.
Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ (1850 - 1864) ήταν ένας μεγάλου εύρους εμφύλιος πόλεμος στη νότια Κίνα, μεταξύ της κυρίαρχης δυναστείας των Τσινγκ και του ριζοσπαστικού θρησκευτικού κινήματος των Ταϊπίνγκ. Οι Ταϊπίνγκ ήταν ένα χιλιαστικό κίνημα υπό την ηγεσία του Χονγκ Ξιουκουάν, ο οποίος διεμήνυε πως είχε οράματα στα οποία τού φανερώθηκε πως ήταν ο νεότερος αδερφός του Ιησού Χριστού. Ως συντηρητική εκτίμηση, τουλάχιστον 20 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν, κυρίως πολίτες, ενώ είναι πιθανό οι αριθμοί των θυμάτων να είναι αρκετά μεγαλύτεροι, σε μια από τις πιο θανατηφόρες στρατιωτικές συγκρούσεις της ιστορίας.[1]
Ο Χονγκ εγκαθίδρυσε το Ουράνιο Βασίλειο των Ταϊπίνγκ, με την πρωτεύουσα να βρίσκεται στο Ναντσίνγκ. Ο στρατός του Βασιλείου ήλεγξε μεγάλα μέρη της νότιας Κίνας, και στο απόγειο της δύναμής του είχε υπό τον έλεγχο του περίπου 30 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι επαναστατικές διακηρύξεις περιελάμβαναν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως την από κοινού ιδιοκτησία αγαθών, ισότητα των φύλων, και την αντικατάσταση του Κομφουκιανισμού, Βουδισμού, και κινέζικων παραδοσιακών θρησκειών με τη δική τους μορφή Χριστιανισμού. Λόγω της άρνησής τους να πλέκουν τα μαλλιά τους σε κοτσίδα σύμφωνα με τα έθιμα των Μαντσού της εποχής, τα μέλη των Ταϊπίνγκ αποκαλούνταν ως "μακρυμάλληδες" από την κυβέρνηση των Τσινγκ, η οποία αντιμαχόταν τους στρατούς των Ταϊπίνγκ κατά την εξέγερση. Η κυβέρνηση των Τσινγκ τελικά κατάφερε να κατατροπώσει τους επαναστάτες με την βοήθεια γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων.
Στον 20ο αιώνα, ο Σουν Γιατ-Σεν, ιδρυτής του Κινέζικου Εθνικιστικού Κόμματος, βρήκε το κίνημα των Ταϊπίνγκ ως πηγή έμπνευσης, ενώ ο κομμουνιστής επαναστάτης και μετέπειτα ηγέτης της Κίνας Μάο Τσετούνγκ, δόξασε τους επαναστάτες των Ταϊπίνγκ ως πρώιμους ηρωικούς αγωνιστές ενάντια σε ένα διεφθαρμένο φεουδαρχικό σύστημα.[2]
Απαρχές
Ο Χονγκ Ξιουκουάν σε αναπαράσταση της εποχής, χρονολογείται περίπου στο 1860
Η Κίνα της δυναστείας των Τσινγκ στα μέσα του 19ου αιώνα, υπέφερε από μια σειρά από φυσικές καταστροφές, οικονομικά προβλήματα, και ήττες από τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις, συγκεκριμένα την ταπεινωτική ήττα από το Ηνωμένο Βασίλειο στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου. Η κυβέρνηση των Τσινγκ, η οποία ήταν στελεχωμένη με μέλη της φυλής των Μαντσού, θεωρείτο από μεγάλο μέρος του κινεζικού -κυρίως Κινέζοι Χαν- πληθυσμού, ως ένα αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο καθεστώς. Η αίσθηση αυτή κυριαρχούσε κυρίως στον Νότο, ανάμεσα στις εργαζόμενες ομάδες, τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις και τους μη προνομιούχους, οι οποίοι ήταν και αυτοί που έτρεξαν να συσπειρωθούν υπό τον χαρισματικό ηγέτη Χονγκ Ξιουκουάν, ένας μέλος της κοινότητας των Χάκα, οι οποίοι φυλετικά ήταν μια ομάδα των Χαν της νότιας Κίνας, με παλαιά καταγωγή από τη δυναστεία Τσιν.[3]
Το 1837, ο Χονγκ Ξιουκουάν, έχοντας αποτύχει πολλαπλές φορές να περάσει τις εξετάσεις για εισαγωγή στο ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα της αυτοκρατορικής Κίνας, θα έμενε οριστικά εκτός της ελίτ των πνευματικά διανοουμένων. Ο Χονγκ αρρώστησε και πέρασε αρκετό καιρό κατάκοιτος στο κρεβάτι, και όταν συνήλθε, είχε αναπτύξει μια νέα προσωπικότητα. Ο ξάδερφός του Λι Τσινγκ-φανγκ, παρατήρησε το φυλλάδιο που ο Χονγκ είχε λάβει από έναν προτεστάντη Χριστιανό ιεραπόστολο το 1836, μετά από μια από τις αποτυχημένες εξετάσεις του, να είναι τοποθετημένο σε μια βιβλιοθήκη στο σπίτι του Χονγκ. Αφότου το διάβασε, ο Λι πρότεινε στον Χονγκ να διαβάσει το υλικό. Διαβάζοντας το με τη σειρά του και ο Χονγκ, υποστήριξε πως η αρρώστια που πέρασε μετά από την αποτυχία του στις εξετάσεις, ήταν στην πραγματικότητα ένα όραμα στο οποίο τού φανερώθηκε πως είναι ο μικρός αδερφός του Ιησού Χρηστού, και στάλθηκε ειδικά για να ξεφορτωθεί τους "διαβόλους" στην Κίνα, στους οποίους περιελαμβάνονταν η διεφθαρμένη δυναστεία των Τσινγκ Μαντσού, καθώς και οι διδαχές του Κομφούκιου. Μετά το όραμα αυτό, ένιωσε πως ήταν το καθήκον του να διαδώσει την ερμηνεία του Χριστιανισμού και να ανατρέψει την κυριαρχία των Μαντσού. Ο συνεργάτης τού Χονγκ, ο Γιανγκ Ξιουκίνγκ, ένας πρώην έμπορος ξυλείας από το Γκουανγκσί, υποστήριξε ακολούθως πως ήταν η 'Φωνή του Θεού', έτσι ώστε να καθοδηγήσει τους ανθρώπους και να αποκτήσει πολιτική δύναμη.[4] Ο Αμερικανός Βαπτιστής ιεραπόστολος Ισσαχάρ Γιάκοξ Ρόμπερτς, ανέλαβε το πόστο του δασκάλου και συμβούλου στον Χονγκ.[5]
Η δύναμη της σέχτας μεγάλωσε στα τέλη του 1840, αρχικά με την υποταγή ομάδων ληστών και πειρατών. Η απόπειρα καταστολής από τις αρχές του κράτους, μετέτρεψε την ομάδα σε επαναστατικό κίνημα, και κατόπιν σε ένα γεωγραφικά ευρύ, αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Τα πρώτα χρόνια
Η γενικευμένη εξέγερση αρχικά ξεκίνησε στην επαρχία Γκουανγκσί. Στις αρχές του 1851, μετά από μια μικρή σύρραξη που έληξε με νίκη των επαναστατών, ένας στρατός 10.000 επαναστατών κατατρόπωσε τις κυβερνητικές δυνάμεις στην πόλη Γκουϊπίνγκ. Κατόπιν οι δυνάμεις των Ταϊπίνγκ αντιστάθηκαν επιτιχώς στην αυτοκρατορική αντεπίθεση και τα κέρδη από τους πολέμους του οπίου μεγάλωσαν το κίνημα των επαναστατών.
Επιδείνωση του πολέμου
Περιοχές ελέγχου των Ταϊπίνγκ το 1854
Το 1853 ο Χονγκ Ξιουκουάν αποσύρθηκε από τον ενεργό του ρόλο στην πολιτική και τη διαχείριση των επαναστατών, και κυβερνούσε αποκλειστικά με γραπτές διακηρύξεις οι οποίες συχνά ήταν θρησκευτικού περιεχομένου. Ο Χονγκ διαφωνούσε σε θέματα πολιτικής με τον Γιανγκ Ξιουκίνγκ, ο οποίος είχε τον ρόλο της "Φωνής του Θεού" , και γινόταν όλο και πιο καχύποπτος σχετικά με τις φιλοδοξίες του Γιανγκ, το εκτεταμένο δίκτυο των κατασκόπων του, και τις διακηρύξεις του όταν '' "μιλούσε ως ο Θεός"'. Έτσι το 1856, ο Γιανγκ και η οικογένεια του εκτελέστηκαν από τους ακολούθους του Χονγκ, και ακολούθησε το μέρος του στρατεύματος το οποίο ήταν πιστό στον Γιανγκ.[6]
Με τον Χονγκ να απέχει από τα κοινά, οι εκπρόσωποι των Ταϊπίνγκ προσπάθησαν να αυξήσουν την αποδοχή του κινήματος και να επεκταθούν στην μεσαία κοινωνική τάξη της Κίνας, καθώς και να συνάψουν συμμαχίες με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά απέτυχαν και στις δύο περιπτώσεις. Οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να παραμείνουν ουδέτεροι, ενώ εντός της Κίνας η εξέγερση αντιμετώπιζε αντίσταση από τις κινεζικές παραδοσιακές μεσαίες τάξεις, λόγω της εχθρότητας των επαναστατών στα κινέζικα έθιμα και τις αξίες του Κομφουκιανισμού. Όσο για τους γαιοκτήμονες της άνω τάξης, απεχθάνονταν τους άξεστους τρόπους συμπεριφοράς των Ταϊπίνγκ και κυρίως την πολιτική τους για ισότητα των τάξεων και των φύλων, και έτσι έκλιναν στην πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων.
Το 1859 ο Χονγκ Ρενγκάν, ένας ξάδερφος του Χονγκ Ξιουκουάν, κατετάγη στις δυνάμεις των Ταϊπίνγκ στη Ναντσίνγκ και ο Ξιουκουάν τού έδωσε σημαντική εξουσία. Ο Ρενγκάν, ανέπτυξε ένα φιλόδοξο σχέδιο να επεκτείνει τα όρια του "Ουράνιου Βασιλείου". Το 1860 οι δυνάμεις των Ταϊπίνγκ κατάφεραν να πάρουν τις πόλεις Χανγκτσόου και Σουτσόου στην ανατολή, αλλά απέτυχαν να πάρουν τη Σαγκάη, κάτι που αποτέλεσε την αφετηρία της παρακμής τους.
Η πτώση του Ουράνιου Βασιλείου
Η πύλη του οχυρού της Ναντσίνγκ τον 19ο αιώνα
Η απόπειρα κατάληψης της Σαγκάης τον Αύγουστο του 1860 απωθήθηκε από τις δυνάμεις του αυτοκρατορικού στρατού, οι οποίες ήταν υπό την καθοδήγηση Ευρωπαίων αξιωματικών, καθώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν πλέον συμμαχήσει με τη δυναστεία των Τσινγκ. Οι εκπαιδευμένες από Ευρωπαίους δυνάμεις του αυτοκρατορικού στρατού, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ήττα των επαναστατών των Ταϊπίνγκ, και μερικά χρόνια αργότερα, έως τις αρχές του 1864, ο αυτοκρατορικός έλεγχος στις περισσότερες περιοχές είχε επανακτηθεί.[7]
Ο Χονγκ Ξιουκουάν διακήρυξε πως ο Θεός θα προστατεύσει τη Ναντσίνγκ, πρωτεύουσα των Ταϊπίνγκ, αλλά τον Ιούνιο του 1864, με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις των Τσινγκ να πλησιάζουν, πέθανε από τροφική δηλητηρίαση μετά από κατανάλωση αγριόχορτων όταν η πόλη είχε πλέον πρόβλημα έλλειψης τροφής. Παρέμεινε άρρωστος για 20 μέρες πριν καταλήξει, και λίγες μέρες μετά τον θάνατό του οι δυνάμεις των Τσινγκ κατέλαβαν την πόλη. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο πρώην αυτοκρατορικό παλάτι των Μινγκ, και κατόπιν εκταφιάστηκε για να βεβαιωθεί η ταυτότητα και ο θάνατός του, και στο τέλος το σώμα του κάηκε στην πυρά. Τέλος, οι στάχτες του Χονγκ που απέμειναν, τοποθετήθηκαν σε ένα κανόνι και πυροδοτήθηκαν έτσι ώστε τα απομεινάρια του να διασκορπιστούν και να μη βρει ποτέ γαλήνη και ηρεμία στην "Άλλη Ζωή", ως αιώνια τιμωρία για την εξέγερση που προκάλεσε.
Συνέχεια και διάσπαση σε συμμορίες
Ιστορικό μνημείο της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ στην πόλη Μενγκσάν της επαρχίας Γκουανγκσί, η οποία ήταν η αρχική έδρα των επαναστατών Ταϊπίνγκ
Αν και η πτώση της Ναντσίνγκ το 1864 έφερε την πτώση του καθεστώτος των Ταϊπίνγκ, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Απέμεναν ακόμα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρατεύματα των επαναστατών που συνέχισαν να μάχονται, με περισσότερους από 250.000 επαναστάτες να βρίσκονται μόνο στις μεθοριακές περιοχές των επαρχιών Τζιανγκξί και Φουτζιάν, πέρα από τις υπόλοιπες. Δεν ήταν παρά μόνο τον Αύγουστο του 1871, οπότε ο τελευταίος οργανωμένος στρατός των Ταϊπίνγκ κατατροπώθηκε ολοκληρωτικά από τις κυβερνητικές δυνάμεις στη μεθοριακή περιοχή των επαρχιών Χουνάν, Γκουεϊτζόου, και Γκουανγκσί.
Νωρίτερα το 1865, ο Λίου Γιονγκφού δημιούργησε μια δική του ανεξάρτητη ομάδα από δυνάμεις των Ταϊπίνγκ την οποία ονόμασε ο Στρατός της Μαύρης Σημαίας, και κατέφυγε στο Βιετνάμ, στο Βασίλειο του Ανάμ, όπου και οι δυνάμεις του αντιμετώπισαν τους Γάλλους. Μετά από αρκετά χρόνια, ηγήθηκε της πρόσκαιρης Δημοκρατίας της Φορμόζα (5 Ιουνίου – 21 Οκτωβρίου 1895) πριν εξολοθρευτεί ολοκληρωτικά.
Άλλες "Συμμορίες της Σημαίας", οι οποίες είχαν εξοπλιστεί με σύγχρονο οπλισμό, διαχωρίστηκαν σε ομάδες κλεφτών οι οποίες λεηλατούσαν τα απομεινάρια του Βασιλείου του Λαν Ξανγκ (πρόγονο του κράτους του Λάος), και έμειναν ενεργές ώς και το 1890, οπότε και η τελευταία από αυτές τις ομάδες διαλύθηκε. Τα θύματά τους, μη γνωρίζοντας από πού ήρθαν αυτές οι ομάδες, και καθώς λεηλατούσαν τους βουδιστικούς ναούς, θεώρησαν πως πρόκειται για Κινέζους μουσουλμάνους Χάου από την επαρχία Γιουνάν, κάτι που οδήγησε σε πολέμους εναντίον τους.
Αριθμός νεκρών
Χωρίς να υπάρχουν αξιόπιστα δημογραφικά στοιχεία την εποχή εκείνη, οι εκτιμήσεις βασίζονται σε υποθέσεις, αλλά οι πηγές που θεωρούνται οι πιο αξιόπιστες και με τις περισσότερες αναφορές, κάνουν λόγο για περίπου 20 με 30 εκατομμύρια θανάτους πολιτών και στρατιωτών στα 15 χρόνια του πολέμου[1][8], ενώ υπάρχουν πηγές που εκτιμούν έως και 100.000.000 νεκρούς[9][10][11][12][13]. Οι περισσότεροι θάνατοι αποδίδονται στις αρρώστιες και έλλειψη τροφής. Μετά την τρίτη μάχη της Ναντσίνγκ το 1864, περισσότεροι από 100.000 πέθαναν μέσα σε τρείς ημέρες.
Η εξέγερση συνέβη κατά περίπου την ίδια χρονική περίοδο με τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Είναι σχεδόν βέβαιο πως αποτελεί τον μεγαλύτερο εμφύλιο πόλεμο του 19ου αιώνα, και είναι πιθανό να συμμετείχε μεγαλύτερος αριθμός στρατιωτών απ' ότι στους Ναπολεόντειους Πολέμους της Ευρώπης, οι οποίοι είχαν διαδραματιστεί νωρίτερα τον ίδιο αιώνα.
Παραπομπές
Taiping Rebellion, Britannica Concise
Collected Writings of Chairman Mao — Politics and Tactics p.125 (2009)
«The Hakker Chinese preview». Poseidonbooks.com. Ανακτήθηκε στις 2014-02-28.
Jonathan Spence, God's Chinese Son, pp. 97–99.
Teng, Yuah Chung "Reverend Issachar Jacox Roberts and the Taiping Rebellion" The Journal of Asian Studies, Vol 23, No. 1 (Nov 1963), pp. 55–67
Spence 1996, p. 243
Richard J. Smith, Mercenaries and Mandarins : The Ever-Victorious Army in Nineteenth Century China (Millwood, N.Y.: KTO Press, 1978), passim.
"Necrometrics." Nineteenth Century Death Tolls
«The Taiping Rebellion 1850–1871 Tai Ping Tian Guo». Taipingrebellion.com. Ανακτήθηκε στις 2013-08-23.
Livre noir du Communisme: crimes, terreur, répression, page 468
By Train to Shanghai: A Journey on the Trans-Siberian Railway By William J. Gingles page 259
Jun 11, 2009 (2009-06-11). «Asia Times Online :: China News, China Business News, Taiwan and Hong Kong News and Business». Atimes.com. Ανακτήθηκε στις 2013-08-23.
«Emergence Of Modern China: II. The Taiping Rebellion, 1851–64».
Βιβλιογραφία
Jonathan Spence, God's Chinese Son: The Taiping Heavenly Kingdom of Hong Xiuquan (1996) ISBN 0-393-03844-0
Jonathan D. Spence The Search for Modern China. New York: Norton (1999). Standard textbook.
Jack Gray, Rebellions and Revolutions: China from the 1800s to the 1980s (1990), ISBN 0-19-821576-2
Ian Heath. The Taiping Rebellion, 1851–1866. London ; Long Island City: Osprey, Osprey Military Men-at-Arms Series, 1994. ISBN 1-85532-346-X (pbk.)
Immanuel C. Y. Hsu, The Rise of Modern China (1999), ISBN 0-19-512504-5.
Youwen Jian, The Taiping Revolutionary Movement (New Haven: Yale University Press, 1973).
Philip A. Kuhn, Rebellion and Its Enemies in Late Imperial China; Militarization and Social Structure, 1796–1864 (Cambridge, Mass.,: Harvard University Press, 1970).
Philip A. Kuhn, "The Taiping Rebellion," in John K. Fairbank, ed., Cambridge History of China Vol Ten Pt One (Cambridge: Cambridge Univ Press, 1970): 264–350.
Tobie S. Meyer-Fong. What Remains: Coming to Terms with Civil War in 19th Century China. (Stanford, CA: Stanford University Press, 2013). ISBN 9780804754255.
Stephen R. Platt. Autumn in the Heavenly Kingdom: China, the West, and the Epic Story of the Taiping Civil War. New York: Knopf, 2012. ISBN 978-0-307-27173-0.
Thomas H. Reilly, The Taiping Heavenly Kingdom: Rebellion and the Blasphemy of Empire (2004) ISBN 0-295-98430-9.
Caleb Carr, The Devil Soldier: The Story of Frederick Townsend Ward (1994) ISBN 0679411143.
Rudolf G. Wagner. Reenacting the Heavenly Vision: The Role of Religion in the Taiping Rebellion. (Berkeley: Institute of East Asian Studies, University of California, Berkeley, China Research Monograph 25, 1982). ISBN 0912966602.
Mary Clabaugh Wright. The Last Stand of Chinese Conservatism: The T'ung-Chih Restoration, 1862–1874. Stanford: Stanford University Press, 1957; rpr. 1974 ISBN 0804704767.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License