.
Ανεργία είναι η κατάσταση ενός ατόμου, που, ενώ είναι ικανό, διαθέσιμο να απασχοληθεί και έχει τα κατάλληλα εφόδια, αδυνατεί να βρει εργασία.
Το εργατικό δυναμικό αποτελείται από όσους έχουν εργασία (απασχολούμενοι) και εκείνους που δεν απασχολούνται (άνεργοι) αλλά έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν και είναι διαθέσιμοι να εργασθούν. Το ποσοστό ανεργίας είναι ο αριθμός των ανέργων διαιρούμενος με το σύνολο του εργατικού δυναμικού. Οι τιμές που έχει καθιερωθεί να παρουσιάζονται είναι προσαρμοσμένες εποχιακά.
Είδη ανεργίας
Υπάρχουν τρία κύρια είδη ανεργίας:
Η ανεργία τριβής προκύπτει λόγω της ακατάπαυστης κίνησης των ανθρώπων μεταξύ περιοχών και θέσεων εργασίας ή διαφόρων σταδίων του κύκλου ζωής. Επίσης, περιλαμβάνονται τα άτομα που, λόγω φυσικών αιτιών, καθίστανται ανίκανα προς εργασία. Ουσιαστικά, αποτελεί το ελάχιστο επίπεδο ανεργίας που δεν μπορεί να μειωθεί σε μια δυναμική κοινωνία (εφ’ όσον, ακόμη και αν η οικονομία είναι σε πλήρη απασχόληση, κάποιοι θα αποχωρούν από τις θέσεις τους, κάποιοι φοιτητές θα ψάχνουν για εργασία μετά την αποφοίτησή τους, κάποιοι γονείς θα επανεντάσσονται στο εργατικό δυναμικό, και κάποιοι να θέλουν μια καλύτερη ή μια διαφορετική εργασία).
Η δομική ανεργία (ή διαρθρωτική ανεργία), οφείλεται στις αναντιστοιχίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, καθώς κάποιοι κλάδοι (ή ειδικότητες, ή γεωγραφικές περιοχές) έχουν αυξανόμενη ζήτηση και κάποιοι άλλοι πτωτική ζήτηση.
Η κυκλική ανεργία οφείλεται στην μειωμένη συνολική ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτή η μορφή ανεργίας είναι αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, η οποία έχει ως επακόλουθο την αδυναμία απορρόφησης του εργατικού δυναμικού.
Επίσης, η ανεργία μπορεί να κατηγοριοποιηθεί, ως προς την χρονική διάρκεια που το άτομο παραμένει εκτός απασχόλησης, σε μακροχρόνια ανεργία, σε βραχυχρόνια ανεργία και σε εποχιακή ανεργία.
Περαιτέρω κατηγοριοποιήσεις της ανεργίας γίνονται ανάλογα με τα κοινωνικά, δημογραφικά, εκπαιδευτικά, ηλικιακά ή άλλα χαρακτηριστικά (π.χ., γυναικεία ανεργία, ανεργία αποφοίτων Α.Ε.Ι., νεανική ανεργία, κ.ο.κ.).
Τα στοιχεία για την ανεργία στηρίζονται συνήθως στις ίδιες τις δηλώσεις των ανέργων στα ταμεία ανεργίας. Έτσι μια χώρα με πολύ υψηλότερα επιδόματα ανεργίας από μια άλλη, είναι δυνατόν να παρουσιάζει περισσότερη ανεργία επειδή περισσότεροι άνεργοι δηλώνουν επίσημα την κατάσταση τους για να λάβουν το επίδομα.
Σύμφωνα με το νεοκλασικό μοντέλο, σε μια πλήρως ελεύθερη αγορά δεν θα πρέπει να υπάρχει καθόλου μη-εθελοντική ανεργία, εκτός από την λεγόμενη ανεργία τριβής.
Οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της ανεργίας
Όταν υπάρχει ανεργία υπάρχει απώλεια προϊόντος και εισοδήματος με αποτέλεσμα το προϊόν και το εισόδημα που διατίθεται στην κοινωνία για κατανάλωση και για επένδυση να είναι λιγότερο. Αυτό έχει ως συνέπεια η παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας να βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο που θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν υπήρχε πλήρης απασχόληση. Άρα η οικονομία λειτουργεί στο εσωτερικό της καμπύλης παραγωγικών δυνατοτήτων και αυτό είναι σοβαρή απώλεια για την κοινωνία και την οικονομία. Γίνεται αυτόματα κατανοητό ότι η ανεργία δημιουργεί οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα πρώτα στους ίδιους τους ανέργους και σαν συνέπεια σε όλη την οικονομία γιατί ένα τμήμα του πληθυσμού δεν έχει εισόδημα να διαθέσει στην αγορά. Το πρόβλημα της ανεργίας δεν μπορεί να λυθεί μόνο με την παροχή επιδομάτων, αλλά με την απασχόληση των ανέργων στην παραγωγική διαδικασία.[1]
Δείτε επίσης
Κατάλογος χωρών κατά ποσοστό ανεργίας
Ανεργία στην Ευρώπη
Παραπομπές
«Η Επίδραση της Ανεργίας στην Ψυχική μας Υγεία». FoodOn – Τροφή για νέα αρχή. 9 Μαΐου 2021. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2022.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License