατέρες αυτής της ιδεολογίας είναι ο αμερικανός οικονομολόγος Arthur Laffer. Τα βασικά της σημεία συνοψίζονται στους ισχυρισμούς: (1) Η μείωση των φορολογικών συντελεστών αυξάνει τα φορολογικά έσοδα. (2) Οι φορολογικές ελαφρύνσεις επιδρούν τόσο πολύ θετικά στην πλευρά της προσφοράς[1] που τελικά αυξάνεται ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και μειώνεται ο πληθωρισμός.

Οι απόψεις αυτές δέχτηκαν κριτική τόσο από κεϋνσιανούς όσο και από μονεταριστές οικονομολόγους (παρότι τόσο οι μονεταριστές όσο και οι υποστηρικτές οικονομικών προσφοράς έχουν συνδεθεί με συντηρητικές πολιτικές θέσεις, μεταξύ τους έχουν βρεθεί σε ανταγωνιστικές θέσεις) και εμπειρικά αποδείχθηκαν λανθασμένες. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ όπου εφαρμόστηκαν κυρίως στα έτη 1981, 1982 οδήγησαν σε διόγκωση των δημοσίων ελλειμμάτων, και όχι στη μείωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα, ενώ η μείωση του πληθωρισμού δεν ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του ΑΕΠ, το οποίο δεν αυξήθηκε αλλά μειώθηκε σημαντικά, αλλά της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Συγκρίνοντας τα οικονομικά της προσφοράς με τις δύο γενικά αποδεκτές αν και αντιμαχόμενες σχολές σκέψης στα οικονομικά, τον μονεταρισμό και τον κεϋνσιανισμό, και απλοποιώντας την ανάλυση δεδομένου ότι και ο σύγχρονος μονεταρισμός και ο σύγχρονος κεϋνσιανισμός παρουσιάζουν ιδιαίτερα εκλεπτυσμένες και λεπτομερείς αναλύσεις, μπορούμε να πούμε ότι τα οικονομικά προσφοράς έχουν πιο πολλά κοινά με τον κεϋνσιανισμό παρά με τον μονεταρισμό. Τούτο από την άποψη ότι προκρίνουν την άσκηση επεκτατικής πολιτικής (κεϋνσιανοί από τη πλευρά της ζήτησης - οικονομικά προσφοράς από την πλευρά της προσφοράς) ενώ ο μονεταρισμός θέτει ως προτεραιότητα την περιοριστική πολιτική για έλεγχο του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων.

Οι εν λόγω πολιτικές της προσφοράς ευνοούν τους έχοντες υψηλά εισοδήματα και αποταμιεύσεις, οπότε συμβάλλουν στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των υψηλών και των χαμηλών εισοδημάτων[2]. Επίσης, αντίθετα απ ότι διατείνονται οι υποστηρικτές τους, η μείωση των φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε μικρότερα φορολογικά έσοδα του κράτους και άρα σε έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού[2]. Παρόλα αυτά παρόμοιες πολιτικές εφαρμόστηκαν και στην Ελλάδα, ιδίως τη διετία 2006, 2007[3] [4], αλλά διακόπηκαν το 2008 υπό το βάρος των αυξανόμενων ελλειμμάτων[5].

Πηγές

* H. McClure, T. Willett, Understanding the Supply Sidders, 1983
* R. Dornbusch, S. Fischer, Macroeconomics, 1990


Σημειώσεις - Παραπομπές

1. ↑ Ο όρος προσφορά αναφέρεται σε μία από τις δύο πλευρές της βασικής μακροοικονομικής ταυτότητας, δηλαδή την εξίσωση "συνολική προσφορά" = "συνολική ζήτηση". Απλοποιώντας μπορούμε να πούμε ότι η πλευρά της προσφοράς ισούται με τη συνολική παραγωγή των επιχειρήσεων, ενώ η πλευρά της ζήτησης ισούται με τη συνολικό εισόδημα ή την συνολική κατανάλωση των νοικοκυριών.
2. ↑ 2,0 2,1 Δημήτριος Χατζηνικολάου Δημοσιονομική Πολιτική και Οικονομικά της Προσφοράς
3. ↑ in.gr 10.11.04 Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο παρουσίασε ο Γ.Αλογοσκούφης ανάκτηση 17.9.10
4. ↑ Ελευθεροτυπία 24.11.2006 Οπου φτωχός και η φοροαπαλλαγή του ανάκτηση 17.9.10
5. ↑ Το Βήμα 7.2.2010 Γ. Σουφλιάς VS Γ. Αλογοσκούφης ανάκτηση 17.9.10

Εγκυκλοπαίδεια Οικονομίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License