Ο Κάρολος Α’ Τόκκος ήταν Κόμης παλατινός Κεφαλληνίας Ζακύνθου ( περίπου 1376 - 1429), Δούκας Λευκάδας και Δεσπότης Ηπείρου 1411 - 1429.
Ο Κάρολος γεννήθηκε περίπου το 1372. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Λεονάρδο Α’ Τόκκο μετά τον θάνατό του. Άνδρας φιλόδοξος, επέκτεινε την κυριαρχία του στις ηγεμονίες Άρτας, Ακαρνανίας, Ιωαννίνων, νότιας Αλβανίας και διαφόρων τμημάτων της Ηλείας στην Πελοπόννησο.
Παντρεύτηκε την Φραγκίσκα, θυγατέρα του Δούκα των Αθηνών Νέριου Α’ Ατζιαϊόλι που είχε τον τίτλο της Βασίλισσας των Ρωμαίων. Μετά τον θάνατο του πεθερού του έστειλε τον αδελφό του Λεονάρδο Β’ και κατέλαβε με την βία την Κόρινθο και τα Μέγαρα το 1395, που ανήκαν στο Δουκάτο των Αθηνών.
Κυβερνούσε τις κτήσεις του με Αρμοστές και έγινε ένας από τους ισχυρότερους Φράγκους δυνάστες στην Ελλάδα, πετυχαίνοντας από τον Βασιλιά της Νάπολης, στον οποίο ήταν υποτελής, την κατάργηση, ύστερα από 170 χρόνια, των φεουδαλικών δεσμών της Κομητείας του με το Πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Στην διαμάχη του με τους Παλαιολόγους για τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο, λύση έδωσε η μεσολάβηση του ιστορικού Φραντζή και σαν επισφράγισμα της συμφωνίας ο Κάρολος έδωσε την ανηψιά του Μαγδαληνή Τόκκο, θυγατέρα του αδελφού του Λεονάρδου Β’, σαν σύζυγο στο δεσπότη του Μορέα και μετέπειτα τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Το 1399 ανέθεσε την διακυβέρνηση της Ζακύνθου σαν κληρονομική κτήση στον αδελφό του Λεονάρδο Β’, ο οποίος το 1407 καταλαμβάνει και λεηλατεί με τον στρατό του το κάστρο Χλεμούτσι στην απέναντι ακτή της Πελοποννήσου.
Το 1411 προσκλήθηκε στα Ιωάννινα ως διάδοχος του αποθανόντα θείου του Ησαϋ Μπουοντελμόντι παρά την αντίδραση του Μαυρίκιου Μπούα Ηγεμόνα της Άρτας. Σε μάχη που έγινε το 1414 ο Μαυρίκιος σκοτώθηκε και ο Κάρολος πολιόρκησε την Άρτα και την κατέλαβε. Έτσι σύμφωνα με το χρονικό των Τόκκων η Ήπειρος μαζί με ορισμένα από τα Ιόνια νησιά αποτέλεσαν και πάλι ενιαία πολιτική οντότητα. Ο Κάρολος αυτοαναγορεύτηκε Δεσπότης της Άρτας και των Ιωαννίνων. Υπερηφανευόταν ο ίδιος, σύμφωνα με τυς χρονικογράφους, που υιοθέτησε αυτό τον τίτλο και επιδείκνυε την ελληνικότητά του, υπογράφοντας τις αποφάσεις και τα έγγραφά του σε ελληνική γλώσσα με κόκκινο μελάνι, με το οποίο υπέγραφαν οι βυζαντινοί δεσπότες[1].
Επειδή δεν είχε δικά του νόμιμα παιδιά στη ζωή, υιοθέτησε τα παιδιά του αδελφού του Λεονάρδου Β’ την ίδια χρονιά. Το 1415 ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Β' Παλαιολόγος απονέμει στον Κάρολο τον τίτλο του Δεσπότη καθώς οι Τόκκοι εξουσίαζαν πλέον τις μεγαλύτερες πόλεις της Ηπείρου. Πέθανε στα Ιωάννινα στις 4 Ιουλίου 1429 και τον διαδέχθηκε ο ανεψιός του Κάρολος Β’ Τόκκος.
Οικογένεια
Ο Κάρολος Α’ απέκτησε από την σύζυγό του Φραγκίσκα Ατζιαϊόλι τρία νόμιμα παιδιά τον Κάρολο, την Μαγδαληνή και την Κρέουσα τα οποία όμως πέθαναν λίγο μετά το 1414. Είχε όμως πέντε νόθους γιους : τον Μέμνονα, τον Ηρακλή, τον Τύρνο, τον Αντώνιο και τον Ορλάντο.
Το Χρονικό των Τόκκων
Σημαντικές πληροφορίες για την εποχή του Καρόλου Α' περιέχονται στο Χρονικό των Τόκκων, ένα έμμετρο χρονικό αγνώστου συγγραφέα, που περιγράφει τα γεγονότα της χρονικής περιόδου 1375-1425.
Παραπομπές
1. ↑ Ήπειρος. Ιστορικοί Ελληνικοί Χρόνοι. Εκδοτική Αθηνών, σελ.217-218. ISBN 960-213-371-6.
Εγκυκλοπαίδεια Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License