.
«Η σπασμένη τζαμαρία» είναι μία από τις «οικονομικές σοφιστείες» που περιέγραψε ο οικονομολόγος Φρεντερίκ Μπαστιά στο δοκίμιό του «Αυτό που βλέπουμε και αυτό που δεν βλέπουμε» (Ce qu'on voit et ce qu'on ne voit pas)[1] το οποίο εκδόθηκε το 1850, προκειμένου να διαλύσει την ψευδαίσθηση ότι μέσα από την καταστροφή υλικών αγαθών θα μπορούσε να ευνοηθεί η οικονομική δραστηριότητα, και να διευκρινίσει την έννοια του κόστους ευκαιρίας, συγκεκριμένα τη σημασία του κρυφού κόστους οποιασδήποτε οικονομικής απόφασης.
Παρουσίαση
«Η σπασμένη τζαμαρία» είναι ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου του έργου «Αυτό που βλέπουμε και αυτό που δεν βλέπουμε». Ο Μπαστιά ξεκινάει από μια ιστορία που αφηγείται, του γιου του «Ζακ Μπονόμ», ο οποίος σπάει ένα τζάμι, και την αντίδραση των θεατών: «Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Από τέτοια ατυχήματα προχωράει η βιομηχανία. Όλοι πρέπει να ζήσουν. Τι θα απογίνονταν οι τζαμάδες, αν δεν σπάγαμε ποτέ τζάμια;» Ο Μπαστιά αναγνωρίζει πως το κόστος επισκευής του παράθυρου (6 φράγκα της εποχής) οφελεί άμεσα τη βιομηχανία τζαμάδων («αυτό που βλέπουμε») αλλά αντιτίθεται στο συμπέρασμα ότι απ'αυτό προκύπτει κέρδος για τη βιομηχανία συνολικά, καθώς αυτό αγνοεί τις άλλες χρήσεις που μπορούσαν να προκύψουν από αυτά τα 6 φράγκα («αυτό που δεν βλέπουμε»). Επιπλέον, εάν το παράθυρο δεν είχε σπάσει, ο Ζακ Μπονόμ θα μπορούσε να αφιερώσει τα ίδια χρήματα στην αγορά ενός ζευγαριού παπουτσιών, και «θα είχε ταυτοχρόνως στην κατοχή του ένα ζευγάρι υποδημάτων και ένα παράθυρο».
Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα πως «η κοινωνία χάνει την άξια των αντικειμένων που έχουν χαλαστεί άσκοπα», κάτι που συνοψίζει ως εξής: «η καταστροφή δεν είναι κέρδος».
Ορισμένοι βλέπουν στην σοφιστεία αυτή μια έμμεση κριτική των «κλασικών» οικονομικών δεικτών (το ΑΕΠ και η προστιθέμενη αξία) εις βάρος της κληρονομιάς, και άλλοι μάλιστα διακρίνουν μια κριτική προς την προσχεδιασμένη παλαίωση.
Έκταση
Για τον Μάικλ Μπέρεντ (Michael C. Behrent) και την αμερικανική δεξιά, η κριτική του Μπαστιά περιλαμβάνει μια θέση επιστημολογική, κατα την οποία η πλάνη του σπασμένου παραθύρου που ο Μπαστιά κατήγγειλε, αποκαλύπτει μια αντίληψη για την οικονομία επηρεασμένη απο τον σολιψισμό: για όποιον την συμμερίζεται, η πραγματικότητα είναι περιορισμένη σε ό,τι ο ίδιος αντιλαμβάνεται. Αγνοεί συστηματικά αυτό που ο ίδιος δεν βλέπει, προς χάριν αυτού που βλέπει: μία αντίληψη σολιψιστική, η οποία προσδίδει επιπλέον ώθηση στον παρεμβατισμό του κράτους. Πράγματι, το κράτος αποστραγγίζει τα έσοδα της κοινωνίας, που έχουν σκοπούς αλλότριους και αδιαφανείς, για να κατασκευάσει μεγάλα έργα και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας ορατές από όλους[2].
Εφαρμογές
Αυτή η πλάνη εμπεριέχεται σε αρκετές διαδεδομένες σήμερα ιδέες, όπως για παράδειγμα στο ότι οι πόλεμοι θα ενισχύσουν την οικονομία ή στην έννοια της προγραμματισμένης απαξίωσης, οι οποίες παρουσιάζουν ορατή επίδραση στην κατανάλωση ή την εν γένει ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά όλη αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για κάτι άλλο από την αποκατάσταση του ό,τι έχει ήδη καταστραφεί.
Έκδοση στα ελληνικά
Bastiat, Frédéric (2013). Η σπασμένη τζαμαρία. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. ISBN 9789605243982. Unknown parameter |month= ignored (βοήθεια)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Βίντεο
Παραπομπές
Frédéric Bastiat, Ce qu'on voit et ce qu'on ne voit pas, Ιούλιος 1850 (Γαλλικά)
Μπαστιά, πνευματικό ορόσημο για την αμερικανική δεξιά, Michael C. Behrent, 16 Ιουνίου 2010 (Γαλλικά)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License