.
Οι επιχειρηματικές μονάδες αντιμετωπίζουν τη μερισματική πολιτική (Αγγλικά: dividend policy) ως ένα σημαντικό κομμάτι της χρηματοοικονομικής τους πολιτικής. Η μερισματική πολιτική αναφέρεται στις αποφάσεις που παίρνει μια επιχείρηση σχετικά με τη διαχείριση των κερδών της και αφορούν στον τύπο, στο μέγεθος και στο χρόνο των διανομών μερισμάτων που πραγματοποιεί στους κοινούς μετόχους.
Πιο συγκεκριμένα εστιάζει στην απόφαση που καλείται να πάρει μια επιχείρηση ανάμεσα στο να διανείμει τα κέρδη ως μέρισμα (Αγγλικά: dividend) στους μετόχους της, να τα παρακρατήσει για να χρηματοδοτήσει επενδυτικά προγράμματα ή να προβεί σε συνδυασμό των δυο παραπάνω στρατηγικών. Πρακτικά οι αποφάσεις αυτές καθορίζουν το βαθμό της εσωτερικής χρηματοδότησης μιας επιχείρησης. Επιπλέον η μερισματική πολιτική παρέχει σημαντική πληροφόρηση στους μετόχους σχετικά με τις επιδόσεις και την πορεία της εταιρίας.
Οι αποφάσεις που σχετίζονται με τη μερισματική πολιτική λαμβάνονται παράλληλα με τις αποφάσεις που αφορούν στην κεφαλαιακή διάρθρωση της επιχείρησης και στον προϋπολογισμό επενδύσεων κεφαλαίου. Η απόφαση για την πολιτική που θα υιοθετήσει τελικά μια επιχείρηση περιορίζεται από την αντίστοιχη απόφαση που είχε πάρει στο παρελθόν καθώς οι επιχειρήσεις στην πλειοψηφία τους αποφεύγουν να μεταβάλλουν συχνά τη μερισματική τους πολιτική.[1]
Συνήθως οι εταιρίες που διανέμουν μέρισμα έχουν περάσει το στάδιο της ανάπτυξης και δε χρειάζεται να επανεπενδύουν συνεχώς τα κέρδη τους, οπότε επιλέγουν την εναλλακτική της πληρωμής μερισμάτων στους μετόχους τους σε αντίθεση με τις εταιρίες υψηλής ανάπτυξης που προβαίνουν σε επανεπένδυση των κερδών τους με σκοπό τη διατήρηση της ανάπτυξης αυτής.[2]
Ιδανική μερισματική πολιτική θεωρείται εκείνη που μεγιστοποιεί την αγοραία αξία της επιχείρησης.[3]
Τύποι μερισμάτων
Οι εταιρίες διανέμουν διαφορετικά είδη μερισμάτων:[4]
Μέρισμα σε Μετρητά (Cash Dividends)
Είναι η πιο συνηθισμένη και δημοφιλής μορφή διανομής των κερδών μιας εταιρίας. Ένα μέρος των κερδών καταβάλλεται στους μετόχους σε χρηματικές μονάδες ανά μετοχή (π.χ. €/μετοχή).
Μέρισμα σε Μετοχές (Stock Dividends)
Τα μερίσματα παίρνουν τη μορφή επιπλέον μετοχών της ίδιας εταιρίας ή κάποιας θυγατρικής της.
Μέρισμα σε Ομόλογα (Bond Dividend)
Σε περιπτώσεις που η εταιρία δεν έχει επαρκές κεφάλαιο για να πληρώσει μερίσματα σε μετρητά μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση για να καλύψει τις απαιτήσεις προς τους μετόχους. Ο βασικός στόχος των μερισμάτων σε ομόλογα είναι ουσιαστικά μια αναβολή της άμεσης πληρωμής σε μετρητά. Οι κάτοχοι των ομολόγων πέραν της πληρωμής στην ημερομηνία λήξης λαμβάνουν επίσης τακτικά τόκους επί των ομολόγων τους.
Μέρισμα σε Είδος (Property Dividends)
Τα μερίσματα αυτά έχουν τη μορφή προϊόντων ή υπηρεσιών που παρέχονται από την εταιρία. Καταβάλλονται από την επιχείρηση στο μέτοχο ως στοιχεία του ενεργητικού όπως χρυσός, ασήμι κλπ.
Ιδιαίτερα ή Έκτακτα Μερίσματα (Special Dividends)
Διανέμονται σπάνια και σε ειδικές περιπτώσεις, όπως σε εποχές που η εταιρία κερδίζει μια δικαστική διαμάχη, πουλάει μια επιχειρηματική της δραστηριότητα ή ρευστοποιεί επενδύσεις. Κάποιες εταιρίες καταβάλλουν τέτοια μερίσματα όταν έχουν πλεόνασμα μετρητών, με σκοπό να ενισχυθεί η αγοραία αξία των μετοχών τους. Μερικές φορές τα μερίσματα αυτά θεωρούνται ως επιστροφή κεφαλαίου με την έννοια ότι η εταιρία επιστρέφει ένα μέρος των χρημάτων που επενδύονται από τους μετόχους. Έτσι ονομάζονται επίσης Μερίσματα Κεφαλαίου και είναι αφορολόγητα.
Σημαντικές Ημερομηνίες
[5][6]
Ημερομηνία Ανακοίνωσης (Declaration date) : Η ημερομηνία κατά την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο δηλώνει επίσημα πως θα προβεί σε πληρωμή μερισμάτων. Την ημερομηνία αυτή ανακοινώνονται επίσης η ημερομηνία πληρωμής και η ημερομηνία καταχώρισης.
Ημερομηνία Αποκοπής ή Προ-μερίσματος (Ex-dividend date) : Η ημερομηνία κατά την οποία τελειώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του μερίσματος, που είναι δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία καταχώρισης.
Ημερομηνία Καταχώρισης (Date of record): Ημερομηνία κατά την οποία (ή πριν από την οποία) οι μέτοχοι έχουν επίσημα καταγράψει τους τίτλους ιδιοκτησίας τους και είναι αυτοί οι οποίοι πρόκειται να λάβουν την επόμενη καταβολή μερίσματος.
Ημερομηνία Πληρωμής (Payment date): Η ημερομηνία κατά την οποία η εταιρία στέλνει επιταγή μερίσματος σε κάθε μέτοχο ή αντίστοιχα κατατεθεί σε κάποιο χρηματιστηριακό λογαριασμό.
Βασικά χαρακτηριστικά της Πολιτικής Μερίσματος
[1]
Ποσοστό Διανεμόμενων Κερδών (Dividend Payout Ratio): το ποσοστό των κερδών που διανέμεται στους μετόχους με τη μορφή μερισμάτων.
παράδειγμα:
Αν το μέρισμα ανά μετοχή (dividend per share) είναι €1 και τα κέρδη ανά μετοχή (earnings per share) είναι €2,5 τότε το ποσοστό των διανεμόμενων κερδών είναι 1 / 2,5 = 0,4 = 40%.
Το συμπλήρωμα του ποσοστού διανεμομένων κερδών είναι το Ποσοστό Παρακρατουμένων Κερδών (retention rate) και αποτελεί το ποσοστό των ετήσιων καθαρών κερδών που παρακρατείται από την επιχείρηση για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών της προγραμμάτων.
Ποσοστό Παρακρατουμένων Κερδών = 1 - Ποσοστό Διανεμόμενων Κερδών
Η σταθερότητα (ή μη) του μερίσματος διαχρονικά.
Το ύψος (σε €) του επόμενου προς διανομή μερίσματος.
Πηγές Αποδόσεων των μετόχων
[1]
Μερισματική Απόδοση (Dividend Yield)
Η ποσοστιαία απόδοση που έχει ένας μέτοχος από το ετήσιο μέρισμα που έλαβε από την επιχείρηση:
Τρέχον Ετήσιο Ρευστό Μέρισμα
Μερισματική Απόδοση = —————————————————————————————————————— ————— Τρέχουσα Χρηματιστηριακή Τιμή Μετοχής της Επιχείρησης
παράδειγμα:
Αν μια μετοχή πληρώνει μέρισμα €1 σε διάστημα ενός χρόνου και διαπραγματεύεται στα €25, τότε έχει Μερισματική Απόδοση = 1 / 25 = 0,04 = 4%.
Κέρδη ή Ζημιές Κεφαλαίου (Capital Gains)
Η απόδοση που έχει ένας επενδυτής και προκύπτει από τη μεταβολή της τιμής μιας μετοχής κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου.
Παράγοντες που επηρεάζουν τη Μερισματική Πολιτική
Τύπος Επιχειρηματικής Δραστηριότητας [7]
Μια εταιρία της οποίας η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει σχετικά σταθερή ζήτηση και σταθερά κέρδη, μπορεί να υιοθετήσει μια σταθερή μερισματική πολιτική. Από την άλλη μια εταιρία που ασχολείται με είδη πολυτελείας έχει ακανόνιστη ροή εισοδήματος και δε μπορεί να ακολουθήσει σταθερή μερισματική πολιτική. Γενικά, εταιρίες που ασχολούνται δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με καθημερινές ανάγκες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας κλπ έχουν σταθερό εισόδημα.
Ηλικία Εταιρίας [7][8]
Η μερισματική πολιτική επηρεάζεται από το εάν μια εταιρία είναι χρόνια σε λειτουργία και έχει καθιερωθεί ή είναι νέα. Μια νεοσύστατη εταιρία δεν έχει την πολυτέλεια να διανείμει υψηλό ποσοστό μερίσματος από την αρχή, δεδομένου ότι πρέπει να καταφύγει στα παρακρατημένα κέρδη για να καλύψει τις ανάγκες της προς επέκταση. Αντίθετα μια καθιερωμένη επιχείρηση που έχει ήδη δημιουργήσει αποθεματικά μπορεί να είναι πιο ελεύθερη στη διανομή μερίσματος.
Παλαιότερα Μερίσματα
Σε ένα μικρότερο βαθμό, τα μερίσματα που έχουν διανεμηθεί σε προηγούμενα έτη πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη. Οι μέτοχοι περιμένουν ότι τα μερίσματα που θα καταβάλει η εταιρία δε θα είναι μικρότερα από αυτά που κατέβαλε στο παρελθόν. Σαφώς βέβαια μεταβολή των συνθηκών πρέπει να αναμένεται απομάκρυνση από την τάση των μερισμάτων κατά τα προηγούμενα έτη. Γενικά όμως οι διευθυντές διστάζουν να μειώσουν το ποσοστό του μερίσματος του προηγούμενου έτους και αν παρουσιαστεί ανάγκη, προσπαθούν να διατηρήσουν το ποσοστό του μερίσματος, με ανάληψη από προηγούμενο συσσωρευμένο κέρδος.
Οι Προτιμήσεις των μετόχων [9]
Οι προτιμήσεις των μετόχων μπορεί να επηρεαστούν από τρεις παράγοντες:
• Αν οι μέτοχοι επιβαρύνονται με υψηλούς φόρους ίσως προτιμούν τα κεφαλαιακά κέρδη έναντι της πληρωμής μερίσματος.
• Άλλες επενδυτικές ευκαιρίες που πιθανόν να προκύπτουν.
• Σε ατομικές επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις που ελέγχονται από λίγους μετόχους, ο έλεγχος γίνεται πιο εύκολα αν οι μέτοχοι επιμένουν σε μια πολιτική που ελαχιστοποιεί την ανάγκη εξωτερικής χρηματοδότησης και άρα χαμηλής διανομής μερίσματος.
Πρόσοδοι [9]
Τα μακροχρόνια κέρδη αποτελούν έναν από τους κύριους παράγοντες που επιτρέπουν σε μια εταιρία να διανείμει μερίσματα. Όσο υψηλότερα κέρδη παράγει τόσο υψηλότερα είναι τα μερίσματα που πληρώνει ενώ σε περιπτώσεις που παρουσιάζονται ζημίες σταματά η διανομή μερίσματος. Βραχυχρόνιες ή περιστασιακές διακυμάνσεις των κερδών δεν επηρεάζουν κατά πολύ τη μερισματική πολιτική και ιδίως αν οφείλονται σε κυκλικότητα του κλάδου ή σε σημαντική κεφαλαιακή απαξίωση, η εταιρία ίσως συνεχίσει να πληρώνει μέρισμα όπως και στο παρελθόν.
Επενδυτικές ευκαιρίες [9]
Εταιρίες με καλές επενδυτικές ευκαιρίες και προοπτικές ανάπτυξης συχνά διανέμουν χαμηλά μερίσματα καθώς η χρηματοδότηση των επενδύσεων μπορεί να προκύπτει κατά κύριο λόγο από τα μη διανεμόμενα κέρδη και όχι από νέο μετοχικό κεφάλαιο. Καθοριστική βέβαια σημασία σ’ αυτό έχει η πρόσβαση της εκάστοτε εταιρίας στις αγορές κεφαλαίου. Μικρές και με περιορισμένη πρόσβαση εταιρίες προτιμούν συχνά τη μη διανομή μερίσματος και τη διατήρηση των κερδών ως μια πηγή μετοχικού κεφαλαίου.
Στρατηγική Κεφαλαιακής Διάρθρωσης [9]
Εταιρίες που παρουσιάζουν πραγματικό χρέος πιο υψηλό από ότι είχαν υπολογίσει είναι πιθανό να δίνουν μικρό μέρισμα με σκοπό να πλησιάσουν το στόχο τους, σε αντίθεση με εταιρίες των οποίων το πραγματικό χρέος είναι χαμηλότερο από αυτό που είχαν στοχεύσει και πιθανώς να δώσουν υψηλότερα μερίσματα.
Σηματοδότηση (Signaling) [1][9]
Σύμφωνα με τους Miller και Modigliani η ανακοίνωση του μερίσματος παρέχει πληροφοριακό περιεχόμενο σχετικό με τις προοπτικές και τη μελλοντική πολιτική μιας εταιρίας.Μια μη αναμενόμενη αύξηση στα μερίσματα σηματοδοτεί για την επιχείρηση επερχόμενη πρόοδο και υψηλά μελλοντικά κέρδη σε αντίθεση με τη μείωση μερισμάτων που υποδηλώνει επερχόμενη πτώση απόδοσης. Αν η Διοίκηση μιας εταιρίας πιστεύει σε μελλοντική ανάπτυξή της, τότε πιθανώς να αυξήσει τα μερίσματα γεγονός που οι επενδυτές λαμβάνουν ως θετικό σήμα κάτι που αποτελεί και στόχο της εταιρίας. Από την άλλη εταιρίες με επιτυχημένη πορεία ίσως παρακρατούν κέρδη, λόγω του ότι συγκριτικά με την έκδοση μερισμάτων και νέων μετοχών η εσωτερική χρηματοδότηση είναι λιγότερο δαπανηρή. Αντίθετα, λιγότερο επιτυχημένες εταιρίες ίσως προτιμήσουν τη διανομή μερισμάτων ως μια μέθοδο αποεπένδυσης.
Σταθερότητα [8]
Μια σταθερή ανάπτυξη στα μερίσματα συχνά εκλαμβάνεται από τους επενδυτές ως δείκτης χαμηλού κινδύνου. Έτσι από την πλευρά των εταιριών είναι επιθυμητή μια σταθερή ανάπτυξη της μερισματικής τους πολιτικής ώστε να δημιουργείται η εικόνα σχετικά χαμηλού κινδύνου, και άρα μείωση στο κόστος του μετοχικού κεφαλαίου. Οι εναλλαγές όμως ανάμεσα σε περιόδους ανόδου και πτώσης μιας επιχείρησης έχουν σημαντική επίπτωση στη μερισματική πολιτική γι’ αυτό και στα πλαίσια μιας συνετής διαχείρισης η εταιρία πρέπει να προσαρμόζεται στις αλλαγές από καιρό σε καιρό. Κατά τη διάρκεια της περιόδου άνθησης, θα πρέπει να δημιουργεί ένα καλό ύψος αποθεματικών για να μπορεί να αντέχει την περίοδο της ύφεσης και να διατηρεί μια σταθερή μερισματική πολιτική.
Κυβερνητική Πολιτική[7][8]
Οι τυχόν αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, οι βιομηχανικές πολιτικές και οι πολιτικές απασχόλησης που ακολουθεί επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Τα κέρδη τους επηρεάζονται είτε θετικά είτε αρνητικά και για το λόγο αυτό πρέπει να προσαρμόζει τη μερισματική της πολιτική στις εκάστοτε αλλαγές. Σε ορισμένες περιπτώσεις η κυβέρνηση ίσως αποφασίσει περιορισμό στο ποσοστό του μερίσματος για ορισμένες βιομηχανίες ή την επιβολή φόρου αν το ποσοστό του μερίσματος υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ύψος, αποφάσεις που σαφώς επηρεάζουν τις επιχειρήσεις.
Φορολογία [8]
Η υψηλή φορολογία μειώνει τα κέρδη μιας εταιρίας και επομένως οδηγεί σε χαμηλότερο ποσοστό μερισμάτων. Οι μέτοχοι που ανήκουν στις υψηλές φορολογικές κλίμακες επιθυμούν να λαμβάνουν μικρότερα μερίσματα και επιλέγουν τα κεφαλαιακά κέρδη. Πολλές εταιρείες θα ήθελαν συχνά να εκδώσουν επιπλέον μετοχές αντί να καταβάλουν υψηλά ποσοστά μερίσματος.
Η Στάση της Διοίκησης [7]
Το αν η στάση της διοίκησης χαρακτηρίζεται από διορατικότητα, συντηρητισμό ή ένα πιο φιλελεύθερο πνεύμα έχει σαφή επιρροή στη μερισματική πολιτική που ακολουθεί.
Παράγοντες που ευνοούν την υψηλή μερισματική πολιτική
Επιθυμία για υψηλό τρέχον εισόδημα [9]
Το επιχείρημα των Miller και Modigliani που σχετίζεται με την ικανότητα των μετόχων να δημιουργούν εισόδημα είτε πουλώντας τις μετοχές τους βασίζεται στη μη ύπαρξη μεταβιβαστικού κόστους. Κάτω από μια πιο ρεαλιστική βάση όμως συχνά ιδιώτες προτιμούν τα υψηλά μερίσματα σε μετοχές αφού τα κόστη συναλλαγών για την πώληση λίγων μετοχών ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να είναι δυνατή η πραγματοποίηση τρέχοντος εισοδήματος μπορούν να αποβούν πολύ υψηλά.
Πελατειακή συμπεριφορά ή αποτέλεσμα πελατείας (Clientele Effect) [1][9][10]
Υπάρχουν ομάδες επενδυτών που ανάλογα με τις ανάγκες τους έχουν διαφορετικές προτιμήσεις σχετικά με το ύψος και τον τρόπο πληρωμής του μερίσματος από μια εταιρία στην οποία έχουν επενδύσει. Κάποιοι μέτοχοι προτιμούν τις μετοχές που δε δίνουν μέρισμα, άλλοι αυτές που δίνουν τακτικά ενώ άλλοι κινούνται υπέρ μερισμάτων ή κεφαλαιακών κερδών με βάση φορολογικούς λόγους. Το αποτέλεσμα πελατείας υποδηλώνει πως οι διαφορές στις προτιμήσεις είναι και αυτές που ωθούν έναν επενδυτή στο να επιλέξει ή όχι μια εταιρία με κριτήριο τη μερισματική της πολιτική. Επομένως η διοίκηση της επιχείρησης προσαρμόζει τη μερισματική της πολιτική προς ικανοποίηση περισσότερων επενδυτών επιφέροντας έτσι αλλαγές στη μετοχική της σύνθεση και κατ’ επέκταση στην τιμή της μετοχής.
Φορολογικοί λόγοι [8]
Αφορά κυρίως σε θεσμικούς επενδυτές οι οποίοι προτιμούν τα μερίσματα έναντι των κεφαλαιακών κερδών λόγω της πιθανής ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης. Γι’ αυτό άλλωστε και είναι φανερή η προτίμησή τους για τα κρατικά ομόλογα που συχνά είναι αφορολόγητα.
Ασύμμετρη Πληροφόρηση και Πληροφοριακό Περιεχόμενο Μερισμάτων [1][10]
Έχει διαπιστωθεί πως αυξήσεις στην τιμή των μετοχών σχετίζονται με αντίστοιχες ανακοινώσεις αύξησης στα μερίσματα κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η θεωρία της Μη Σχετικότητας του Μερίσματος. Σε περιπτώσεις που η Διοίκηση γνωρίζει περισσότερα για τις μελλοντικές προοπτικές της επιχείρησης από όσους βρίσκονται εκτός αυτής, μπορεί να περάσει ως μήνυμα αυτή την επιπλέον γνώση στους επενδυτές μέσω αλλαγών στην μερισματική πολιτική. Κατά συνέπεια οι μεταβολές στα μερίσματα έχουν πληροφοριακό περιεχόμενο. Η αύξηση των μερισμάτων είναι ένα αξιόπιστο μήνυμα σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις της επιχείρησης καθώς ακόμα και αν η διοίκηση επιχειρήσει να δώσει ψευδή σημάδια αυξάνοντας τα μερίσματα σήμερα θα αναγκαστεί να τα μειώσει στο μέλλον, μια κίνηση στην οποία ελάχιστοι διοικούντες θα ήταν πρόθυμοι να προβούν
Χαμηλότερα Κόστη Αντιπροσώπευσης (Agency Costs) [1][9][10]
Συχνά σε περιπτώσεις στις οποίες η διοίκηση μιας εταιρίας δε συμπίπτει με τους ιδιοκτήτες της ανακύπτουν προβλήματα σύγκρουσης συμφερόντων κυρίως λόγω των διαφορετικών στόχων της κάθε ομάδας. Η σύγκρουση αυτή είναι γνωστή ως σύγκρουση αντιπροσώπευσης (agency conflict) και επιφέρει επιπλέον δαπάνες όπως για παράδειγμα κόστη που απαιτούνται για τον έλεγχο της διοίκησης. Τα κόστη αυτά καλούνται κόστη αντιπροσώπευσης. Η πρωτογενής αγορά δρα ως ένας τρόπος ελέγχου της διοίκησης που τυχόν αποκλίνει από τα συμφέροντα των μετόχων. Το κόστος έκδοσης νέων μετοχών αντισταθμίζεται από το χαμηλότερο κόστος αντιπροσώπευσης. Όταν μια επιχείρηση πληρώνει μερίσματα, χρειάζεται συχνά να αυξάνει τα εξωτερικά της κεφαλαία, ακόμη όμως και αν δε χρειάζεται αύξηση της εξωτερικής χρηματοδότησης, η πληρωμή μερισμάτων μειώνει το ύψος των ελεύθερων ταμειακών ροών που είναι διαθέσιμα στους διοικούντες και έτσι μειώνεται και πάλι το κόστος αντιπροσώπευσης.
Απόφαση Αβεβαιότητας [9]
Η τιμολόγηση ενός αξιόγραφου από τους επενδυτές γίνεται μέσω της πρόβλεψης και της προεξόφλησης των μελλοντικών μερισμάτων. Σύμφωνα με τον Gordon, οι προβλέψεις για μερίσματα στο μακρινό μέλλον ενέχουν υψηλότερο βαθμό αβεβαιότητας σε σχέση με μερίσματα που πρόκειται να ληφθούν σε σύντομο χρονικό ορίζοντα. Το προεξοφλητικό επιτόκιο σχετίζεται θετικά με το βαθμό της αβεβαιότητας των μερισμάτων άρα η τιμή της μετοχής θα έπρεπε να είναι χαμηλή για εταιρίες που πληρώνουν χαμηλό μέρισμα τώρα με σκοπό τη διανομή υψηλότερων μερισμάτων στο μέλλον και αντίστροφα.
Παράγοντες κατά της υψηλής μερισματικής πολιτικής
Προσωπικοί φόροι [9][10]
Όταν τα κεφαλαιακά κέρδη τυγχάνουν ευνοϊκότερης φορολογικής αντιμετώπισης σε σχέση με τα μερίσματα οι επενδυτές προτιμούν τα κεφαλαιακά κέρδη αφού τα τελευταία φορολογούνται μόνο αφότου έχουν πραγματοποιηθεί και επομένως είναι δυνατή η αναβολή της φορολογίας.
Μεταβιβαστικά κόστη [9][10]
Οι επενδυτές υφίστανται τα μεταβιβαστικά κόστη της επανεπένδυσης των εισοδημάτων που προέρχονται από τα μερίσματα ενώ οι εταιρίες ίσως πρέπει να πληρώσουν είτε για πληθωριστικά κόστη σε περίπτωση που τα μερίσματα χρηματοδοτούνται από την έκδοση νέων μετοχών είτε για αμοιβές δανεισμού.
Θεωρίες Μερισματικής Πολιτικής
Υπάρχουν τρεις θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να εξετάσουν την επίδραση της μερισματικής πολιτικής στις προτιμήσεις των επενδυτών και επομένως στην αξία της εταιρίας.[1][11]
Θεωρίες Μερισματικής Πολιτικής
Θεωρία Αποτέλεσμα
Α Miller & Modigliani (1961) Δεν ξεχωρίζει καμία μερισματική πολιτική ως άριστη - ουδετερότητα
Β Lintner (1962) & Gordon (1963) Η υψηλή μερισματική πολιτική είναι άριστη
Γ Litzenberger & Ramaswamy (1979) Η χαμηλή μερισματική πολιτική είναι άριστη
Α. Η θεωρία της Μη Σχετικότητας του Μερίσματος (Dividend Irrelevance Theory)
Όπως μαρτυρά και ο τίτλος της συγκεκριμένης θεωρίας οι Merton Miller & Franco Modigliani ("The Journal of Business © 1961") σύμφωνα με το ομότιτλο θεώρημά τους ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στη μερισματική πολιτική και την τιμή της μετοχής μιας επιχείρησης. Υποστηρίζουν πως οι επενδυτές που κατέχουν κάποιες μετοχές δεν ενδιαφέρονται για τη μορφή και την προέλευση αλλά για το συνολικό ύψος της απόδοσης που λαμβάνουν από αυτές. Άλλωστε η πώληση μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε μετρητά όταν αυτό κριθεί επιθυμητό. Επομένως η εν λόγω θεωρία δεν τάσσεται υπέρ κάποιας συγκεκριμένης μερισματικής πολιτικής την οποία να ξεχωρίζει ως άριστη. Πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές πως τα παραπάνω βασίζονται στην υπόθεση της μη ρεαλιστικής «τέλειας αγοράς» που συνοπτικά υπονοεί τη ΜΗ ύπαρξη:
Φόρων εισοδήματος ιδιωτών και επιχειρήσεων
Κόστους έκδοσης και διάθεσης μετοχών, κόστους συναλλαγών και κόστους μεταβίβασης.
Προτίμησης μεταξύ εισοδήματος από μερίσματα και εισοδήματος από κέρδη κεφαλαίου από πλευράς των επενδυτών.
Εξάρτησης μεταξύ επενδυτικής και μερισματικής πολιτικής της επιχείρησης
Ασύμμετρης πληροφόρησης
Ο μη ρεαλιστικός χαρακτήρας της υπόθεσης αυτής εκτός του ότι έχει προκαλέσει αντικρουόμενες απόψεις για τη θεωρία της Μη Σχετικότητας του Μερίσματος καθιστά την προσέγγιση αυτή θεωρητική.
Β. Η θεωρία του «Καλύτερα πέντε και στο χέρι» (Bird-in-the-Hand-Theory)
Η θεωρία του «Καλύτερα πέντε και στο χέρι» βασίζεται κατά κύριο λόγο στις εργασίες του M. Gordon ("The Journal of Finance © 1963") και του J. Lintner ("The Review of Economics and Statistics © 1962"). Η συγκεκριμένη θεωρία εστιάζει στον παράγοντα της αβεβαιότητας που αισθάνονται οι μέτοχοι και υποστηρίζει πως οι παρούσες αποδόσεις των μερισμάτων έχουν μικρότερο βαθμό αβεβαιότητας συγκριτικά με τις μελλοντικές αποδόσεις των κεφαλαιακών κερδών που εμπεριέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Άρα με δεδομένο το χαμηλότερο κίνδυνο που έχουν τα μερίσματα σε σχέση με αυτό των κερδών κεφαλαίου, όσο αυξάνεται το ποσοστό των διανεμομένων κερδών το κόστος του μετοχικού κεφαλαίου μειώνεται και η τιμή της μετοχής αυξάνεται. Συμπερασματικά για να επιτευχθεί ο στόχος κάθε επιχείρησης, που είναι η μεγιστοποίηση της τιμής της μετοχής της, το ποσοστό των διανεμομένων κερδών της θα πρέπει να είναι μεγάλο. Οι Miller και Modigliani εναντιώθηκαν στην άποψη αυτή γι’ αυτό και την ονόμασαν «πλάνη του καλύτερα πέντε και στο χέρι» (bird-in-the-hand-theory fallacy).
Γ. Η θεωρία της Φορολογικής Διαφοροποίησης (Tax Preference Theory)
Η θεωρία της Φορολογικής Διαφοροποίησης προέρχεται κυρίως από τους R. H. Litzenberger & του K. Ramaswamy ("The Effect of Personal Taxes and Dividends on Capital Asset Prices © 1971"). Η εν λόγω θεωρία υπογραμμίζει την προτίμηση των επενδυτών προς το μελλοντικό εισόδημα που προέρχεται από την επανεπένδυση των κερδών έναντι του τρέχοντος εισοδήματος από τα μερίσματα. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στη διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση μεταξύ των δύο που κλίνει υπέρ των κεφαλαιακών κερδών αλλά και στη δυνατότητα που έχει ένας επενδυτής να αναβάλει την πληρωμή του φόρου μέχρις ότου πουλήσει τις μετοχές του. Όταν συμβεί αυτό σε μελλοντικό χρόνο δηλαδή θα αποκτήσει κέρδη κεφαλαίου για τα οποία σαφώς και θα φορολογηθεί, λαμβάνοντας όμως υπόψη τη χρονική αξία του χρήματος γίνεται φανερό πως το αποτέλεσμα θα είναι και πάλι ευνοϊκότερο. Έτσι προτείνεται η εφαρμογή μιας πολιτικής χαμηλών μερισμάτων για την επίτευξη της μεγιστοποίησης της τιμής της μετοχής που επιθυμούν οι επιχειρήσεις.
Πολιτικές Διανομής Μερίσματος
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ
Υπολειμματική Μερισματική Πολιτική (Residual Dividend Policy)
[11] Σύμφωνα με αυτή, τα κέρδη διατίθενται πρωτίστως για τη χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων και όταν προκύπτουν περισσευούμενα κεφάλαια διανέμονται ως μερίσματα.
ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΑ
Πολιτική Σταθερών Μερισμάτων (Stable Dividend Policy)
[12][13] Καλείται η πολιτική που ακολουθεί μια επιχείρηση η οποία καταβάλλει σε μόνιμη βάση ένα σταθερό ποσό μερίσματος και το διατηρεί ανεξαρτήτως διακυμάνσεων στο επίπεδο των κερδών της. Η πολιτική αυτή θεωρείται επιθυμητή από τη διοίκηση των εταιριών. Επίσης οι περισσότεροι από τους μετόχους προτιμούν τα σταθερά μερίσματα αφού, με όλα τα άλλα να παραμένουν σταθερά, τα σταθερά μερίσματα έχουν θετική επίπτωση στην τιμή αγοράς της μετοχής.
Τρεις από τις πολιτικές μερίσματος που χρησιμοποιούνται συχνά είναι οι εξής:
Σταθερό μέρισμα ανά μετοχή (Constant Dividend per Share)
Η πολιτική αυτή βασίζεται στην καταβολή ενός σταθερού μερίσματος σε κάθε περίοδο. Ορισμένες εταιρίες υιοθετούν την πολιτική πληρωμής ενός σταθερού ποσού ανά μετοχή ως μέρισμα κάθε περιόδου, μη λαμβάνοντας υπόψη τυχόν διακυμάνσεις στα κέρδη της εταιρίας. Η συγκεκριμένη πολιτική δεν υπονοεί πως το μέρισμα ανά μετοχή ή το ποσοστό μερίσματος δεν αυξάνονται ποτέ. Όταν η εταιρία φθάνει σε ένα νέο επίπεδο κερδών και αναμένει να το διατηρήσει, το ετήσιο μέρισμα ανά μετοχή μπορεί να αυξηθεί. Επενδυτές που έχουν τα μερίσματα ως μοναδική πηγή εισοδήματος προτιμούν την εν λόγω πολιτική.
Πολιτική Σταθερής Αναλογίας Πληρωμής (Constant Dividend Payout Ratio)
Ο λόγος μερίσματος προς κέρδη είναι γνωστός ως Αναλογία Πληρωμής [14] (Payout Ratio). Όταν ένα σταθερό ποσοστό των κερδών καταβάλλεται ως μέρισμα σε κάθε περίοδο, η υιοθετούμενη πολιτική χαρακτηρίζεται ως Σταθερής Αναλογίας Πληρωμής. Δεδομένου ότι τα κέρδη παρουσιάζουν διακυμάνσεις, μια τέτοια πολιτική συνεπάγεται διακυμάνσεις και στα μερίσματα. Διασφαλίζει ότι καταβάλλονται μερίσματα όταν πραγματοποιούνται κέρδη ενώ αποφεύγονται όταν παρουσιάζονται ζημίες.
Χαμηλό Τακτικό Μέρισμα συν Έκτακτο (Low Regular Dividend Plus Extra Policy)
Η πολιτική που προσδιορίζεται από την καταβολή ενός χαμηλού τακτικού μερίσματος συν ενός πρόσθετου μερίσματος αποτελεί ουσιαστικά μια ενδιάμεση των δύο προηγούμενων πολιτικών (σταθερού μερίσματος και σταθερής αναλογίας). Μια πολιτική σαν και αυτή δίνει στην εταιρία ευελιξία ενώ οι μέτοχοι μπορούν να στηρίζονται στο ότι θα τους καταβληθεί τουλάχιστον ένα ελάχιστο μέρισμα. Υιοθετείται συχνά από εταιρίες με σχετικά ευμετάβλητα κέρδη από χρόνο σε χρόνο. Η συγκεκριμένη πολιτική μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και σε περιπτώσεις που τα κέρδη μειώνονται οπότε επιπλέον μερίσματα θα καταβάλλονται μόνο όταν υπάρχει πλεόνασμα κεφαλαίου.
Διάσπαση & Αντίστροφη Διάσπαση μετοχών
Η Διάσπαση Μετοχών [15] (Stock Split) είναι μια μέθοδος αύξησης του αριθμού των υπαρχόντων μετοχών χωρίς να αλλάζει η συνολική ονομαστική τους αξία καθώς προϋποθέτει παράλληλη μείωση της ονομαστικής και χρηματιστηριακής αξίας της κάθε μετοχής. Οι Διευθυντές μιας εταιρίας μέσω της απόφασης για διάσπαση μετοχών καθιστά την ιδιοκτησία μετοχών πιο προσιτή σε μια ευρύτερη βάση επενδυτών.
Ένα μέρισμα σε μετοχές αποτελεί πρακτικά τρόπο πληρωμής μερίσματος ενώ η διάσπαση μετοχών όχι.
Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν εμπεριέχεται πληρωμή μετρητών ενώ και οι δύο έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερο αριθμό μετοχών με αμετάβλητο το τελικό ποσοστό ιδιοκτησίας των μετόχων.
Από μόνη της η διάσπαση μετοχών όπως και το μέρισμα σε μετοχές δεν αλλάζουν τον πλούτο των μετόχων έχουν όμως σε γενικές γραμμές ευνοϊκές ψυχολογικές επιπτώσεις για τους ιδιοκτήτες.
Η ανακοίνωση διάσπασης ή μεγάλου μερίσματος σε μετοχές δίνει θετικό σήμα στην αγορά και υποδηλώνει την αυτοπεποίθηση της διοίκησης για περαιτέρω ανάπτυξη κάτι που προκαλεί αυξητική τάση στην τιμή της μετοχής.
Η Αντίστροφη Διάσπαση Μετοχών (Reverse Stock Split) αφορά στην αντικατάσταση περισσότερων μετοχών από μια ίσης συνολικής ονομαστικής αξίας και πρακτικά χρησιμοποιείται δίνοντας αρνητικό σήμα στην αγορά σε περιπτώσεις που η διοίκηση θέλει να μειώσει τον αριθμό των μετοχών που κυκλοφορούν.
Επαναγορά Ιδίων Μετοχών
Η Επαναγορά Ιδίων Μετοχών [9][16](Stock Repurchase) όπως υποδηλώνει και το όνομά της αφορά στην τακτική μιας εταιρίας να αγοράζει τις ίδιες τις μετοχές της. Με μια τέτοια κίνηση η διοίκηση της εταιρίας δίνει συνήθως ένα θετικό σήμα στην αγορά αφού υπονοεί πως θεωρεί τις μετοχές της υποτιμημένες. Έτσι μειώνει τον αριθμό των μετοχών που έχει σε κυκλοφορία, αυξάνει τα κέρδη ανά μετοχή και τείνει να ανυψώσει την αξία αγοράς των υπολοίπων μετοχών.
Αναφορές
,Χρηματοοικονομική Διοίκηση – Θεωρία & Πράξη, Δημήτριος Βασιλείου – Νικόλαος Ηρειώτης, Εκδοτικός Οίκος: Rosili (2008), ISBN 978-960-89407-1-0
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ, Ανακτήθηκε στις 24-02-2011 "Μερίσματα και ανάπτυξη εταιρίας" Αρχειοθετήθηκε 2011-02-22 στο Wayback Machine.
"Χρηματοοικονομική ΙΙ" Αρχειοθετήθηκε 2009-12-28 στο Wayback Machine. Καινούργιος Δημήτριος - Λέκτορας Χρηματοοικονομικής, Διαλέξεις 5 & 6, Περίοδος η (2007-2008), Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα – ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ανακτήθηκε στις 18-02-2011
"Forms of Dividend", Factors affecting dividend policy? , WikiAnswers , Ανακτήθηκε στις 26-02-2011
"Dividend Definition" Αρχειοθετήθηκε 2010-06-20 στο Wayback Machine., Maps of World - finance, Ανακτήθηκε στις 24-02-2011
"Key Terms"[νεκρός σύνδεσμος], Chapter 17, Financial Management - principles and applications, PEARSON, Ανακτήθηκε στις 24-02-2011
, "Factors Affecting Dividend Policy", ARTICLESBOOK.COM, Ανακτήθηκε στις 25-02-2011
, "Factors Affecting Dividend Policy" Αρχειοθετήθηκε 2011-09-12 στο Wayback Machine., THE FREE MBA RESOURCE , Ανακτήθηκε στις 25-02-2011
, Χρηματοοικονομική Ανάλυση Επιχειρήσεων, Μανώλης Ξανθάκης – Χρήστος Αλεξάκης, Εκδόσεις: ΣΤΑΜΟΥΛΗ Α.Ε. (2007), ISBN 978-960-351-679-8
, "Reasons for High Dividend" , Dividend Policy: Why Does It Matter? , "University of Science and Technology Beijing" , Ανακτήθηκε στις 25-02-2011
"πολιτική μερισμάτων: βασική στο χρηματοοικονομικό μάνατζμεντ της επιχείρησης", bluewavemag.com, by alexander consulting, Ανακτήθηκε 19-02-2011
"DIVIDEND POLICY AND ITS IMPACT ON SHARE PRICE", Ανακτήθηκε στις 25-02-2011
"Dividend Policy", Hong Kong Institute of Accredited Accounting Technicians, Ανακτήθηκε στις 23-02-2011
"Payout Ratio", INVESTOPEDIA
"Financial Management Fundamentals", docstoc.com, by Dubai Women’s College, Ανακτήθηκε στις 26-02-2011
"Share Repurchase", INVESTOPEDIA
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
"Στρατηγικές μερισμάτων", ΤΑΣΟΣ ΜΑΝΤΙΚΙΔΗΣ, "ΤΟ ΒΗΜΑ", Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010.
"Μετοχές με υψηλό μέρισμα η 'απάντηση' στην κρίση", EURO2DAY.GR, 30 Μαρτίου 2010, ΑΡΧΙΚΗ ΠΗΓΗ: "FT.com" Αρχειοθετήθηκε 2016-10-03 στο Wayback Machine.
"Subject - Dividend Decisions", CiteFin.com
"Dividends", by O. Emre Ergungor, April 1, 2004
"DIVIDEND POLICY"
"Article: Factors influencing corporate dividend decision: evidence from Jordanian panel data."[νεκρός σύνδεσμος], Al-Malkawi, Husam-Aldin Nizar, March 22, 2008 .
Εγκυκλοπαίδεια Οικονομίας
Αλφαβητικός κατάλογος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License