.
Μερικοί από τους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου, της περιόδου της φραγκοκρατίας, υπήρξαν αξιόλογοι ηγεμόνες. Αξίζει να δούμε κάπως λεπτομερέστερα τις βιογραφίες τους.
Ούγος Γ'
Πρώτος ξάδελφος και διάδοχος του Ούγου Β' στο θρόνο της Κύπρου. Βασίλεψε από το 1267 μέχρι το θάνατό του το 1284. Ήταν γιος της Ισαβέλλας Λουζινιανής (θυγατέρας του βασιλιά Ούγου Α') και του Ερρίκου της Αντιόχειας. Ο βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος Α' (1218-1253) ήταν θείος του, αδελφός της μητέρας του. Όταν ο γιος του Ερρίκου Α', ο βασιλιάς Ούγος Β', πέθανε σε νεαρή ηλικία το 1267 χωρίς ν' αποκτήσει διάδοχο, η βασιλική εξουσία περιήλθε στον κοντινότερο συγγενή του που ήταν ο Ούγος Γ'.
Ο Ούγος Γ' νυμφεύτηκε την Ισαβέλλα, της οικογένειας των Ιβελίνων (ήταν κόρη του Γκι ντ Ίμπελέν, κοντοσταύλη της Κύπρου, κι εγγονή του γνωστού Ιωάννη ντ Ίμπελέν, του "γηραιού κυρίου" της Βηρυτού). Μαζί της απέκτησε συνολικά 11 παιδιά από τα οποία δύο έγιναν βασιλιάδες, της Κύπρου: ο Ιωάννης Α' (1284-5) και ο Ερρίκος Β' (1285-1324). Μεταξύ των άλλων παιδιών του ήταν ο Αμορί, λόρδος της Τύρου και αντιβασιλιάς της Κύπρου το 1306-1310 όταν εκθρόνισε τον αδελφό του Ερρίκο Β', ο Γκι, κοντοσταύλης της Κύπρου, η Μαίρη που παντρεύτηκε το βασιλιά της Αραγονίας Ιάκωβο Β', η Μαργαρίτα, που παντρεύτηκε το βασιλιά της Αρμενίας Χαϋτόν Β', η Ελοΐζ, που παντρεύτηκε το βασιλιά της Αρμενίας Θορός Γ' και η Ισαβέλλα, που παντρεύτηκε τον επίσης βασιλιά της Αρμενίας Οσίν. Γιος του Γκι, του κοντοσταύλη της Κύπρου, ήταν ο μετέπειτα βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Δ'.
Το 1267, όταν ανήλθε στο θρόνο της Κύπρου, ο Ούγος Γ' κέρδισε και τον θρόνο των Ιεροσολύμων που είχε αποκτηθεί από τον προπάππο του Αμορί όταν ο τελευταίος είχε νυμφευτεί την Ισαβέλα της Καμπανίας, και που είχε απολεσθεί για τους Λουζινιανούς λίγο πιο ύστερα και περιέλθει στον Ιωάννη της Βριένης. Το θρόνο των Ιεροσολύμων τον κέρδισε προβάλλοντας τον εαυτό του ως νόμιμο κληρονόμο, λόγω συγγενικών δεσμών.
Έτσι, ο Ούγος Γ' από το 1267 ήταν βασιλιάς τόσο της Κύπρου όσο και των Ιεροσολύμων, και κατείχε και τους δυο θρόνους μέχρι το τέλος της ζωής του (1284). Όμως στις μέρες του το βασίλειο των Ιεροσολύμων πλήττονταν συνέχεια από τις δυνάμεις του Μαμελούκου σουλτάνου Μπαϊμπάρς και τα κάστρα κι οι πόλεις του σταδιακά αλώνονταν. Ο Ούγος προσπάθησε και ν' αντιδράσει δυναμικά αλλά και να έρθει σε συμφωνία με το Μπαϊμπάρς με διαπραγματεύσεις και υπογραφή ειρήνης, ιδίως μετά την απώλεια της Αντιόχειας χωρίς όμως να κατορθώσει να σταματήσει τους Μαμελούκους. Μάλιστα ο Μπαϊμπάρς προσπάθησε ακόμη να μεταφέρει τον πόλεμο κατά του Ούγου στην ίδια την Κύπρο, με επίθεση κατά της Λεμεσού το 1271, που απέτυχε. Ο Ούγος κατέβαλε τότε προσπάθειες να συνενώσει όλες τις χριστιανικές δυνάμεις της Παλαιστίνης, προκειμένου ν' αντιμετωπίσει τους Μαμελούκους. Ενώ όμως δρούσε προς αυτή την κατεύθυνση, πέθανε στην Τύρο το 1284. Μέχρι το 1291 οι Λουζινιανοί έχασαν εντελώς το βασίλειο των Ιεροσολύμων κι έκτοτε οι επόμενοι βασιλιάδες της Κύπρου έφεραν απλώς και τον τίτλο των βασιλιάδων των Ιεροσολύμων.
Ο Ούγος Γ', που αποκλήθηκε και μέγας, υπήρξε προστάτης των γραμμάτων. Μεταξύ άλλων, επέκτεινε κι εξωράισε το μοναστήρι του Πέλλα- Παΐς, που είχε ιδρυθεί από τον Ούγο Α'. Ήταν επίσης ικανός στρατιωτικός ηγέτης. Ωστόσο οι αγώνες του στη Συρία και Παλαιστίνη για ανάκτηση του βασιλείου των Ιεροσολύμων δεν ήταν δυνατό, στις δοσμένες συνθήκες, να πετύχουν, παρά μόνο με τη συνένωση των χριστιανικών δυνάμεων και την ενισχυμένη προσπάθεια, πράγμα που δεν έγινε κατορθωτό.
Ερρίκος Β'
Βασιλιάς της Κύπρου από το 1285 μέχρι το 1324. Γεννήθηκε το 1271 και ήταν γιος του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Γ' (1267-1284). Μετά το θάνατο του Ούγου Γ', στο θρόνο ανήλθε το 1284 ο πρωτότοκος γιος του Ιωάννης Α', που πέθανε όμως τον επόμενο χρόνο, οπότε τον διαδέχτηκε ο δευτερότοκος γιος του Ούγου, ο Ερρίκος Β'. Ο τελευταίος ήταν ασθενικός και δε γέννησε διάδοχο. Μετά το θάνατό του, το 1324, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο ανεψιός του Ούγος Δ' (1324-1359), γιος του αδελφού του Γκι (Γουίδου) και της Εχίβης ντ Ίμπελέν.
Η στέψη του Ερρίκου Β' ως βασιλιά της Κύπρου έγινε στη Λευκωσία στις 24.6.1285. Τον επόμενο χρόνο πήγε στην Τύρο όπου στέφτηκε στις 15.8.1286 και βασιλιάς των Ιεροσολύμων. Η στέψη έγινε στην Τύρο επειδή τα Ιεροσόλυμα, που αποτέλεσαν μαζί με την Κύπρο ένα βασίλειο, βρίσκονταν κάτω από την κατοχή των Μωαμεθανών.
Ο Ερρίκος ήταν εκείνος που άρχισε να οχυρώνει τη Λευκωσία, κτίζοντας τα τείχη της πόλης η οποία, μέχρι τότε, δε διέθετε. Οι οχυρώσεις που άρχισε ο Ερρίκος και που συμπληρώθηκαν αργότερα, γκρεμίστηκαν από τους Βενετούς κατά την περίοδο της ενετοκρατίας κι αντικαταστάθηκαν με άλλες, αυτές που τα απομεινάρια τους υφίστανται σήμερα.
Στις 26.4.1306 εκδηλώθηκε κίνημα των ευγενών κατά του βασιλιά Ερρίκου, που επικράτησε αναίμακτα. Η δικαιολογία ήταν ότι ο βασιλιάς δεν κυβερνούσε άξια τη χώρα εξαιτίας της ασθένειάς του. Επικεφαλής του κινήματος ήταν ο αδελφός του βασιλιά, ο Αμάλριχος Λουζινιανός, που ανακηρύχτηκε αντιβασιλιάς. Ελάχιστοι μόνο διαφώνησαν με το κίνημα, ανάμεσα σ' αυτούς και η μητέρα του βασιλιά και του πραξικοπηματία αντιβασιλιά, Ισαβέλλα, που έκλαιγε, φώναζε και καλούσε το λαό και τους ευγενείς ν' αντισταθούν στους κινηματίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το πραξικόπημα υποστήριξαν, εκτός από την πλειονότητα των ευγενών και τα μέλη της Λατινικής Εκκλησίας της Κύπρου καθώς και οι Ναΐτες ιππότες που βρίσκονταν στο νησί.
Ο άρρωστος βασιλιάς Ερρίκος αναγκάστηκε να συνάψει ταπεινωτική γι' αυτόν συμφωνία με τον αδελφό του, στον οποίο παραχώρησε την εξουσία. Ο ίδιος αποσύρθηκε με την ακολουθία του στο κτήμα που είχε στο Στρόβολο, κοντά στη Λευκωσία, όπου ασχολιόταν με την εκγύμναση των γερακιών του. Λίγο αργότερα όμως, ο βασιλιάς δοκίμασε ν' ανακαταλάβει την εξουσία, αλλά απέτυχε και πολιορκήθηκε στο παλάτι του στη Λευκωσία. Όμως στις 7.2.1307 ο Αμάλριχος κατόρθωσε να συλλάβει το βασιλιά, που τον έστειλε αιχμάλωτο στο βασιλιά της Αρμενίας Χατόν (Hayton). Ο βασιλιάς της Αρμενίας Χατόν Β' ήταν συγγενής του Αμάλριχου επειδή ο τελευταίος είχε νυμφευτεί την αδελφή του Ισαβέλλα η οποία, μετά τον εκτοπισμό του Ερρίκου, γινόταν τώρα βασίλισσα (σωστότερα αντιβασίλισσα) της Κύπρου.
Ο Ερρίκος παρέμεινε στην εξορία μέχρι το θάνατο του αδελφού του Αμάλριχου, που δολοφονήθηκε από έναν ευγενή, το Σιμόν ντε Μοντολίφ στις 5.3.1309 κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά ή στις 5.6.1310 κατά το Στραμβάλδι. Λίγο αργότερα μπόρεσε να επιστρέψει στην Κύπρο και ν' ανέλθει ξανά στο θρόνο.
Πέθανε την 31.3.1324 στο κτήμα του στο Στρόβολο και τάφηκε στην εκκλησία του Αγίου Δομινίκου στη Λευκωσία. Ο Ερρίκος διεξήγαγε περιορισμένης έκτασης στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Σαρακηνών στη Συρία και στην Αίγυπτο και κατά των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Το 1291 ο ίδιος παραβρέθηκε, μαζί με ιππότες από την Κύπρο, στην Άκρα και πολέμησε κατά των δυνάμεων του σουλτάνου Ασράφ που πολιόρκησαν την πόλη. Ο Ερρίκος διέφυγε στην Κύπρο όταν η πτώση της Άκρας ήταν πια βέβαιη. Στη συνέχεια κατακτήθηκαν από τους Μαμελούκους η Τύρος, η Σιδών, η Βηρυτός και άλλες πόλεις, από τις οποίες πολλοί πρόσφυγες κατέφυγαν στην Κύπρο.
Στις μέρες του βασιλιά Ερρίκου Β' σημειώθηκε και η ρήξη των Ναϊτών ιπποτών με τον πάπα ύστερα από κατηγορίες εναντίον τους από το βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο τον Ωραίο. Οι Ναΐτες, που βρίσκονταν στην Κύπρο όπου διέθεταν και τεράστια περιουσία καταδικάστηκαν από τον πάπα που έδωσε εντολή στον Αμάλριχο να τους εξοντώσει. Ο Αμάλριχος φάνηκε απρόθυμος να εκτελέσει την εντολή της Αγίας Έδρας γιατί οι Ναΐτες τον είχαν βοηθήσει στο πραξικόπημα κατά του αδελφού του. Τους περιόρισε όμως και τους αφόπλισε και αργότερα οι Ναΐτες εξολοθρεύτηκαν και η περιουσία του τάγματός τους μεταβιβάστηκε στο τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών.
Ο Ερρίκος, όταν επέστρεψε από την εξορία κι έγινε δεκτός με πανηγυρισμούς, τήρησε κατά το υπόλοιπο της βασιλείας του σκληρή στάση, κυρίως απέναντι σ' εκείνους που είχαν υποστηρίξει τον αδελφό του. Τους περισσότερους, παρά το ότι ζήτησαν συγχώρεση, τους έκλεισε στη φυλακή του κάστρου της Κερύνειας όπου τους άφησε να πεθάνουν από πείνα.
Ο βασιλιάς Ερρίκος δε φαίνεται να είχε καλή φήμη στην Ευρώπη γιατί οι συγγραφείς της εποχής του μιλούν περιφρονητικά γι' αυτόν. Ακόμη κι ο Δάντης, στη Θεία Κωμωδία, τον παρουσιάζει σκληρό δυνάστη:...Η Φαμαγκούστα κλαίν κι η Λευκωσία για τ' άνομο θεριό τους και μουγκρίζουν, που απ' τ' άλλα τα θεριά δεν ξεμακραίνει...
Ο Δάντης, για να γίνουν πιστευτοί οι ισχυρισμοί του για την αγριότητα των βασιλιάδων, φέρνει εδώ ως παράδειγμα το βασιλιά της Αμμοχώστου και της Λευκωσίας (19ο τραγούδι του Παραδείσου).
Ο Ερρίκος ήλθε επίσης σε ρήξη με τους Γενουάτες που βρίσκονταν στην Κύπρο, γιατί οι εμπορικές τους δραστηριότητες συγκρούονταν με τα εμπορικά συμφέροντα του δικού του βασιλείου. Δεν μπόρεσε όμως να τους πλήξει καίρια κι αναγκάστηκε να παραχωρήσει προνόμια στους αντίπαλούς τους Βενετούς.
Ούγος Δ'
Βασιλιάς της Κύπρου από το 1324 μέχρι το θάνατό του το 1359. Γεννήθηκε το 1300. Ήταν γιος του Γκι ντε Λουζινιάν, κοντοσταύλη της Κύπρου και αδελφού του βασιλιά Ιωάννη Α' (1284-1285) και του βασιλιά Ερρίκου Β' (1285-1324). Μητέρα του ήταν η Εχίβη, της μεγάλης και σημαντικής μεσαιωνικής οικογένειας των Ιβελίνων. Ο Ούγος Δ' νυμφεύτηκε δυο φορές, και τις δυο με γυναίκες επίσης της οικογένειας των Ιβελίνων: πρώτη σύζυγός του ήταν η Μαρία ντ' Ιμπελέν μετά το θάνατο της οποίας ο Ούγος νυμφεύτηκε την Αλίκη ντ' Ιμπελέν. Απόκτησε πολλά παιδιά, γύρω στα εννέα μεταξύ των οποίων το μετέπειτα βασιλιά της Κύπρου Πέτρο Α' (1359- 1369), τον επίσης βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Α' (1382-1398), τον Ιωάννη, πρίγκιπα της Αντιόχειας, τον Γκι, πρίγκιπα της Γαλιλαίας (που ήταν και ο πρωτότοκος γιος του) και την Εχίβη που παντρεύτηκε το Φερδινάνδο της Μαγιόρκας.
Ο Ούγος Δ' δεν είχε απευθείας δικαιώματα στο θρόνο της Κύπρου, αφού ο πατέρας του δεν είχε υπάρξει βασιλιάς. Επειδή όμως ο βασιλιάς Ερρίκος Β' (που ήταν θείος του, αδελφός του πατέρα του) πέθανε το 1324 χωρίς ν' αποκτήσει διάδοχο, ο θρόνος αποκτήθηκε από τον Ούγο.
Από μια αναφορά του μεσαιωνικού χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά (Χρονικόν, παρ.86) προκύπτει ότι ο Ούγος Δ' έστεψε βασιλιά της Κύπρου και διάδοχό του το γιο του Πέτρο Α', ένα χρόνο πριν πεθάνει:... Ηύρα γραμμένον, ότι ο ρε Ούνγκες έστεψεν τον υιόν του τον Περρήν ρήγαν της Κύπρου ζώντα του, τη κδ' νοεβρίου ατνη' Χριστού (= 24 Νοέμβρη του 1358) και επέθανεν ο αυτός ρε Ούνγκες τη ι' Οκτωβρίου ατνθ' (= 1Ο Οκτώβρη του 1359), και εθάφτην εις τον Σαν Τομένικον (= μοναστήρι του Αγίου Δομινίκου στη Λευκωσία)...
Όμως ο ίδιος χρονογράφος, λίγο πιο κάτω, γράφει:... Και αλλού ηύρα γραμμένον, ότι μετά τον θάνατον του ρε Ούνγκες εστέφθην ο ρε Πιερ τη Κυριακή τη κδ' Νοεμβρίου ατνθ' Χριστού (= 24 Νοέμβρη του 1359)... ρήγας της Κύπρου...
Συνεπώς μάλλον δεν ευσταθεί η άποψη ότι ο Ούγος είχε παραιτηθεί από τη βασιλεία για το γιο του Πέτρο, αλλά φαίνεται ότι το 1358 τον είχε επίσημα ορίσει ως διάδοχό του, προλαβαίνοντας άλλες απαιτήσεις πάνω στο θρόνο της Κύπρου που, πάντως, εκδηλώθηκαν κατά του Πέτρου.
Στα 35 χρόνια της βασιλείας του Ούγου Δ' (1324-1359), συνέβησαν στην Κύπρο διάφορα τραγικά γεγονότα που απαριθμεί ο Λεόντιος Μαχαιράς: το Νοέμβρη του 1330 πλημμύρισε ο Πεδιαίος ποταμός προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στην πρωτεύουσα Λευκωσία όπου υπήρξαν και πάρα πολλά θύματα πνιγμού (πλημμύρα με χιλιάδες νεκρούς συνέβη και στη Λεμεσό). Το 1348 συνέβη μεγάλη επιδημία με αποτέλεσμα να πεθάνουν χιλιάδες (και επέθανεν το ήμισον του νησσίου, γράφει ο Μαχαιράς). Νέα μεγάλη επιδημία συνέβη το 1363. Επίσης, το 1351 επιδρομή ακρίδων προκάλεσε τεράστιες καταστροφές (μέγαν κακόν).
Όταν βασίλευε ο Ούγος Δ' ενισχύθηκαν οι οχυρώσεις της Λευκωσίας με κτίσιμο των τειχών της, όπως σημειώνει ο Λεόντιος Μαχαιράς (παρ.76):... Ακόμη η χώρα δεν ήτον πολλά κτισμένον το τειχόκαστρον, και εκτίζαν το...
Μια άλλη από τις αναφορές του Λεοντίου Μαχαιρά για το βασιλιά Ούγο Δ', σχετίζεται με το θαυματουργό σταυρό της Τόχνης, ένα από τα κειμήλια που είχε αφήσει στην Κύπρο η αγία Ελένη τον 4ο μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με την παράδοση. Ο σταυρός αυτός είχε κλαπεί από ένα Λατίνο ιερωμένο το 1318, αλλά βρέθηκε το 1340 από ένα νεαρό βοσκό, το Γεώργιο. Η ανεύρεση του θαυματουργού σταυρού προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και τελικά ο βασιλιάς Ούγος τον πήρε στο παλάτι όπου τον κράτησε 11 μέρες. Όμως ύστερα από ένα όνειρο που τον συγκλόνισε, επέστρεψε το σταυρό στο νεαρό βοσκό που του επέτρεψε να τον περιφέρει δημόσια για προσκύνημα. Μάλιστα ο Γεώργιος έγινε τότε μοναχός, με το όνομα Γαβριήλ. Η φήμη του σταυρού απλώθηκε, με αποτέλεσμα να αμφισβητηθούν οι θαυματουργικές του ιδιότητες από ένα Λατίνο επίσκοπο, το Μαρά. Τότε στην παρουσία του βασιλιά και της βασίλισσας, έγινε στο παλάτι μια δοκιμασία: ο σταυρός, που ήταν ξύλινος, ρίχτηκε από τον επίσκοπο σε ισχυρή φωτιά, χωρίς ωστόσο να καεί. Τότε έγινε κι ένα θαύμα: η βασίλισσα Αλίκη που είχε χάσει τη φωνή της επειδή είχε ασεβήσει σε επίσκεψή της στο μοναστήρι του Μαχαιρά, ξαναβρήκε τη λαλιά της και φώναξε πως πίστευε ότι ο ξύλινος σταυρός ήταν πράγματι ιερός. Ο βασιλιάς Ούγος επέτρεψε τότε στο νεαρό βοσκό / μοναχό να διακινείται ελεύθερα με το σταυρό σ' ολόκληρη την Κύπρο. Όταν ζητήθηκε από τη Μαρία ντ' Ιμπελέν (θεία της βασίλισσας) η άδεια να κτίσει ένα ναό για το σταυρό αυτό, ο βασιλιάς έδωσε αμέσως την άδεια και η εκκλησία κτίστηκε στον Άγιο Δομέτιο με γενναία συνεισφορά και της βασίλισσας Αλίκης.
Από μερικές άλλες αναφορές του Μαχαιρά, προκύπτει ότι ο βασιλιάς Ούγος Δ' ήταν σκληρός στην απονομή δικαιοσύνης. Όταν, για παράδειγμα, δυο γιοι του (ο μετέπειτα βασιλιάς Πέτρος και ο πρίγκιπας Ιωάννης) έφυγαν κρυφά και χωρίς την άδειά του από την Κύπρο για να γνωρίσουν την Ευρώπη, συνέλαβε τον άνθρωπο που τους είχε βοηθήσει να μπαρκάρουν, τον φυλάκισε, τον βασάνισε, του έκοψε το ένα χέρι, του έκοψε το ένα πόδι και τελικά τον εκτέλεσε με απαγχονισμό τον Απρίλη του 1349. Τελικά, όταν κατόρθωσε να φέρει πίσω τους δυο γιους του, τους έριξε και τους δυο στη φυλακή ενώ ο ίδιος θρηνούσε απ' έξω.
Από άλλες, ωστόσο, πηγές πληροφορούμαστε ότι ο βασιλιάς Ούγος Δ' ήταν πολύ μορφωμένος, με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για τις τέχνες και ιδίως τα γράμματα και τη φιλοσοφία.
Είχε τη θερινή του κατοικία σε περιοχή της Λαπήθου, κι εκεί οργάνωνε φιλοσοφικές συγκεντρώσεις στις οποίες έπαιρνε μέρος και ο Κύπριος λόγιος Γεώργιος Λαπίθης. Ο Ούγος Δ' ήταν καλός γνώστης της λατινικής φιλοσοφίας. Εξάλλου, ο μεγάλος Ιταλός συγγραφέας Βοκκάκιος που στο Δεκαήμερό του κάνει συχνές αναφορές στην Κύπρο και στο βασιλιά της, είχε γράψει τη Γενεαλογία των Θεών ύστερα από παράκληση του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ' προς τον οποίο και το αφιέρωσε. Εκτός από τη συντροφιά του Κυπρίου Γεωργίου Λαπίθη, ο βασιλιάς περιστοιχιζόταν πάντοτε από πολλούς Λατίνους σοφούς με τους οποίους συχνά ο Λαπίθης έμπαινε σε φιλοσοφικούς διαλόγους που με χαρά παρακολουθούσε ο Ούγος.
Η στέψη του βασιλιά Ούγου Δ' ως βασιλιά της Κύπρου είχε γίνει στη Λευκωσία στις 15 Απρίλη του 1324. Στις 13 Μάη του ίδιου χρόνου έγινε στην Αμμόχωστο και η στέψη του ως βασιλιά των Ιεροσολύμων. Ως ηγέτης, ο βασιλιάς Ούγος είχε υπογράψει συνθήκη με τη Βενετία, που αφορούσε και τις δραστηριότητες των εγκατεστημένων στην Κύπρο εμπόρων και άλλων Βενετών. Τούτο δημιούργησε πρόβλημα στις σχέσεις του με τους Γενουάτες - ανταγωνιστές των Βενετών - με τους οποίους όμως διαπραγματεύτηκε επίσης και τελικά υπέγραψε συνθήκη το 1329. Μάλιστα η Γένουα είχε απαιτήσει από τον Ούγο την εξόφληση μεγάλων χρεών που είχε δημιουργήσει ο βασιλιάς θείος του Ερρίκος Β'. Ο Ούγος ανέλαβε να πληρώσει τα χρέη του προκατόχου του. Με τους Γενουάτες ο Ούγος είχε προβλήματα και αργότερα, όπως και νέες διαπραγματεύσεις.
Υπήρχαν επίσης προβλήματα από τη δράση πειρατών στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, ενάντια στους οποίους από καιρό σε καιρό έπλεαν τα καράβια του Ούγου. Σύμφωνα με μια (ανεπιβεβαίωτη) πηγή, διάφορα παραθαλάσσια μέρη της Μικράς Ασίας (Κανδηλόρον, Ανεμούρι, Αττάλεια κ.ά.) πλήρωναν φόρο υποτελείας στο βασιλιά Ούγο. Είναι γνωστό πάντως, ότι η Κώρυκος του προσφέρθηκε με την ελπίδα ότι θα την προστάτευε από τους Τούρκους, όμως φαίνεται ότι ο φιλειρηνικός Ούγος είχε αρνηθεί την προσφορά γιατί δεν ήθελε να εμπλακεί σε πολέμους, τους οποίους αντιπαθούσε. Ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 113) δίνει την ερμηνεία ότι ο Ούγος αρνήθηκε να καταλάβει την Κώρυκο επειδή ανήκε στο βασίλειο της Αρμενίας (νότια Μικρά Ασία) του οποίου ο βασιλιάς Λέων Δ' ήταν συγγενής του (γιος της θείας του Ελοΐζ) και δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει, αν και ο Λέων αυτός δεν είχε την ικανότητα να υπερασπιστεί τις κτήσεις του.
Αλλού, πάντως, ο Μαχαιράς δίνει την πληροφορία ότι ο Ούγος είχε δαπανήσει την περιουσία του, που ήταν μεγάλη, στην ετοιμασία εκστρατείας κατά των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Η εκστρατεία αυτή δεν έγινε, πιθανότατα εξαιτίας των επιδημιών που έπληξαν την Κύπρο και που αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της, αν και μερικές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων συνέβησαν ιδίως όταν ο Ούγος συμμάχησε με τον πάπα και τους Ιωαννίτες ιππότες. Η συμμαχία στρεφόταν κατά των Τούρκων και ο Ούγος συνείσφερε στον αγώνα αυτό τέσσερα καράβια. Αποτέλεσμα ήταν να καταληφτεί η Σμύρνη το 1334. Μεγάλη εκστρατεία σχεδίασε και εκτέλεσε με επιτυχία λίγο αργότερα ο γιος του Ούγου, ο βασιλιάς Πέτρος Α, ο σημαντικότερος από τους Λουζινιανούς βασιλιάδες του νησιού, τουλάχιστον από στρατιωτική πλευρά.
Πέτρος Α': Βασιλιάς της Κύπρου για μια δεκαετία, από το 1359 μέχρι το θάνατό του το 1369. Ήταν, ίσως, ο σημαντικότερος από τους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου, τουλάχιστον από στρατιωτική πλευρά, τομέα στον οποίο είχε σημαντικές όσο κι εντυπωσιακές επιτυχίες αλλά και ιδιαίτερα μεγαλεπήβολα σχέδια που δεν κατόρθωσε όμως να πραγματοποιήσει, μεταξύ άλλων εξαιτίας και του γεγονότος ότι ο παράφορος χαρακτήρας του τον οδήγησε σε σοβαρές εσωτερικές έριδες γι' αυτό το λόγο, εξάλλου, πέθανε και πρόωρα, σε ηλικία 40 χρόνων, δολοφονημένος από τους ίδιους τους ευγενείς του βασιλείου του. Δολοφονήθηκε στο υπνοδωμάτιό του το 1369. Είχε γεννηθεί το 1329.
Ο Πέτρος Α' ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ' και της δεύτερης συζύγου του, της Αλίκης ντ' Ιμπελέν, της μεγάλης μεσαιωνικής οικογένειας των Ιβελίνων. Ο Ούγος Δ' (1324-1359) είχε πολλά παιδιά με πρωτότοκο τον Γκι, πρίγκιπα της Γαλιλαίας, δευτερότοκο τον Πέτρο, επίσης τον Ιωάννη πρίγκιπα της Αντιόχειας, τον Ιάκωβο, αργότερα βασιλιά της Κύπρου (1382-1398), την Εχίβη, που παντρεύτηκε τον Φερδινάνδο της Μαγιόρκας, κ.α.
Κανονικά νόμιμος διάδοχος του Ούγου Δ' στο θρόνο της Κύπρου ήταν ο πρωτότοκος γιος του ο Γκι (Γουίδος). Όμως ο Γκι που είχε νυμφευτεί τη Γαλλίδα Μαίρη των Βουρβώνων (Μary de Bourbon) είχε πεθάνει πριν από τον πατέρα του, γι' αυτό και δεν μπορούσε να θεωρηθεί κληρονόμος του Ούγου Δ'. Ο γιος του Γκι, που επίσης λεγόταν Ούγος, είχε προβάλει απαιτήσεις για το θρόνο της Κύπρου - και βέβαια εναντίον του Πέτρου - με το δικαιολογητικό ότι το θρόνο της Κύπρου κληρονομούσε ο πρωτότοκος γιος (δηλαδή ο πατέρας του Γκι) του οποίου κληρονόμος ήταν ο ίδιος. Οι απαιτήσεις του όμως απορρίφτηκαν με το αιτιολογικό ότι ο πατέρας του δεν μπορούσε να ήταν κληρονόμος ανθρώπου που είχε ζήσει περισσότερο από τον ίδιο (αφού είχε πεθάνει πιο πριν από εκείνον που θα κληρονομούσε), συνεπώς δεν υπήρχε κληρονομιά που να μεταφερόταν στον ίδιο.
Επειδή υφίστατο, πάντως, το νομικό αυτό ζήτημα διαδοχής του Ούγου Δ' στο θρόνο της Κύπρου, γι' αυτό προφανώς ο Ούγος Δ' έσπευσε να στέψει το γιο του Πέτρο ως βασιλιά της Κύπρου - να τον αναγνωρίσει δηλαδή ως νόμιμο διάδοχό του - από τα τέλη του 1358. Το γεγονός σημειώνει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 86).
Ο Λεόντιος Μαχαιράς αφιερώνει ένα αρκετά μεγάλο μέρος του Χρονικού του (παράγραφοι 90 έως 281) στα γεγονότα της δεκαετίας κατά την οποία βασίλεψε ο Πέτρος Α' (1359-1369). Το έργο του αποτελεί, συνεπώς, μια από τις βασικές πηγές για τα έργα και τις ημέρες του βασιλιά αυτού της Κύπρου. Αλλά ας δούμε τη ζωή του και τα έργα του από την αρχή.
Γεννήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, το 1329. Πέρασε, σύμφωνα με όσα γράφει ο Μαχαιράς, μια σοβαρή ασθένεια την καρτάνα (= τεταρταίος πυρετός, ξεν.: quartana) και θεραπεύτηκε αφού πήγε κι ήπιε αγίασμα από την εκκλησία των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στο χωριό Μένοικον. Όταν γεννήθηκε, του απονεμήθηκε από τον πατέρα του ο τίτλος του κόμητα της Τρίπολης. Το 1349, σε ηλικία 20 χρόνων, έφυγε κρυφά από την Κύπρο μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη για την Ευρώπη, επειδή ήθελε να γνωρίσει τη Δύση και "να γευθεί την ξενητειά", η ποια είνε πολλά γλυκεία εις εκείνους όπου δεν την εγευτήσαν και πολλά πικρή εις εκείνους όπου την είδασιν.., (Μαχαιράς, παρ. 79). Ο βασιλιάς Ούγος έκανε το βασίλειο ανάστατο εξαιτίας του γεγονότος αυτού κι έστειλε καράβια να βρουν και να φέρουν πίσω τα παιδιά του. Όταν το πέτυχε, τους φυλάκισε και τους δύο επειδή είχαν φύγει χωρίς την άδειά του.
Σε σχετικά νεαρή ηλικία ο Πέτρος νυμφεύτηκε την ευγενή Εχίβη ντε Μοντφόρτ που όμως δεν έζησε πολύ. Μετά το θάνατό της νυμφεύτηκε το 1353 μια δυναμική Ισπανίδα που, ως σύζυγός του, έγινε αργότερα βασίλισσα της Κύπρου. Επρόκειτο για την Ελεονόρα της Αραγονίας που μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: τον Πέτρο, αργότερα βασιλιά της Κύπρου (1369- 1382), ένα δεύτερο παιδί που δε σώθηκε το όνομά του και τη Μαργαρίτα που παντρεύτηκε τον ξάδελφό της Ιάκωβο, κόμητα της Τρίπολης (γιο του Ιωάννη, πρίγκιπα της Αντιόχειας).
Ως βασιλιάς, ο Πέτρος Α' διακρίθηκε ως ικανότατος στρατιωτικός αρχηγός, αλλά και για τον παράφορο χαρακτήρα του που τον οδήγησε σε σύναψη πολλών ερωτικών δεσμών αλλά και σε αυταρχικότητες, ακόμη και σε ακρότητες, με αποτέλεσμα να έρθει σε αγεφύρωτη ρήξη με τους ευγενείς του βασιλείου του.
Οι στρατιωτικές του επιτυχίες ήταν θεαματικές. Στις μέρες του η Κύπρος είχε γίνει σημαντική στρατιωτική δύναμη με κατακτήσεις στη νότια Μικρά Ασία κι εκστρατείες που έφτασαν μέχρι και την Αίγυπτο όπου η Αλεξάνδρεια πολιορκήθηκε, αλώθηκε και λεηλατήθηκε από κυπριακές δυνάμεις.
Πόλεμοι κατά των Τούρκων: Η Κύπρος επειδή περιβαλλόταν από χώρες στις οποίες είχαν κυριαρχήσει οι Μωαμεθανοί (από τη Μικρά Ασία στα βόρεια του νησιού μέχρι τη Παλαιστίνη και τους Αγίους Τόπους στα ανατολικά και νοτιοανατολικά και μέχρι την Αίγυπτο στα νότια) είχε γίνει το "προκεχωρημένο φυλάκιο" των χριστιανικών δυτικών δυνάμεων στην Ανατολή, μετά την εκδίωξη των Λατίνων, ιδίως από τη Παλαιστίνη, στο β' μισό του προηγούμενου αιώνα. Ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α' είχε συνειδητοποιήσει την όλη σημασία του βασιλείου του, που υφίστατο ως "σφήνα" στην Ανατολική Μεσόγειο, κι είχε θεωρήσει ως σημαντική αποστολή για τον ίδιο τον αγώνα κατά των Μουσουλμάνων. Πιθανότατα έτρεφε και τη μεγάλη φιλοδοξία να ανακτήσει το χαμένο βασίλειο των Ιεροσολύμων που ανήκε κι αυτό στους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου οι οποίοι εξακολουθούσαν να στέφονται (στην Αμμόχωστο) και ως βασιλιάδες των Ιεροσολύμων. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι ο Πέτρος Α' είχε στεφτεί ως βασιλιάς των Ιεροσολύμων στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο το Πάσχα (5 του Απρίλη) του 1360, από τον έξαρχο του πάπα Πέτρο Θωμά του τάγματος των Καρμηλιτών.
Ήταν φανερό ότι το βασίλειο της Κύπρου, επειδή ήταν νησί, δε διέτρεχε τότε θανάσιμο κίνδυνο από τους μη Χριστιανούς των γύρω χωρών, οι οποίοι δε διέθεταν τα απαραίτητα μέσα (όπως ισχυρό ναυτικό) για να αποτελούν ιδιαίτερα σοβαρή απειλή. Οι επιδρομές που γίνονταν ήταν περισσότερο περιορισμένες πειρατικές ενέργειες παρά μεγάλης κλίμακας εισβολή (που για πρώτη φορά διενεργήθηκε από τους Αιγυπτίους σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, το 1425-6).
Όμως ο Πέτρος έκρινε πως η Κύπρος μπορούσε κι έπρεπε να επιτεθεί αντί ν' αναμένει να της επιτίθενται. Θεώρησε, δηλαδή, ως ορθότερη ενέργεια την επίθεση παρά την άμυνα. Η αρχή έγινε στις αρχές του 1360 με την Κώρυκο, οχυρωμένο λιμάνι της Μικρής Αρμενίας, απέναντι από τη βόρεια ακτή της Κύπρου. Ας σημειωθεί ότι και στη Μικρό Ασία απλώνονταν οι φιλοδοξίες του Πέτρου, αφού το βασίλειο της Μικρής Αρμενίας, που είχε σχεδόν διαλυθεί εξαιτίας των επιτυχιών των Τούρκων που προέλαυναν, σχετιζόταν στενά με το βασίλειο της Κύπρου λόγω του ότι με τη σύναψη γάμων, η βασιλική οικογένεια της Μικρής Αρμενίας ήταν συγγενής με τη βασιλική οικογένεια των Λουζινιανών της Κύπρου. Το Γενάρη, λοιπόν, του 1360, οι κάτοικοι της Κωρύκου έστειλαν εκπροσώπους τους στην Κύπρο για να ζητήσουν από το βασιλιά Πέτρο να τους προστατεύσει. Η Κώρυκος αντιμετώπιζε την άμεση απειλή των Τούρκων κι είχε και λίγο πιο πριν ζητήσει την υποστήριξη του βασιλιά Ούγου (του πατέρα του Πέτρου) που όμως δε δόθηκε. Τώρα η Κώρυκος επανερχόταν με αίτημα να μπει κάτω από την εξουσία του βασιλιά της Κύπρου που έτσι θ' αναλάμβανε και την υπεράσπισή της. Ο Πέτρος θεώρησε ως ευκαιρία αλλά και πλεονέκτημα για την Κύπρο να κατέχει αυτό το σημαντικό προγεφύρωμα στη Μικρά Ασία. Έτσι αμέσως ανταποκρίθηκε θετικά κι ανέλαβε να κατέχει και να υπερασπίζεται την Κώρυκο στην οποία κι έστειλε στρατιωτική ενίσχυση από την Κύπρο με αρχηγό τον ιππότη Ρομπέρτο ντε Λουζινιάν. Οι Τούρκοι αντέδρασαν στην κατάληψη της Κωρύκου από τους Κυπρίους, αλλά οι συχνές επιθέσεις τους αποκρούονταν με επιτυχία.
Η κατάληψη της Κωρύκου θορύβησε τους διάφορους ανεξάρτητους Μωαμεθανούς ηγεμόνες της Μικράς Ασίας (όπως το μεγάλο Καραμάνο και τους εμίρηδες της Αλλαγίας και του Κανδηλόρου) που συνασπίστηκαν κατά του Πέτρου, σχεδιάζοντας μάλιστα να επιτεθούν και στην ίδια την Κύπρο, αφού συγκέντρωναν αρκετά καράβια. Ο Πέτρος εξόπλισε αμέσως τις δικές του γαλέρες, ζητώντας επίσης και ναυτική ενίσχυση από τους Ιωαννίτες της Ρόδου που ανταποκρίθηκαν με 4 γαλέρες που προστέθηκαν στα 46 κυπριακά καράβια. Κλήθηκαν επίσης, από τον Πέτρο, να έρθουν μαζί του κι άλλοι που διέθεταν καράβια και πληρώματα (Ευρωπαίοι τυχοδιώκτες, καθώς και πειρατές ενώ ο πάπας έστειλε 2 γαλέρες). Έτσι τον Ιούλη του 1361 ο Πέτρος διέθετε μια δύναμη από 120 καράβια στα οποία επιβιβάστηκε και το στράτευμά του. Με τη δύναμη αυτή ο Πέτρος έπλευσε στη Μικρά Ασία, προλαβαίνοντας να επιτεθεί πρώτος αυτός. Στις 23-24 Αυγούστου του 1361 ο κυπριακός στόλος και στρατός έφτασε στην Αττάλεια. Ο Πέτρος προσωπικά ήταν επικεφαλής της επίθεσης κατά της σημαντικής αυτής πόλης, που την κατέλαβε το απόγευμα της 24ης Αυγούστου του 1361. Η πρώτη αυτή μεγάλη νίκη του Πέτρου καταθορύβησε τους λοιπούς εμίρηδες της περιοχής, που έσπευσαν να ζητήσουν τη σύναψη ειρήνης μαζί του, προσφερόμενοι μάλιστα να καταβάλλουν στην Κύπρο ετήσιο υποτελικό φόρο. Ο Πέτρος δέχτηκε την προσφορά κι έστειλε τα σύμβολα και λάβαρά του ν' αναρτηθούν στις διάφορες πόλεις της νότιας Μικράς Ασίας. Ο ίδιος αφού παρέμεινε στην Αττάλεια μέχρι τις 8 του Σεπτέμβρη (του 1361), πήγε στη συνέχεια με το στρατό του στην Αλλαγία. Εκεί ο εμίρης της πόλης βγήκε και τον προσκύνησε παραδίδοντάς του τα κλειδιά του κάστρου του και πολλά δώρα. Το ίδιο συνέβη και με άλλο ηγεμόνα της περιοχής, το Μονοβγάτη. Έτσι, τροπαιοφόρος ο Πέτρος γύρισε στην Κύπρο στις 22 του Σεπτέμβρη 1361.
Στο μεταξύ ο εμίρης της Αττάλειας ο Τεκές, αφού έχασε την πόλη του συγκέντρωσε ξανά στρατό και με επανειλημμένες επιθέσεις προσπαθούσε να την ανακαταλάβει. Δόθηκαν επανειλημμένα σκληρές μάχες και οι Κύπριοι κατόρθωσαν να κρατήσουν την πόλη αυτή και μάλιστα να κυριέψουν κι ένα φρούριο ακόμη στην περιοχή των Μύρων.
Μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη
Στο μεταξύ ο βασιλιάς Πέτρος αντιμετώπιζε ακόμη σοβαρό πρόβλημα αναγνώρισής του ως κατόχου του θρόνου της Κύπρου, αφού ο αντεκδικητής, ανεψιός του Ούγος, είχε προσφύγει στον πάπα υποστηριζόμενος κι από το βασιλιά της Γαλλίας. Αφού πιο πριν ο Πέτρος είχε στείλει στον πάπα εκπροσώπους του ευγενείς να υποστηρίξουν την υπόθεσή του, χωρίς αποτέλεσμα τώρα υπήρξε ανάγκη να παρουσιαστεί ο ίδιος εκεί. Το τέλος του Οκτώβρη του 1362 αναχώρησε από την Πάφο για τη Ρόδο και τη Βενετία, όπου έγινε δεκτός με τιμές. Τελικά πήγε στην Αβινιόν (έδρα των παπών αυτή την περίοδο) και παρουσιάστηκε στον πάπα Ιννοκέντιο Στ'. Εκεί παρουσιάστηκε κι ο αντεκδικητής του θρόνου της Κύπρου και τελικά η διαφορά επιλύθηκε: ο Πέτρος αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς κι ο Ούγος εξασφάλισε ένα υψηλό ετήσιο επίδομα.
Ο Πέτρος, επωφελούμενος από το ταξίδι του αυτό στην Ευρώπη, προσπάθησε να πείσει τους ισχυρούς ηγεμόνες της να τον ενισχύσουν, διοργανώνοντας μια νέα μεγάλη σταυροφορία για απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και του βασιλείου των Ιεροσολύμων που του ανήκε. Το ζήτημα αυτό ο Πέτρος συζήτησε με το νέο πάπα που είχε εκλεγεί τότε, μετά το θάνατο του προηγούμενου, που ήταν ο Ουρβανός Ε'. Για τον ίδιο λόγο ταξίδεψε στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία, ενώ επισκέφτηκε και ισχυρές πόλεις όπως η Γένουα, η Βενετία, μέχρι και η Πράγα. Συναντήθηκε με αρκετούς μονάρχες (στο Λονδίνο είχε γίνει η γνωστή συνάντηση των πέντε βασιλιάδων: Κύπρου, Αγγλίας, Σκωτίας, Γαλλίας και Δανίας, όπως εικονίζει κι ο γνωστός πίνακας του Ch. Taylor παρατείνοντας αρκετά την περιοδεία του. Αν και όμως παντού γινόταν δεκτός με τιμές και με ακριβά δώρα, ωστόσο δεν κατόρθωσε να πείσει τους μονάρχες αυτούς να συμμετέχουν σε μια νέα πανευρωπαϊκή και παγχριστιανική περιπέτεια στην Ανατολή.
Στο μεταξύ η Κύπρος, που διοικούνταν από τον πρίγκιπα Ιωάννη, αδελφό του Πέτρου που παρέμεινε ως αντιβασιλιάς αντιμετώπιζε προβλήματα: μια μεγάλη επιδημία το 1363 που αφάνισε πολλούς κατοίκους του νησιού (μεταξύ των νεκρών ήταν και η Εχίβη, αδελφή του βασιλιά Πέτρου), οι Τούρκοι, ακούγοντας ότι ο λαός στην Κύπρο ξεκληριζόταν, άρχισαν να διενεργούν επιδρομές και λεηλασίες. Ταυτόχρονα ένα επεισόδιο μεταξύ Κυπρίων και Γενουατών ναυτικών στην Αμμόχωστο εξελίχτηκε σε πολιτικό θέμα που είχε προεκτάσεις κι επεισόδια με πολλούς σκοτωμούς. Ο Πέτρος, που έτυχε να βρίσκεται τότε στη Γένουα, διαπραγματεύθηκε και υπέγραψε συνθήκη με τους Γενουάτες όπου, μεταξύ άλλων, καθορίζονταν και οι όροι για τη γενουατική παροικία της Κύπρου, εμπορικοί και άλλοι.
Κατάληψη της Αλεξάνδρειας
Πριν ακόμη επιστρέψει στην Κύπρο ο βασιλιάς, πληροφορήθηκε ότι οι Μωαμεθανοί της Αιγύπτου σχεδίαζαν να οργανώσουν επίθεση κατά της Κύπρου. Ακολουθώντας την ίδια τακτική - να επιτίθεται πρώτος - ο Πέτρος ετοίμασε εκστρατεία κατά των Αιγυπτίων. Από τη Βενετία όπου βρισκόταν διαμήνυσε να συγκεντρωθεί ο στόλος του στη Ρόδο (Οκτώβρης του 1365) μαζί με το στράτευμα. Πράγματι, στη Ρόδο συγκεντρώθηκαν τα κυπριακά καράβια, ενώ ο Πέτρος έφερε μαζί του από την Ιταλία 16 γαλέρες που είχε εξασφαλίσει. Οι Ιωαννίτες της Ρόδου συμμετείχαν με 4 γαλέρες. Τελικά συγκεντρώθηκε ένας στόλος από 165 καράβια. Στη Ρόδο ο Πέτρος τέθηκε επικεφαλής του εκστρατευτικού αυτού σώματος. Παρά τις διάφορες αντιδράσεις από την Ευρώπη κι από την ίδια την Κύπρο (επειδή Ευρωπαίοι όπως οι Βενετοί, αλλά και Κύπριοι, είχαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα εξαιτίας των εμπορικών δραστηριοτήτων τους με την Αίγυπτο) ο Πέτρος έπλευσε με το στρατό του κι έφτασε στην Αλεξάνδρεια στις 9 του Οκτώβρη. Η επίθεση των Κυπρίων ήταν και πάλι αστραπιαία, με αποτέλεσμα η Αλεξάνδρεια να αλωθεί πολύ σύντομα: καταλήφτηκε το απόγευμα της επόμενης ημέρας, 10 του Οκτώβρη του 1365.
Ορθά, ωστόσο, έκρινε ο Πέτρος ότι δεν μπορούσε να κρατήσει την Αλεξάνδρεια για πολύ καιρό, αφού βρισκόταν τόσο μακριά από την Κύπρο. Αφού λοιπόν την κράτησε για λίγες μέρες και τη λεηλάτησε, την εγκατέλειψε τελικά κι επέστρεψε στην Κύπρο (ύστερα από απουσία τριών περίπου χρόνων). Όμως το κατόρθωμά του να αλώσει την Αλεξάνδρεια εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους ηγεμόνες της Ευρώπης, που ο ένας μετά τον άλλο διαμηνούσαν τώρα στο βασιλιά της Κύπρου ότι θα τον ενίσχυαν με στρατιωτικές δυνάμεις για να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Μωαμεθανών. Τέτοιου είδους προθυμία εξέφρασαν ο ίδιος ο πάπας, ο βασιλιάς της Γαλλίας, ο κόμης της Σαβοΐας και άλλοι. Όμως οι Βενετοί, που μεγάλο μέρος των εμπορικών τους δραστηριοτήτων γινόταν με τους Μωαμεθανούς της Ανατολικής Μεσογείου, προσπάθησαν σκληρά και πέτυχαν να αποθαρρύνουν και τελικά ν' ακυρώσουν μια νέα επίθεση.
Αντιπαράθεση με τον σουλτάνο: Εντούτοις στην Κύπρο ο Πέτρος άρχισε τη ναυπήγηση δικών του καραβιών, με σκοπό αυτή τη φορά να χτυπήσει τη Βηρυτό. Όμως κι αυτή η πολεμική επιχείρηση τελικά ματαιώθηκε με την παρέμβαση των Βενετών, που μάλιστα προθυμοποιήθηκαν να καταβάλλουν στον Πέτρο υψηλές χρηματικές αποζημιώσεις για τις πολεμικές προπαρασκευές του, φτάνει να μην έκανε επίθεση κατά της Δαμασκού. Ωστόσο το Γενάρη του 1366 επιχειρήθηκε εκστρατεία κατά της Τρίπολης (του Λιβάνου). Παρά το ότι πολλά από τα κυπριακά καράβια δεν κατόρθωσαν να ξανοιχτούν στο πέλαγος λόγω θαλασσοταραχής, λίγα έφτασαν στην Τρίπολη και τη λεηλάτησαν πριν επιστρέψουν βιαστικά στην Κύπρο. Την επιχείρηση αυτή κατά της Τρίπολης έκανε ο Πέτρος προκειμένου να κάνει σαφείς τις προθέσεις του στο σουλτάνο του Καΐρου, που εύρισκε συνεχώς προφάσεις για ν' αποφύγει τη σύναψη ειρήνης με το βασιλιά της Κύπρου. Πράγματι, χάρη στα εμπορικά συμφέροντα των Ευρωπαίων, και με τη μεσολάβηση των Βενετών, αφού ματαιώθηκε κι η πανευρωπαϊκή εκστρατεία, ο βασιλιάς Πέτρος αποδέχτηκε την πρόταση (των Βενετών) να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με το σουλτάνο. Ας σημειωθεί ότι το εμπόριο με την Ανατολή ωφελούσε ιδιαίτερα και την Κύπρο και η Αμμόχωστος εξαιτίας του ήταν από τις πλουσιότερες πόλεις στον κόσμο τότε. Εξάλλου φίλοι και χρηματοδότες του Πέτρου ήταν Αμμοχωστιανοί πάμπλουτοι έμποροι, που φαίνεται ότι μπορούσαν να τον επηρεάζουν. Όμως τώρα ο σουλτάνος, που δεν μπορούσε να ανεχτεί την προσβολή από την κατάληψη της Αλεξάνδρειας, δεν αποδεχόταν εύκολα μια φιλική προσέγγιση του Πέτρου. Έτσι, η επίθεση κατά της Τρίπολης αποτελούσε ξεκάθαρο μήνυμα στο σουλτάνο: είτε υπογράφεται η ειρήνη (κι επαναρχίζει το εμπόριο), είτε ο πόλεμος συνεχίζεται. Από την πλευρά του ο σουλτάνος θέλησε να δημιουργήσει κάποια κίνηση αντιπερισπασμού κι ενίσχυσε τους εμίρηδες της Μικράς Ασίας που συγκέντρωσαν στρατό και πολιόρκησαν την Κώρυκο. Ο Πέτρος έστειλε αμέσως εκεί στρατεύματα (Φλεβάρης - Μάρτης του 1367) που ενώθηκαν με τη φρουρά της Κωρύκου και τελικά κατατρόπωσαν κι έδιωξαν τους Τούρκους. Εξάλλου, το Μάη του 1367, η φρουρά της Αττάλειας εξεγέρθηκε επειδή καθυστερούσε ο μισθός της από την Κύπρο. Ο Πέτρος έπλευσε αμέσως εκεί κι επέβαλε την τάξη, αποκεφαλίζοντας μάλιστα τους πρωταίτιους.
Ύστερα απ' όλα αυτά συμφωνήθηκε τελικά και η ειρήνη με το σουλτάνο του Καΐρου, που όμως δεν έγινε δυνατό να υπογραφεί. Έτσι, μέσα στο 1367 αναφέρονται και διάφορες άλλες επιθέσεις του Πέτρου στην ακτή της Συρίας, κατάληψη και λεηλασία (ξανά) της Τρίπολης κι άλλων πόλεων κατά μήκος της συριακής ακτής. Ο Λεόντιος Μαχαιράς γράφει ότι ο λόγος για τον οποίο ο Πέτρος δεν μπόρεσε να κρατήσει την Τρίπολη ήταν επειδή η πόλη αυτή δεν είχε τείχη. Μεταξύ των άλλων πόλεων που καταλήφτηκαν και λεηλατήθηκαν από τους Κυπρίους το 1367 ήταν και η Λαοδίκεια της Συρίας (σημερινή Λατάκεια). Έτσι, η ειρήνη με το σουλτάνο αντιμετώπιζε μεγάλες δοκιμασίες.
Ξανά στην Ευρώπη
Εξαιτίας μιας παρεξήγησης με ένα Γάλλο ευγενή, το Φλοριμόντ ντε Λεσπαρέ, ο βασιλιάς Πέτρος συκοφαντήθηκε στον πάπα Ουρβανό και μάλιστα προκλήθηκε σε μονομαχία. Ο Πέτρος αποδέχτηκε αμέσως την πρόκληση και, προς μεγάλη έκπληξη του Λεσπαρέ, ξεκίνησε για τη Ρώμη, Εκεί όμως ο πάπας συμφιλίωσε τους δύο άνδρες. Στο ταξίδι του αυτό, που έγινε το 1367 ο Πέτρος πέρασε από τη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα από τη βασίλισσα Ιωάννα. Πήγε επίσης στη Φλωρεντία όπου συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα της Γερμανίας που βρισκόταν τότε εκεί, όπως και στο Μιλάνο όπου είδε το δούκα της πόλης, ενώ ταξίδεψε και στη Γαλλία. Και πάλι ο Πέτρος δοκίμασε να συστρατεύσει τους ηγεμόνες της Δύσης σε εκστρατεία στην Ανατολή, αλλά και πάλι δε βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση.
Για όλα αυτά τα ταξίδια και τους πολέμους του, ο Πέτρος χρειαζόταν τεράστια ποσά χρημάτων. Αν και τα έσοδα του κράτους ήταν πολλά, ωστόσο χρηματοδοτήθηκε κι από αλλού, ενώ μέρος των εξόδων για τις εκστρατείες επωμίζονταν οι ευγενείς του. Προκειμένου όμως να βρει κι άλλα χρήματα, αναφέρεται ότι παραχώρησε σε Κυπρίους δουλοπάροικους το δικαίωμα να εξαγοράζουν την ελευθερία τους έναντι ποσού χρημάτων. Από το μέτρο αυτό ωφελήθηκαν πολλοί Κύπριοι. Επίσης αρκετά χρήματα εξασφάλισε από τα λάφυρα των πετυχημένων εκστρατειών του.
Ο Πέτρος έκοψε και διάφορα νομίσματα, κυρίως αργυρά γρόσσα και ημίγροσσα. Στη μπροστινή όψη τους ο βασιλιάς εικονίζεται να κάθεται στο θρόνο με τους θυρεούς του, κρατώντας ξίφος στο δεξί του χέρι και σφαίρα με σταυρό στο αριστερό. Στην πίσω όψη είναι αποτυπωμένος ο σταυρός των Ιεροσολύμων.
Έρωτες και μίση
Όπως αφηγείται ο Λεόντιος Μαχαιράς, ο βασιλιάς Πέτρος είχε παθολογική αγάπη προς τη σύζυγό του, τη βασίλισσα Ελεονώρα. Στα ταξίδια του μάλιστα έπαιρνε μαζί του ένα νυκτικό της, που το αγκάλιαζε τα βράδια όταν κοιμόταν. Ο έρωτάς του όμως προς τη σύζυγό του δεν τον εμπόδιζε να έχει και ερωτικές σχέσεις με άλλες γυναίκες, μάλιστα και δυο ή τρεις ταυτόχρονα. Μια από τις ερωμένες του ήταν η Ιωάννα ντ' Αλεμάντης οποίας η σχέση με το βασιλιά και η αντιπαράθεση με τη βασίλισσα πιστεύεται ότι αποτέλεσαν το θέμα του γνωστού μεσαιωνικού κυπριακού ποιήματος της Αροδαφνούσας.
Ο παράφορος χαρακτήρας του Πέτρου τον οδήγησε επανειλημμένα σε σύγκρουση με ευγενείς του βασιλείου του, που μάλιστα μερικούς τιμώρησε ιδιαίτερα σκληρά για ασήμαντες αιτίες. Ο Μαχαιράς αναφέρει την περίπτωση του ευγενή Ερρίκου ντε Γιβλέτ που αρνήθηκε να προσφέρει στο γιο του βασιλιά τα κυνηγετικά του σκυλιά όταν του ζητήθηκαν, επειδή κι ο δικός του γιος τα ήθελε το ίδιο. Θυμωμένος ο βασιλιάς, όχι μόνο τιμώρησε τον ευγενή του αλλά πρόσβαλλε ιδιαίτερα σκληρά κι ολόκληρη την οικογένειά του: το γιο του τον έστειλε να σκάβει μαζί με τους σκλάβους, σιδηροδέσμιος, οχυρωματικά έργα στη Λευκωσία, ενώ την κόρη του ντε Γιβλέτ, αν και ήταν ευγενής, την πάντρεψε με έναν ασήμαντο ράφτη.
Εκεί όμως που τελικά βρέθηκε ο βασιλιάς σε πλήρη αντιπαράθεση προς τους ευγενείς, ήταν εξαιτίας της στάσης που αυτοί τήρησαν στο θέμα μοιχείας με κατηγορούμενη τη βασίλισσα Ελεονόρα. Όταν ο βασιλιάς απουσίαζε στο πρώτο του μακρύ ταξίδι στην Ευρώπη, η βασίλισσα Ελεονόρα σύναψε ερωτική σχέση με τον ευγενή Ιωάννη ντε Μόρφου, κόμητα ντε Ρουχάς. Η σχέση τους έγινε γνωστή. Για το λόγο αυτό ο ευγενής Ιωάννης Βισκούντης, που ήταν υπεύθυνος για τις υποθέσεις του παλατιού και διεταγμένος από το βασιλιά να τον ενημερώνει συνέχεια για το καθετί φοβούμενος μήπως ο Πέτρος πληροφορηθεί από άλλες πηγές τη δυσάρεστη εξέλιξη, έγραψε στο βασιλιά στην Ευρώπη ενημερώνοντάς τον για την ερωτική περιπέτεια της βασίλισσας.
Όταν επέστρεψε ο Πέτρος στην Κύπρο, κατηγόρησε τη βασίλισσα για απιστία. Οι ευγενείς, που κλήθηκαν να εκδικάσουν την υπόθεση, βρέθηκαν μπροστά στο μεγάλο δίλημμα: να εκδώσουν σωστή απόφαση ή όχι; Διότι εάν καταδικαζόταν η βασίλισσα, υπήρχε ο κίνδυνος να έρθει η Κύπρος σε σύγκρουση με την ισχυρή Ισπανία (αφού η βασίλισσα ήταν Ισπανίδα). Τελικά η πολιτική σκοπιμότητα υπερίσχυσε της δικαιοσύνης - η βασίλισσα αθωώθηκε πανηγυρικά, αν και γνώριζαν όλοι την ενοχή της. Ο Ιωάννης Βισκούντης καταδικάστηκε ως συκοφάντης και πέθανε στη φυλακή, αν και γνώριζαν όλοι ότι είχε γράψει την αλήθεια, όπως είχε εξάλλου διαταχτεί. Το ζήτημα αυτό (η σκοπιμότητα κατά της αλήθειας και του δικαίου) αποτέλεσε το θέμα του γνωστού ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη Ο Δαίμων της Πορνείας. Το ίδιο θέμα αποτέλεσε και θεατρικό έργο του Άντρου Παυλίδη, με τον ίδιο τίτλο. Ο τίτλος είναι παρμένος από σχετική αναφορά του Λεοντίου Μαχαιρά. Το ίδιο θέμα θίγεται και στο θεατρικό έργο Πέτρος Α' του Πάνου Ιωαννίδη, ενώ η σύγκρουση Ελεονόρας - Ιωάννας ντ Αλεμάν στο έργο Καλόγεροι του Χριστάκη Γεωργίου.
Η αθώωση της βασίλισσας και η καταδίκη του ιππότη που είχε πει την αλήθεια κάθε άλλο παρά ικανοποίησαν το βασιλιά Πέτρο. Αυτός δεν αισθανόταν μόνο θανάσιμα προσβεβλημένος, αλλά και ιδιαίτερα μειωμένος από τους ευγενείς, που ενσυνείδητα πήραν τη λανθασμένη απόφαση. Και θέλοντας να τους πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, άρχεψεν και αντροπίαζεν τες γυναίκες τους, λέει ο χρονογράφος, από μικρήν έως μεγάλην.
Τελικά η αντιπαράθεση του βασιλιά με τους ευγενείς οδήγησε σε αμοιβαίο μίσος θανάσιμο. Μέχρι μάλιστα του σημείου ο βασιλιάς να επεξεργαστεί σχέδιο για εξόντωση των ευγενών. Όμως δεν πρόλαβε. Γιατί οι ευγενείς κατέληξαν σε συνωμοσία για δολοφονία του Πέτρου. Το σχέδιο τέθηκε σ' εφαρμογή τα ξημερώματα της Τετάρτης 17 του Γενάρη του 1369. Οι ευγενείς πήγαν στο παλάτι. Τρεις απ' αυτούς (οι Φίλιππος ντ' Ιμπελέν, Ερρίκος ντε Γιβλέτ και Ιάκωβος ντε Γκορέλ) μπήκαν στο υπνοδωμάτιο του βασιλιά όπου αυτός κοιμόταν με μια ερωμένη του, κι εκεί τον κατέσφαξαν. Στη συνέχεια οι λοιποί ευγενείς μπήκαν στο δωμάτιο κι όλοι τράβηξαν τα σπαθιά τους και χτύπησαν το νεκρό βασιλιά, έτσι που το έγκλημα να είναι ευθύνη όλων.
Πέτρος Β'
Βασιλιάς της Κύπρου από το 1369 μέχρι το θάνατο του, το 1382. Γεννήθηκε το 1354 κι ήταν γιος του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α' (1359-1369) και της βασίλισσας Ελεονόρας της Αραγονίας. Διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του που είχε δολοφονηθεί το Γενάρη του 1369. Ο Πέτρος Β' νυμφεύτηκε τη Βαλεντίνα Βισκόντι με την οποία απέκτησε μια κόρη που όμως δεν έζησε. Έτσι, μετά τον πρόωρο θάνατό του το 1382 (σε ηλικία 28 μόλις χρόνων) το θρόνο της Κύπρου κληρονόμησε ο Ιάκωβος Α' (1382-1398) που ήταν θείος του (αδελφός του πατέρα του, του Πέτρου Α). Η Βαλεντίνα Βισκόντι, που έγινε βασίλισσα της Κύπρου μετά το γάμο της με τον Πέτρο Β' το 1378, ήταν ανεψιά του Μπερναμπώ, δούκα του Μιλάνου. Πριν από το γάμο αυτό, στον Πέτρο έγινε η πρόταση να νυμφευτεί μια κόρη του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου. Η πρόταση αυτή απορρίφτηκε για πολιτικούς λόγους, αφού οι Λατίνοι δεν ευνοούσαν γάμο του Πέτρου με μια Ελληνίδα πριγκίπισσα. Η δικαιολογία όμως που είχε δοθεί στους απεσταλμένους του Παλαιολόγου ήταν ότι ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με τους κινδύνους που απειλούσαν την Κύπρο εξαιτίας της εισβολής των Γενουατών στο νησί.
Η περίοδος της βασιλείας του Πέτρου Β' χαρακτηρίζεται από παρακμή σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο της βασιλείας του πατέρα του. Όταν βασίλευε ο Πέτρος Β,' απωλέσθηκαν οι κυπριακές κτήσεις του Πέτρου Α' στη Μικρά Ασία. Ακόμη περισσότερο, ή Κύπρος δέχτηκε την καταστροφική εισβολή των Γενουατών το 1373-1374 που κατέληξε σε κατάληψη και κατακράτηση της Αμμοχώστου, του σημαντικότερου λιμανιού που από τότε άρχισε να παρακμάζει. Επίσης σημαντική φθορά υπέστησαν η πρωτεύουσα Λευκωσία, η Κερύνεια, η Λεμεσός και η Πάφος, εξαιτίας του πολέμου με τους Γενουάτες.
Ο Πέτρος Β' ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Κύπρου αμέσως μετά τη δολοφονία του πατέρα του στη Λευκωσία το Γενάρη του 1369. Επειδή όμως ήταν τότε ακόμη ανήλικος (15 μόλις χρόνων), την εξουσία ανέλαβε ως αντιβασιλιάς ο θείος του Ιωάννης, πρίγκιπας της Αντιόχειας, αδελφός του Πέτρου Α' που κυβέρνησε μέχρι την ενηλικίωση του ανεψιού του. Ωστόσο ο Ιωάννης αντιμετώπισε σοβαρές αντιδράσεις, ιδίως από τη βασίλισσα Ελεονόρα, που τον θεωρούσε ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Πέτρου Α', του συζύγου της. Επιθυμώντας την εκδίκηση, ή Ελεονόρα ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από την Ευρώπη, για την τιμωρία των δολοφόνων του Πέτρου Α'. Στις μυστικές της εκκλήσεις προς διάφορες κατευθύνσεις, ανταποκρίθηκαν τελικά οι Γενουάτες που είδαν την όλη υπόθεση ως ευκαιρία επέμβασής τους στο βασίλειο της Κύπρου.
Την αφορμή για επέμβαση στην Κύπρο βρήκαν οι Γενουάτες μετά που ενηλικιώθηκε ο Πέτρος Β', ο οποίος στέφτηκε βασιλιάς της Κύπρου στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία στις 12 του Γενάρη του 1371. Στις 12 του Οκτώβρη του 1372 ο Πέτρος Β' στέφτηκε στην Αμμόχωστο βασιλιάς των Ιεροσολύμων και κατά τη διάρκεια της τελετής σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια. Πρωταγωνιστές των επεισοδίων ήταν οι Βενετοί και οι Γενουάτες της Αμμοχώστου. Σύμφωνα προς το έθιμο, οι αρχηγοί των δυο αυτών παροικιών της Αμμοχώστου κρατούσαν, κατά την τελετή της στέψης, τιμητικά, τα χαλινάρια του βασιλικού αλόγου. Τα επεισόδια άρχισαν εξαιτίας φιλονικίας για το ποιοι θα κρατούσαν το δεξιό και ποιοι το αριστερό χαλινάρι και συνεχίστηκαν κι επεκτάθηκαν το βράδυ στο εορταστικό δείπνο και στη συνέχεια στους δρόμους της Αμμοχώστου όπου Βενετοί και Γενουάτες συγκρούστηκαν ένοπλα, με πολλά θύματα και ζημιές. Για τα αιματηρά επεισόδια η ευθύνη επιρρίφτηκε στους Γενουάτες εμπόρους της Αμμοχώστου από τους οποίους πολλοί συνελήφθησαν. Οι εκπρόσωποι των Γενουατών κατάγγειλαν τότε στη Γένουα τις διώξεις που υπέστησαν, κι οι αρχές της ισχυρής αυτής πόλης θεώρησαν πως βρέθηκε η ευκαιρία για επέμβαση στην Κύπρο. Έτσι, οργάνωσαν μια εκστρατευτική δύναμη που χρηματοδοτήθηκε από πλούσιους Γενουάτες (υπό τύπο "δημόσιας επιχείρησης" όπου ο καθένας αγόραζε όσες "μετοχές" ήθελε!). Επικεφαλής του εκστρατευτικού αυτού σώματος τοποθετήθηκε ο Πέτρος ντε Κάμπο Φρεγκόσο, αδελφός του δόγη της Γένουας.
Ο Πέτρος και οι σύμβουλοί του στην Κύπρο έκριναν ότι χρειάζονταν πίσω στο νησί κάθε διαθέσιμη στρατιωτική δύναμη προκειμένου ν' αντιμετωπίσουν τους Γενουάτες. Έτσι παρέδωσαν την Αττάλεια (στη Μικρά Ασία) στον εμίρη Τεκέ από τον οποίο την είχε κυριεύσει ο Πέτρος Α', αφού σύναψαν συνθήκη μαζί του, κι απέσυραν απ' εκεί τις δυνάμεις τους.
Της αντίστασης κατά των Γενουατών δεν ηγήθηκε ο νεαρός βασιλιάς Πέτρος Β', αλλά οι δύο θείοι του Ιωάννης και Ιάκωβος (ο δεύτερος κατείχε τότε το αξίωμα του κοντοσταύλη της Κύπρου, ήταν δηλαδή ο αρχηγός του στρατού). Αντίθετα ο νεαρός βασιλιάς, που βρισκόταν μαζί με τη μητέρα του Ελεονόρα στην Αμμόχωστο, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να απολέσει την τόσο σημαντική αυτή πόλη / λιμάνι και να συλληφθεί μάλιστα ο ίδιος αιχμάλωτος. Η Αμμόχωστος, που ήταν άριστα οχυρωμένη, καταλήφτηκε από τους Γενουάτες (1373) όχι με έφοδο (αυτό ήταν αδύνατο με τη δύναμη και τα μέσα που κατείχε το εκστρατευτικό σώμα των Γενουατών), αλλά με τέχνασμα. Συγκεκριμένα είχε επιτραπεί η είσοδος Γενουατών στην πόλη, δήθεν για διαπραγματεύσεις και η είσοδός τους αυτή αποδείχτηκε μοιραία για την πόλη.
Ο Πέτρος Β' κρατήθηκε αιχμάλωτος των Γενουατών, όπως κρατήθηκε και η μητέρα του Ελεονόρα. Οι Γενουάτες επιτέθηκαν και κατά της Λεμεσού και κατά της Πάφου, ενώ μπήκαν και σ' αυτή την ίδια την πρωτεύουσα Λευκωσία. Οι δύο θείοι του βασιλιά, Ιωάννης και Ιάκωβος, πετυχημένα αντιστάθηκαν στους Γενουάτες από το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος και από την πόλη της Κερύνειας.
Τελικά, τον επόμενο χρόνο (1374), ο Πέτρος εξαναγκάστηκε να έρθει σε μια ταπεινωτική συμφωνία με τους Γενουάτες, που μεταξύ άλλων πρόβλεπε: παραμονή της Αμμοχώστου κάτω από γενουατική κατοχή, καταβολή υπέρογκων αποζημιώσεων στους Γενουάτες (και αποστολή ομήρων στη Γένουα σαν εγγύηση), παράδοση της Κερύνειας και αναχώρηση του Ιακώβου εκτός Κύπρου. Ο Ιάκωβος υπάκουσε κι εγκατέλειψε την Κερύνεια, φεύγοντας όμως για την Ευρώπη συνελήφθη από τους Γενουάτες (παρά την υπόσχεσή τους ότι θα παρέμενε ανενόχλητος) και στάλθηκε κι αυτός αιχμάλωτος στη Γένουα. Απ' εκεί επέστρεψε πλέον μετά το θάνατο του Πέτρου Β', όταν εκλέχτηκε βασιλιάς της Κύπρου.
Η όλη επιχείρηση των Γενουατών στην Κύπρο τους απέφερε σημαντικά οφέλη. Ωστόσο, πριν αναχωρήσουν, φρόντισαν να εκτελέσουν εκείνους που είχαν ανάμειξη στη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου Α', εκπληρώνοντας την αρχική υπόσχεση προς τη βασίλισσα Ελεονόρα. Η τελευταία, λίγο μετά το τέλος του πολέμου με τους Γενουάτες, οργάνωσε και πέτυχε και τη δολοφονία του πρίγκιπα Ιωάννη που, όπως προαναφέρθηκε, τον θεωρούσε ηθικό αυτουργό για το θάνατο του Πέτρου Α'.
Τελικά η δυναμική Ελεονόρα είχε έρθει σε σύγκρουση και με τη Βαλεντίνα, μετά το γάμο της τελευταίας με τον Πέτρο Β', ενώ συνεχώς αναμειγνυόταν και σε άλλες πολλές υποθέσεις και σκάνδαλα. Έτσι, κάποτε ο Πέτρος Β' αποφάσισε να διώξει τη μητέρα του από την Κύπρο. Παρά τις σφοδρές της διαμαρτυρίες, η Ελεονόρα στάλθηκε πίσω στην Ισπανία το Σεπτέμβρη του 1378.
Ο Πέτρος Β' είχε διαπραγματευτεί και πετύχει τη σύναψη ειρήνης με το σουλτάνο της Αιγύπτου. Είχε επίσης κτίσει και βελτιώσει οχυρώσεις της Λευκωσίας. Έκτισε εξάλλου τη βασιλική έπαυλη στο χωριό Ποταμιά (που καταστράφηκε από τους Μαμελούκους το 1426) κι άλλα έργα. Όπως κι ο πατέρας του, έκοψε κι αυτός δικά του παρόμοια νομίσματα. Πέθανε στις 3 του Οκτώβρη του 1382.
Ιάκωβος Α'
Βασιλιάς της Κύπρου από το 1382 μέχρι το 1398. Γιος του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ' (1324-1359), αδελφός του επίσης βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α' (1359-1369), θείος και διάδοχος στο θρόνο του επίσης βασιλιά της Κύπρου (γιου του Πέτρου Α') Πέτρου Β' (1369-1382), και πατέρας του επίσης βασιλιά της Κύπρου Ιανού (1398-1432). Ο Ιάκωβος, προτού ανέλθει στο θρόνο της Κύπρου, κατείχε άλλα αξιώματα. Είχε περιπετειώδη ζωή και είναι περισσότερο γνωστός για τη σθεναρή αντίστασή του κατά των Γενουατών, όταν οι τελευταίοι εισέβαλαν στην Κύπρο.
Ο Ιάκωβος ήταν τέταρτος κατά σειρά γιος του βασιλιά της Κύπρου Ούγου Δ', μετά τον Γκι (Γουΐδο), τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Μετά το θάνατο του Ούγου, το 1359 ο πρωτότοκος γιος του Γκι, πρίγκιπας της Γαλιλαίας, δεν ανήλθε στο θρόνο γιατί είχε ήδη πεθάνει. Βασιλιάς έγινε ο δευτερότοκος γιος του Ούγου, ο Πέτρος Α', που βασίλεψε 10 χρόνια, μέχρι το 1369, οπότε και δολοφονήθηκε. Τότε στο θρόνο ανήλθε ο γιος του Πέτρου Α' ο Πέτρος Β' που ήταν ανήλικος. Βασιλιάς στέφτηκε μόλις ενηλικιώθηκε. Στο μεταξύ, η σύζυγος του Πέτρου Α, βασίλισσα Ελεονόρα, θέλοντας να εκδικηθεί την άγρια δολοφονία του συζύγου της προκάλεσε επέμβαση των Γενουατών η οποία κι εξελίχτηκε σε εισβολή. Κατά των Γενουατών αντιστάθηκαν με επιτυχία οι άλλοι δύο γιοι του Ούγου Δ', δηλαδή οι δύο θείοι του νεαρού βασιλιά Πέτρου Β', πρίγκιπες Ιωάννης και Ιάκωβος, όπως εκτίθεται πιο κάτω. Μετά το τέλος του πολέμου με τους Γενουάτες, η βασίλισσα Ελεονόρα μεθόδευσε και πέτυχε τη δολοφονία του ενός από τους δύο, του Ιωάννη, τον οποίο θεωρούσε ως έναν από τους υπεύθυνους για τη δολοφονία του συζύγου της. Έτσι, όταν ο βασιλιάς Πέτρος Β' πέθανε το 1382 χωρίς ν' αφήσει διάδοχο, νέος βασιλιάς της Κύπρου εκλέχτηκε ο τέταρτος στη σειρά γιος του Ούγου Δ', δηλαδή ο Ιάκωβος.
Ο βασιλιάς Ιάκωβος ήταν νυμφευμένος με την Ελοΐζ ντε Μπράνσγουϊκ, με την οποία και απέκτησε πολλά παιδιά (πιθανόν 12), από τα οποία γνωστό είναι: ο Ιανός, που έγινε βασιλιάς της Κύπρου, ο Ούγος, αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας και καρδινάλιος της Κύπρου, ο Φίλιππος, κοντοστάβλης της Κύπρου, ο Ερρίκος, πρίγκιπας της Γαλιλαίας, η Μαριέτα, που παντρεύτηκε το βασιλιά της Νεάπολης Λατισλάς, η Ισαβέλλα, που παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Πέτρο, κόμη της Τρίπολης, η Εχίβη και η Αγνή.
Όπως έχει ήδη ειπωθεί πιο πάνω, μετά τη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου Α' το 1369 από ομάδα ευγενών, η σύζυγός του βασίλισσα Ελεονόρα πέτυχε να πείσει τους Γενουάτες να εισβάλουν στην Κύπρο για να τιμωρήσουν τους δολοφόνους. Οι Γενουάτες, οι οποίοι είχαν σημαντικά εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα στην Κύπρο, εκστράτευσαν πράγματι στην Κύπρο με επικεφαλής το ναύαρχο Πέτρο ντε Κάμπο Φρεγκόσο, τον Απρίλη του 1373. Αφού κατόρθωσαν να καταλάβουν με δόλο την άριστα οχυρωμένη, πόλη της Αμμοχώστου, συνέλαβαν εκεί αιχμάλωτους το βασιλιά Πέτρο Β' και τη μητέρα του Ελεονόρα που τους είχε προσκαλέσει. Στη συνέχεια, αν και εκτέλεσαν πράγματι τους ευγενείς που είχαν δολοφονήσει τον Πέτρο Α, θέλησαν να θέσουν κάτω από τον έλεγχο τους το νησί. Στον πόλεμο που ακολούθησε, αντιστάθηκαν με επιτυχία κατά των εισβολέων ο πρίγκιπας Ιωάννης (ορμώμενος κυρίως από το απόρθητο φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος) και προπάντων, ο αδελφός του Ιάκωβος που κατείχε το αξίωμα του κοντοστάβλη της Κύπρου. Ο Ιάκωβος πολέμησε με ιδιαίτερη επιτυχία στην Κερύνεια, υπερασπιζόμενος την πόλη αυτή σε μια επική αντίσταση στην πολιορκία της από τους Γενουάτες. Παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις των Γενουατών κατά της πόλης αυτής, και παρά τα τεχνικά πολιορκητικά μέσα που χρησιμοποίησαν, η Κερύνεια, κάτω από τη διοίκηση του Ιακώβου, όχι μόνο άντεξε, αλλά πρόβαλε και νικηφόρα αντίσταση. Τελικά όμως ο ανεψιός του Ιακώβου βασιλιάς Πέτρος Β' σύναψε συνθήκη με τους Γενουάτες (οι τελευταίοι κράτησαν την Αμμόχωστο). Η συνθήκη πρόβλεπε, μεταξύ άλλων, και την αναχώρηση από την Κύπρο του Ιακώβου. Ο Ιάκωβος, αφού σταμάτησε τον πόλεμο, αποδέχτηκε τον όρο της συνθήκης που πρόβλεπε την εξορία του από το νησί, και αναχώρησε το 1374 από την Κερύνεια με καράβι, για την Ευρώπη. Πήγε αρχικά στη Ρόδο όπου δε βρήκε την αναμενόμενη βοήθεια, αντίθετα δε, και παρά τη συμφωνία, συνελήφθη από τους Γενουάτες που τον ακολούθησαν και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, μαζί με τη σύζυγό του Ελοΐζ, στη Γένουα.
Στη Γένουα ο Ιάκωβος παρέμεινε αιχμάλωτος και έζησε κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες μαζί με τη σύζυγό του, για 9 περίπου χρόνια. Στην πόλη αυτή της Ιταλίας γεννήθηκε ο πρωτότοκος γιος του, που ονομάστηκε Ιανός, πήρε δηλαδή το όνομα του θεού που θεωρούνταν ο ιδρυτής και προστάτης της Γένουας.
Το 1382 πέθανε στο νησί ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Β'. Επειδή δεν άφησε διάδοχο, δικαιωματικά αλλά και με απόφαση της Άνω Βουλής, το στέμμα περιήλθε στο θείο του Ιάκωβο, ο οποίος κρατιόταν ακόμη αιχμάλωτος στη Γένουα. Οι Γενουάτες, προκειμένου να τον αφήσουν ελεύθερο για να μπορέσει να επιστρέψει στην Κύπρο και να στεφτεί βασιλιάς, διαπραγματεύτηκαν με τον Ιάκωβο και του απέσπασαν την υπογραφή σε μια συμφωνία που υπογράφτηκε στις 19.2.1383. Με τη συμφωνία αυτή, οι Γενουάτες εξασφάλισαν νέα υπερπρονόμια στην Κύπρο, που ιδιαίτερα ευνοούσαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Η Αμμόχωστος εξακολουθούσε να βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία των Γενουατών, κάτω από ένα καθεστώς το οποίο ουδέποτε αποδέχτηκαν ο Ιάκωβος και οι κατοπινοί βασιλιάδες της Κύπρου. Ο Ιάκωβος, συγκεκριμένα, έκανε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (στα 1396) μια αποτυχημένη προσπάθεια να ανακτήσει τη σημαντική αυτή πόλη του νησιού. Αργότερα, παρόμοιες προσπάθειες έγιναν και από το βασιλιά Ιανό (στα 1401), από το βασιλιά Ιωάννη Β' (στα 1441) και από το βασιλιά Ιάκωβο Β' που τελικά πήρε την πόλη στα 1464. Τον ίδιο χρόνο παραδόθηκε στον Ιάκωβο Β' και η πόλη της Κερύνειας. Η κατοχή της Κερύνειας από τους Γενουάτες αποτελούσε όρο της συμφωνίας που είχε συνομολογηθεί μεταξύ Γενουατών και Ιακώβου Α' στις 19.2.1383, προκειμένου οι πρώτοι ν' απελευθερώσουν το δεύτερο.
Μέχρι να διευθετηθεί η απελευθέρωση του Ιακώβου και η επιστροφή του στην Κύπρο το βασίλειο διοικιόταν από κυβερνήτη και 12μελές συμβούλιο ευγενών. Ο Ιάκωβος κατόρθωσε να φτάσει στην Κύπρο το 1383, αλλά δεν έγινε δεκτός στο νησί όπως αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 603-606), κι είχε επιστρέψει στη Γένουα αφού δεν του επιτράπηκε ν' αποβιβαστεί στις Αλυκές (Λάρνακα) όπου είχε φτάσει με καράβι. Στην επιστροφή του Ιακώβου ήταν αντίθετοι μερικοί ευγενείς με επικεφαλής τους αδελφούς Περότ και Βιλμόντ ντε Μοντολίφ, οι οποίοι είχαν θεωρήσει ότι ή όλη κατάσταση ευνοούσε την ανάληψη της εξουσίας και τον έλεγχο του βασιλείου από τους ίδιους. Μετά την οριστική επιβολή του Ιακώβου, οι δυο αδελφοί Μοντολίφ συνελήφθησαν και τιμωρήθηκαν. Οι αντίπαλοι του Ιακώβου στην Κύπρο δεν έγινε δυνατό να εξουδετερωθούν, παρά μόνο μέχρι το 1385. Τον Απρίλη του χρόνου αυτού ο βασιλιάς αποβιβάστηκε στην Κερύνεια και στη συνέχεια ήρθε στη Λευκωσία όπου κι έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό. Η στέψη του έγινε το Μάη του 1385 στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας.
Στην όλη υπόθεση της επιστροφής του Ιακώβου στην Κύπρο και της στέψης του φαίνεται ότι ήταν αντίθετοι οι Βενετοί. Οι Βενετοί ασφαλώς ζημιώνονταν εξαιτίας της συμφωνίας που ο Ιάκωβος είχε υπογράψει με τους Γενουάτες οι οποίοι κι ευνοούνταν σημαντικά. Έτσι, στο δεύτερο ταξίδι του από τη Γένουα στην Κύπρο ο Ιάκωβος συνοδευόταν από 6 πολεμικές γαλέρες των Γενουατών, δια να μηδέν δράξουν τον ρήγα... οι Βενετίκοι εις το έλα του... (Μαχαιράς, παρ.614). Ωστόσο οι Γενουάτες κράτησαν στη Γένουα, σαν όμηρό τους, τον πρωτότοκο γιο του Ιακώβου και διάδοχό του στο θρόνο, Ιανό.
Εκτός από βασιλιάς της Κύπρου, ο Ιάκωβος ήταν κληρονομικά και βασιλιάς Ιεροσολύμων. Βασιλιάς Ιεροσολύμων στέφτηκε στα 1389. Στα 1393 πέθανε ο βασιλιάς της Αρμενίας Λέων Στ', που ανήκε επίσης στην οικογένεια των Λουζινιανών, κι επειδή δεν είχε απογόνους, ο Ιάκωβος έγινε και βασιλιάς της Αρμενίας. Έκτοτε, οι Κύπριοι βασιλιάδες ήταν και βασιλιάδες της Αρμενίας.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ιάκωβος επέβαλε στην Κύπρο τη φορολογία της δεκάτης. Στα 1392-93 αντιμετώπισε μεγάλη επιδημία πανούκλας που εξολόθρευσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ο Μαχαιράς αναφέρει ότι τότε η βασιλική οικογένεια αποσύρθηκε στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά προκειμένου ν' αποφύγει το θανατικό, αλλά σύντομα ο βασιλιάς και η βασίλισσα επέστρεψαν στη Λευκωσία αφού αποφάσισαν ότι, αν ζούσαν, θα ήταν άχρηστοι σ' ένα βασίλειο χωρίς υπηκόους.
Ο βασιλιάς Ιάκωβος πέθανε στις 9.9.1398. Τάφηκε στην εκκλησία του Αγίου Δομινίκου στη Λευκωσία.
Ιανός
Βασιλιάς της Κύπρου από το 1398 μέχρι το 1432 οπότε και πέθανε. Γιος του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Α' (1382-1398) και της Ελοΐζ ντε Μπράνσγουϊκ, ο πρωτότοκος από τα πολλά παιδιά τους. Γεννήθηκε το 1374 στην πόλη Γένουα της Ιταλίας, όπου ο πατέρας του, πριν ακόμη γίνει βασιλιάς της Κύπρου κρατιόταν αιχμάλωτος των Γενουατών. Η μητέρα του Ελοΐζ τον ονόμασε Ιανό δίνοντάς του το όνομα του θεού ο οποίος ήταν, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο ιδρυτής της πόλης της Γένουας. Ο ίδιος ο Ιανός νυμφεύτηκε δυο φορές. Πρώτη του σύζυγος ήταν η Ελοΐζ Βισκόντη (της γνωστής οικογένειας των Βισκόντη, που αρκετά μέλη της έδρασαν στην Κύπρο). Δεύτερη σύζυγός του, μετά το θάνατο της Βισκόντη, ήταν η Καρλότα ντε Μπουρμπόν. Ο Ιανός απέκτησε πολλά παιδιά (πιθανώς 8), νόμιμα και μη. Πρωτότοκος γιος του ήταν ο διάδοχός του στο θρόνο βασιλιάς της Κύπρου Ιωάννης Β' (1432-1458).
Όταν ο πατέρας του Ιανού Ιάκωβος εκλέχθηκε βασιλιάς της Κύπρου, σύναψε συμφωνία με τους Γενουάτες που τον κρατούσαν αιχμάλωτο, με βάση την οποία η Γένουα αποκτούσε νέα σημαντικά εμπορικά και άλλα υπερπρονόμια στην Κύπρο. Μπόρεσε έτσι ν' απελευθερωθεί και να επιστρέψει στην Κύπρο για ν' ανέλθει στο θρόνο. Με απαίτηση όμως των Γενουατών, άφησε στην πόλη τους, ως όμηρο, το γιο του Ιανό και έστειλε στη Γένουα έναν ευγενή, τον Ιωάννη Μπαπίν, για να δρα ως κηδεμόνας του γιου του. Όπως σημειώνει ο (σύγχρονος του βασιλιά Ιανού) μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, ο βασιλιάς Ιάκωβος επέβαλε στην Κύπρο ειδική φορολογία (αναγκάζοντας τόσο τους ευγενείς όσο και το λαό ν' αγοράσουν ποσότητες άλατος σύμφωνα με τις δυνατότητες του καθένα), προκειμένου να συγκεντρώσει μια ποσότητα χρημάτων που ανερχόταν σε 100.000 δουκάτα για να μπορέσει ν' απελευθερώσει το γιο του από τους Γενουάτες. Πράγματι, τούτο έγινε κατορθωτό κι ο Ιανός έφτασε στην Κύπρο τον Οκτώβρη του 1392, δηλαδή σε ηλικία 18 χρόνων.
Μετά το θάνατο του βασιλιά Ιακώβου Α' (9.9.1398), στο θρόνο της Κύπρου ανήλθε ο Ιανός, που ήταν τότε 24 χρόνων. Η επίσημη τελετή στέψης του έγινε στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία στις 11.11.1399.
Όταν βασίλευε ο Ιανός, τα γνωστότερα και σημαντικότερα γεγονότα που συνέβησαν ήταν μια αποτυχημένη προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης της Αμμοχώστου από τα χέρια των Γενουατών, η εισβολή στην Κύπρο των Σαρακηνών (Μαμελούκων), τους οποίους ο Ιανός αντιμετώπισε σε μεγάλη μάχη στη Χοιροκοιτία, και η επανάσταση του Κυπρίου δουλοπάροικου ρε (=βασιλιά) Αλέξη.
Η προσπάθεια ανακατάληψης της Αμμοχώστου έγινε στα 1402. Η πόλη βρισκόταν στα χέρια των Γενουατών από την εποχή της βασιλείας του Πέτρου Β', και συγκεκριμένα από το 1373 οπότε οι Γενουάτες είχαν εισβάλει στην Κύπρο. Στα 1402 διοικητής της Αμμοχώστου ήταν ο Γενουάτης Αντώνιος ντε Κάρκο που, σύμφωνα με όσα γράφει ο Αμάτι, ήταν ο νονός του βασιλιά Ιανού, ο οποίος είχε, όπως αναφέρθηκε ήδη, γεννηθεί στη Γένουα. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς, ο βασιλιάς Ιανός συνωμότησε με έναν ιερωμένο, κάποιον αδελφό Γρηγόριο, που ήταν πνευματικός του Αντωνίου ντε Κάρκο, να παραδώσει στον Κύπριο βασιλιά την πόλη και σ' αντάλλαγμα να γίνει επίσκοπος Αμμοχώστου. Στη συνωμοσία είχαν αναμειχτεί και αρκετοί άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Πέτρος Μαχαιράς, αδελφός του Λεοντίου Μαχαιρά. Κατασκευάστηκαν κρυφά κλειδιά για τις πύλες της πόλης κι έγιναν και αρκετές άλλες ετοιμασίες για την κατάληψή της, σύμφωνα με συνωμοτικό σχέδιο που πρόβλεπε δολοφονία του Αντωνίου ντε Κάρκο από τον αδελφό Γρηγόριο και άνοιγμα των πυλών για να μπουν οι στρατιώτες του Ιανού. Την τελευταία όμως στιγμή το σχέδιο προδόθηκε, οι συνωμότες που ήταν μέσα στην Αμμόχωστο συνελήφθησαν και 28 απ' αυτούς εκτελέστηκαν, κι έτσι η Αμμόχωστος παρέμεινε στα χέρια των Γενουατών.
Η προσπάθεια του Ιανού να πάρει την Αμμόχωστο από τους Γενουάτες (οι οποίοι κρατούσαν και την πόλη της Κερύνειας), τον έφερε σε ρήξη μ' αυτούς και οι αψιμαχίες συνεχίστηκαν μέχρι τον επόμενο χρόνο. Το 1403 επισκέφτηκε την Κερύνεια ο κυβερνήτης της Γένουας Ζαν ντε Μενγκρέ, ο επονομαζόμενος Μπουσικό, πρώην στρατάρχης της Γαλλίας, που είχε συνομιλίες με εκπρόσωπο του Ιανού, το Γεώργιο Μπίλι, οι οποίες και κατέληξαν σε συμφωνία. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν, αλλά οι δύο πόλεις παρέμειναν στα χέρια των Γενουατών. Λίγο αργότερα, όμως, ο βασιλιάς Ιανός δοκίμασε πάλι να καταλάβει την Αμμόχωστο. Όπως λέει ο Μαχαιράς, επέβαλε στο λαό ειδικές φορολογίες, μάζεψε χρήματα αλλά έκοψε ο ίδιος κι άλλα, συγκέντρωσε στρατό και πολιορκητικά μηχανήματα και πολιόρκησε την Αμμόχωστο. Η πολιορκία αυτή κράτησε τρία χρόνια αλλά αποδείχτηκε μάταιη επειδή οι προσβάσεις της πόλης από τη θάλασσα ήταν ανοικτές. Στα 1406 λύθηκε η πολιορκία της Αμμοχώστου. Στα 1408 οι Γενουάτες δοκίμασαν να καταλάβουν και τη Λεμεσό, αλλά αποκρούστηκαν. Δύο χρόνια αργότερα στα 1410, η Κύπρος πλήγηκε και πάλι από επιδημίες. Ταυτόχρονα, κατά την περίοδο αυτή, το νησί υφίστατο επανειλημμένες επιδρομές ακρίδων, που προκαλούσαν τεράστιες καταστροφές στη γεωργία. Νέα μεγάλη επιδημία συνέβη στην Κύπρο και κατά το 1419-20. Επιδημία ενέσκηψε και κατά το 1421-22 κι απ' αυτήν πιθανότατα πέθανε η δεύτερη σύζυγος του Ιανού βασίλισσα Καρλότα. Επειδή μάλιστα κι ο ίδιος ο βασιλιάς ασθενούσε σοβαρά, ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει ότι η νεκρή βασίλισσα μεταφέρθηκε κρυφά έξω από το παλάτι και οι νεκρώσιμες ψαλμωδίες άρχισαν όταν η πομπή απομακρύνθηκε για να μην αντιληφθεί το γεγονός ο Ιανός. Η Καρλότα πέθανε στις 15.1.1422 και, σύμφωνα με μια πληροφορία, την ίδια μέρα πέθανε και η μητέρα του Ιανού, η Ελοΐζ ντε Μπράνσγουϊκ.
Στο μεταξύ, επειδή η Κύπρος εξακολουθούσε ν' αποτελεί μόνιμη βάση εξόρμησης πειρατών και τυχοδιωκτών που λεηλατούσαν, ύστερα από επιδρομές τα παράλια των γύρω από την Κύπρο χωρών, επανειλημμένες συνομιλίες είχαν γίνει μεταξύ του Ιανού και του σουλτάνου της Αιγύπτου μέσω εκπροσώπων τους. Ο Ιανός δεν μπόρεσε όμως, ή δε θέλησε, να εμποδίσει τις επιδρομές, κι αυτό στάθηκε η αφορμή για την εισβολή στην Κύπρο των Σαρακηνών. Στις επιδρομές αυτές, εξάλλου, ήταν αναμειγμένοι και Κύπριοι ευγενείς και αξιωματούχοι του βασιλείου, που πλούτιζαν από τα λάφυρα.
Ο σουλτάνος της Αιγύπτου, που ήταν τότε ο Μελέκ ελ Ασρόφ Μπαρσαβάχ, γνωστότερος με το όνομα Μπαρσμπάι (1421-1438), έστειλε κατά της Κύπρου στρατό επανειλημμένα. Στα 1424 μικρή δύναμη, που χτύπησε τη Λεμεσό, στα 1425 μεγαλύτερη δύναμη από καράβια και στρατό που χτύπησαν αρχικά την Αμμόχωστο η οποία και παραδόθηκε από τους Γενουάτες, και στη συνέχεια προχώρησαν προς τη Λάρνακα όπου λεηλάτησαν και πυρπόλησαν όλη τη γύρω περιοχή μαζί με τα χωριό Κίτι, Δρομολαξιά, Κελλία, Αραδίππου, Αγρίνου. Από εκεί προχώρησαν προς τη Λεμεσό την οποία επίσης λεηλάτησαν, αφού, χωρίς μεγάλη δυσκολία, κατέλαβαν το κάστρο της.
Μια αποτυχημένη προσπάθεια του σεΐχη της Δαμασκού (του οποίου το όνομα μας είναι άγνωστο) έγινε την περίοδο αυτή, με σκοπό να επιτευχθεί ειρήνη. Ο Ιανός δε δέχτηκε ν' ακολουθήσει τις συμβουλές του, παρά την προειδοποίηση ότι ο σουλτάνος της Αιγύπτου ήταν πολύ ισχυρός και αποφασισμένος να καταστρέψει, αν χρειαζόταν, την Κύπρο.
Η μεγάλη επίθεση των Μαμελούκων έγινε το καλοκαίρι του 1426. Ο στρατός τους, αφού συγκεντρώθηκε στη Ροζέτα, έφτασε στο νησί με 180 πλοία κι αποβιβάστηκε στην περιοχή της Αβδήμου. Συναρχηγοί στην εκστρατεία αυτή ήταν ο Τανγκριβέρ Μωχαμέντ και ο Ινάλ ελ Κακιμί. Η στρατιωτική τους δύναμη ξεπερνούσε τις 3.000 άντρες και περιλάμβανε Μαμελούκους, Τούρκους και Άραβες. Η Λεμεσός κατελήφθη και πάλι. Ο Ιανός συγκέντρωσε το δικό του στρατό και κινήθηκε από τη Λευκωσία προς τη Λεμεσό. Είχε ήδη ζητήσει και βοήθεια από τις δυνάμεις της Ευρώπης, που όμως δεν ήρθε- οι μεν Γενουάτες ήταν εχθροί του, οι δε Βενετοί και λοιποί δεν ήθελαν να χαλάσουν τις εμπορικές και άλλες σχέσεις τους με το σουλτάνο.
Η αποφασιστική μεγάλη μάχη έγινε στην περιοχή της Χοιροκοιτίας την Κυριακή, 7.7.1426 και την περιγράφει παραστατικά στο Χρονικόν του ο Λεόντιος Μαχαιράς ο οποίος ήταν και αυτόπτης μάρτυρας, μετέχοντας στη δύναμη του βασιλιά Ιανού. Οι κυπριακές δυνάμεις ηττήθηκαν κι ο ίδιος ο βασιλιάς συνελήφθη αιχμάλωτος και στάλθηκε στο σουλτάνο στο Κάιρο.
Μετά τη νίκη τους, οι Μαμελούκοι λεηλάτησαν ξανά τη Λάρνακα και στη συνέχεια την ίδια την πρωτεύουσα Λευκωσία. Η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στην ισχυρά οχυρωμένη Κερύνεια και γλίτωσε. Οι εισβολείς, αφού πήραν πάρα πολλά λάφυρα καθώς και πλήθος αιχμαλώτων, αναχώρησαν από το νησί.
Η καταστροφή αυτή, που συμπλήρωσε τις προηγούμενες από τις επιδρομές, τις πολεμικές επιχειρήσεις του Ιανού κατά των Γενουατών, τις επιδημίες και τις εισβολές των ακρίδων, οδήγησε τους Κυπρίους δουλοπάροικους που ζούσαν σε συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης, σε εξέγερση. Αρχηγός των επαναστατών Κυπρίων χωρικών ήταν ένας Αλέξης που ανακηρύχτηκε βασιλιάς στο Λευκόνοικο. Η επανάσταση φαίνεται ότι ήταν μεγάλης κλίμακας κι είχε υποστηριχτεί από το λαό που εξέλεξε δικούς του αρχηγούς σε πολλά μέρη της Κύπρου (Λεμεσό, Λεύκα, Ορεινή, Περιστερώνα, Μόρφου και, φυσικά, Λευκόνοικο).
Στο μεταξύ, ο Ιανός είχε δεχτεί ταπεινώσεις στο Κάιρο- αλυσοδεμένος και καβαλικεμένος πάνω σ' ένα γαϊδούρι χωρίς σαμάρι, οδηγήθηκε μπροστά στο σουλτάνο και υποχρεώθηκε να γονατίσει και να προσκυνήσει 9 φορές το χώμα που εκείνος πατούσε. Πίσω στην Κύπρο, οι ευγενείς και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας προσπαθούσαν ν' αντιμετωπίσουν την επανάσταση του ρήγα Αλέξη και ταυτόχρονα άρχισαν τις προσπάθειες απελευθέρωσης του Ιανού. Με βοήθεια από την Ευρώπη, η επανάσταση των χωρικών κατεστάλη μετά από 10 περίπου μήνες. Ο ίδιος ο αρχηγός των επαναστατών συνελήφθη αιχμάλωτος. Αφού έπαθε τρομερά βασανιστήρια, εκτελέστηκε στη Λευκωσία στις 12 του Μάη 1427, την ίδια μέρα που ο βασιλιάς Ιανός έφτασε στην Πάφο από το Κάιρο.
Η απελευθέρωση του Ιανού επιτεύχθηκε ύστερα από μεσολάβηση των Ευρωπαίων, οι οποίοι και συνεισέφεραν για να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα λύτρα. Πολλοί Κύπριοι ευγενείς έδωσαν επίσης χρήματα, γιατί η συμφωνία που είχε γίνει, πρόβλεπε καταβολή λύτρων ύψους 200.000 δουκάτων. Ακόμη, έπρεπε η Κύπρος να καταβάλλει στο σουλτάνο ετήσιο φόρο που ανερχόταν σε 5.000 δουκάτα. Ο φόρος αυτός συνέχισε να καταβάλλεται και μετά το θάνατο του Ιανού, μέχρι και το τέλος της φραγκοκρατίας και αργότερα. Μαζί με τον Ιανό μπόρεσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και μερικοί από τους λοιπούς αιχμαλώτους, των οποίων οι οικογένειες μπόρεσαν να βρουν χρήματα. Άλλοι παρέμειναν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως σκλάβοι.
Ο Ιανός χαρακτηρίζεται από το Λεόντιο Μαχαιρά ως σοφός, δυνατός και έμορφος άνθρωπος και καλός... Τις συνεχείς αποτυχίες του, τις δικαιολογεί γράφοντας ότι οι ευγενείς δεν τον άφηναν να κάνει αυτά που ήθελε και τον εμπόδιζαν:...και η βουλή του δεν αφήκεν να ποίση τις ορεξείς του, και εξηλώνναν τον...
Μετά την αιχμαλωσία του από τους Σαρακηνούς, αισθανόταν τρομερά πικραμένος και πγιόν δεν εγέλασεν από την πικρίαν του...
Αφού παρέμεινε στο κρεβάτι, παράλυτος από ημιπληγία για ένα περίπου χρόνο, πέθανε στις 10.6.1432.
Επαρχίες της Κύπρου Αμμόχωστου | Κερύνειας | Λάρνακας | Λεμεσού | Λευκωσίας | Πάφου |
Κατάλογος δήμων και κοινοτήτων Κύπρου
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org , LivePedia.gr . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License