.
Η Μάχη του Ακροϊνού έλαβε χώρα στο Ακροϊνός (ή Ακροϊνόν ή Ακροηνόν) της Φρυγίας, κοντά στο σημερινό Αφιόν Καραχισάρ, στη δυτική άκρη του μικρασιατικού υψίπεδου, το 740, μεταξύ των δυνάμεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Ομεϋαδών Αράβων. Οι Άραβες επί έναν αιώνα διεξήγαγαν τακτικές επιδρομές στη Μικρά Ασία, και η επιδρομή του 740, αποτελούμενη από τρεις ξεχωριστές στρατιές, ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίαων δεκαετιών. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ´ και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε΄, αντιμετώπισαν μια από τις αραβικές στρατιές, δυνάμεως 20.000 αντρών υπό τους Αμπντ Αλλάχ αλ-Μπαττάλ και αλ-Μαλίκ ιμπν Σουάιμπ, σε μια μάχη που κατέληξε σημαντική νίκη των Βυζαντινών. Σε συνδυασμό με τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν την ίδια περίοδο οι Ομεϋάδες σε άλλα μέτωπα, καθώς και την εσωτερική αστάθεια του χαλιφάτου πριν και μετά την Επανάσταση των Αββασιδών, η μάχη αυτή έθεσε τέρμα σε μείζονες αραβικές επιδρομές στη Μικρά Ασία για τρεις δεκαετίες.
Υπόβαθρο
Από την έναρξη της Ισλαμικής εξάπλωσης, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ως το μεγαλύτερο, πιο πλούσιο και στρατιωτικά ισχυρό κράτος που συνόρευε το επεκτεινόμενο Χαλιφάτο, ήταν ο κύριος εχθρός των Μουσουλμάνων. Μετά τη καταστροφική για αυτούς Μάχη της Σεβαστουπόλεως, οι Βυζαντινοί είχαν περιοριστεί σε μια στρατηγική παθητικής άμυνας, ενώ οι μουσουλμανικές στρατιές εξαπέλυαν συχνά επιδρομές στην, ευρισκόμενη υπό βυζαντινή κυριαρχία, Μικρά Ασία.[3] Μετά την αποτυχία τους να καταλάβουν τη βυζαντινή πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη το 717-718, οι Ομεϋάδες χαλίφηδες για ένα διάστημα έστρεψαν την προσοχή τους αλλού. Από το 720/721 όμως, ξανάρχισαν τις επιδρομές με τακτικό ρυθμό: κάθε καλοκαίρι μια οι δυο εκστρατείες (πληθ. ṣawā'if, εν. ṣā'ifa) εξαπολύονταν, ορισμένες φορές συνοδευόμενες και από ναυτικές επιδρομές, ή ακολουθούμενες από χειμερινές επιδρομές (shawātī). Αυτές δεν στόχευαν πλέον σε μόνιμη κατάκτηση, αλλά ήταν μάλλον ληστρικές επιδρομές, με σκοπό τη λεηλασία και καταστροφή της υπαίθρου. Μόνο περιστασιακά περιλάμβαναν επιθέσεις σε οχυρωμένες θέσεις ή πληθυσμιακά κέντρα. Οι επιδρομές της περιόδου αυτής συνήθως περιορίζονταν στα υψίπεδα της κεντρικής Μικράς Ασίας (ιδιαίτερα στο ανατολικό κομμάτι τους, στην Καππαδοκία), και σπάνια έφταναν ως τα παράλια.[4][5]
Υπό τον πιο επιθετικό χαλίφη Ισάμ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ, οι αραβικές επιδρομές μεγάλωσαν σε κλίμακα, και καθοδηγούνταν από μερικούς από τους πιο ικανούς στρατηγούς του Χαλιφάτου, συμπεριλαμβανομένων και μελών του οίκου των Ομεϋαδών, όπως ο Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ, ή οι γιοι του Ισάμ Μουαβίγια, Μασλαμά, και Σουλαϊμάν.[6] Σταδιακά, όμως, οι αραβικές επιτυχίες άρχισαν να αραιώνουν, ιδιαίτερα καθώς οι δυνάμεις τους απορροφήθηκαν σε μια κλιμακούμενη σύγκρουση με τους Χαζάρους στην Καυκασία.[7][8] Οι επιδρομές συνεχίστηκαν μεν, αλλά οι Άραβες και Βυζαντινοί χρονικογράφοι αναφέρουν ολοένα και λιγότερες επιτυχείς καταλήψεις πόλεων ή οχυρών. Εντούτοις, το 737 μια μείζων νίκη επί των Χαζάρων επέτρεψε στους Άραβες να μεταφέρουν τον όγκο των δυνάμεών τους και να εντείνουν τις επιχειρήσεις κατά του Βυζαντίου. Έτσι το 738 και το 739 ο Μασλαμά ιμπν Ισάμ διεξήγαγε σχετικά επιτυχημένες επιδρομές, καταλαμβάνοντας την Άγκυρα. Για την εκστρατεία του 740, ο Ισάμ συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη δύναμη της βασιλείας του, και την έθεσε υπό τις διαταγές του γιου του, Σουλαϊμάν.[9][10]
Πορεία της μάχης
Σύμφωνα με το χρονικό του Θεοφάνους του Ομολογητή, τη βασική πηγή για τα γεγονότα, η συνολική δύναμη των Ομεϋαδών ανερχόταν σε 90.000 άντρες, χωρισμένων σε τρειις στρατιές. 10.000 ελαφρά οπλισμένοι εστάλησαν υπό τον αλ-Γαμρ ιμπν Γιαζίντ να επιδράμουν στα δυτικά παράλια, ακολουθούμενοι από 20.000 υπό τον Αμπντ Αλλάχ αλ-Μπαττάλ και τον αλ-Μαλίκ ιμπν Σουάιμπ, που προήλσαν προς το Ακροϊνόν (σημ. Αφιόν Καραχισάρ). Η κύρια δύναμη, περίπου 60.000 άντρες (κατά πάσα πιθανότητα πολύ λιγότεροι στην πραγματικότητα), υπό τον Σουλαϊμάν, επέδραμαν στην Καππαδοκία.[1][11]
Ο αυτοκράτορας Λέων Γ´ ανέλαβε προσωπικά την αρχηγία του βυζαντινού στρατού, και αντιπαρατέθηκε στη δεύτερη στρατιά στο Ακροϊνόν. Δεν είναι γνωστές λεπτομέρειες της επακόλουθης μάχης, εκτός του ότι ο Λέων κέρδισε συντριπτική νίκη: αμφότεροι οι Άραβες στρατηγοί έπεσαν, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους, 13.200 άντρες. Οι υπόλοιποι κατάφεραν να διεξάγουν συντεταγμένη υποχώρηση στα Σύνναδα, όπου ενώθηκαν με τον Σουλαϊμάν.[1][2] Οι δυο άλλες αραβικές στρατιές δήωσαν τη ύπαιθρο χωρίς αντίσταση, αλλά δεν κατέλαβαν πόλεις ή οχυρά.[12] Ο αραβικός στρατός επίσης υπέφερε πολύ από πείνα και έλλειψη εφοδίων προτού γυρίσει στη Συρία. Ο χριστιανός Άραβας ιστορικός του 10ου αιώνα Αγάπιος αναφέρει ότοι οι Βυζαντινοί έπιασαν 20.000 αιχμαλώτους από τους εισβολείς.[13]
Επιπτώσεις
Η μάχη ήταν σημαντική επιτυχία των Βυζαντινών, καθώς ήταν η πρώτη νίκη σε εκ παρατάξεως μάχη που πέτυχαν κατά των Αράβων. Θεωρώντας την ως ένδειξη θείας εύνοιας, η νίκη βοήθησε στο να ενισχυθεί η προσήλωση του Λέοντα στην εικονομαχική πολιτική που είχε πρόσφατα υιοθετήσει.[14][15] Ως επακόλουθο της μάχης, οι Βυζαντινοί επίσης άρχισαν να υιοθετούν μια πιο επιθετική στρατηγική, και εξαπέλυσαν επίθεση κατά της αραβικής βάσης της Μαλάτειας το επόμενο έτος. Το 742 και το 743, οι Ομεϋάδες εκμεταλλεύτηκαν έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Κωνσταντίνου Ε΄ και του στρατηγού Αρτάβασδου, και επέδραμαν σχετικά απτόσκοπτα στη Μικρά Ασία, αλλά οι αραβικές πηγές δεν αναφέρουν ιδιαίτερα επιτεύγματα.[16]
Η αραβική ήττα στο Ακροϊνόν παραδοσιακά θεωρείται από την έρευνα ως μια «αποφασιστική» μάχη[17] και ένα "σημείο καμπής"[18] των Αραβοβυζαντινών πολέμων, που είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η αραβική πίεση επί του Βυζαντίου. Άλλοι ιστορικοί όμως, από τον E.W. Brooks στις αρχές του 20ού αιώνα ως τους Walter Kaegi και Ralph-Johannes Lilie πιο πρόσφατα, έχουν αμφισβητήσει τη θεωρία αυτή, αποδίδοντας τη μείωση της αραβικής απειλής μετά το Ακροϊνόν στο γεγονός ότι συνέπεσε με σημαντικές ήττες στα υπόλοιπα μέτωπα του Χαλιφάτου (λ.χ. της μάχες του Μαρτζ Αρνταμπίλ ή της Στενωπού), που εξάντλησαν τις στρατιωτικές εφεδρείες του, καθώς και με τις εσωτερικές αναταραχές του Γ΄ Ισλαμικού Εμφυλίου Πολέμου και της κατοπινής Επανάστασης των Αββασιδών.[19][20] Ως εκ τούτου, οι αραβικές επιθέσεις κατά του Βυζαντίου τη δεκαετία του 740 ήταν μάλλον αναποτελεσματικές, και σύντομα έπαυσαν ολότελα. Τωόντι, ο Κωνσταντίνος Ε΄ κατάφερε να εκμεταλλευτεί την κατάρρευση του χαλιφάτου των Ομεϋαδών και να εξαπολύσει μια σειρά επιχειρήσεων ως τη Συρία, εξασφαλίζοντας την υπεροχή του Βυζαντίου στο ανατολικό του σύνορο για μια γενιά.[21][22]
Στον ισλαμικό κόσμο, η μνήμη του ηττηθέντος Άραβα διοικητή, Αμπντ Αλλάχ αλ-Μπαττάλ, διατηρήθηκε, και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της αραβικής και κατόπιν τουρκικής επικής λογοτεχνίας, ως «Σαγίντ Μπαττάλ Γαζί».[23]
Δείτε επίσης
Πολιορκία και άλωση του Αμορίου
Παραπομπές
Turtledove 1982, σελ. 103.
Blankinship 1994, σελίδες 169–170.
Blankinship 1994, σελίδες 104–105, 117.
Blankinship 1994, σελίδες 117–119.
Treadgold 1997, σελίδες 349ff.
Blankinship 1994, σελίδες 119–121, 162–163.
Blankinship 1994, σελίδες 149–154.
Treadgold 1997, σελ. 353.
Blankinship 1994, σελίδες 168–173.
Treadgold 1997, σελίδες 354–355.
Blankinship 1994, σελίδες 169, 330 (Note #14).
Blankinship 1994, σελ. 169.
Blankinship 1994, σελ. 170.
Treadgold 1997, σελ. 355.
Morrisson & Cheynet 2006, σελ. 14.
Blankinship 1994, σελίδες 200–201.
Foss 1991, σελ. 48.
Herrin 1977, σελ. 20 (σημ. 36).
Blankinship 1994, σελίδες 145–146, 167–168, 330 (Note #14).
Kaegi 1982, σελ. 167.
Blankinship 1994, σελίδες 20, 201, 223ff..
Morrisson & Cheynet 2006, σελίδες 14–15.
Winkelmann και άλλοι 1999, σελίδες 5–6.
Πηγές
Blankinship, Khalid Yahya (1994). The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads (στα Αγγλικά). Ώλμπανυ, Νέα Υόρκη: State University of New York Press. ISBN 0-7914-1827-8.
(Αγγλικά) Foss, Clive F.W. (1991). «Akroinon». Στο: Kazhdan, Alexander, επιμ. The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press, σελ. 48. ISBN 0-19-504652-8.
Herrin, Judith (1977). «The Context of Iconoclast Reform». Στο: Bryer, Anthony· Herrin, Judith. Iconoclasm. Papers given at the Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies, University of Birmingham, March 1975 (στα Αγγλικά). σελίδες 15–20. ISBN 0-7044-0226-2.
Kaegi, Walter Emil (1982). Army, Society, and Religion in Byzantium (στα Αγγλικά). Λονδίνο: Variorum Reprints. ISBN 978-0-86078-110-3.
Morrisson, Cécile· Cheynet, Jean-Claude (2006). Le monde byzantin, Tome II: L'Empire byzantin, 641–1204 (στα Γαλλικά). Παρίσι: Presses Universitaires de France. ISBN 978-2-13-052007-8.
Turtledove, Harry (1982). The Chronicle of Theophanes: An English Translation of anni mundi 6095–6305 (A.D. 602–813) (στα Αγγλικά). Φιλαδέλφεια, Πεννσυλβάνια: University of Pennsylvania Press. ISBN 978-0-8122-1128-3.
Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society (στα Αγγλικά). Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press. ISBN 0-8047-2630-2.
Winkelmann, Friedhelm· Lilie, Ralph-Johannes· και άλλοι. (1999). «'Abdallāh al-Baṭṭāl (#15)». Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit: I. Abteilung (641–867), 1. Band (στα Γερμανικά). Βερολίνο και Νέα Υόρκη: Walter de Gruyter. σελίδες 5–6. ISBN 3-11-015179-0.
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License