.
Ο όρος Παγκάρπιο (και ορθότερα παγκάρπιον) είναι ένας αρχαιολογικός συμβατικός όρος αρχιτεκτονικού και γλυπτικού κοσμήματος που παριστά στέφανο ή ημιστέφανο από άνθη και καρπούς.
Αρχαίος βωμός στολισμένος με παγκάρπιο.
Το κόσμημα αυτό απαντάται στην αρχαία ελληνική γλυπτική και αρχιτεκτονική κυρίως από τους ελληνιστικούς χρόνους όπου και επικρατεί ιδιαίτερα στη ρωμαϊκή περίοδο. Με το γλυπτό αυτό κόσμημα διακοσμούσαν οι αρχαίοι κυρίως βωμούς, σαρκοφάγους, καθώς και αρχιτεκτονικά μνημεία. Στους βωμούς και στις σαρκοφάγους το παγκάρπιο φέρεται σαν ημιστέφανος ή αρμαθός να κρέμεται από πάνω και εκατέρωθεν των βουκράνων ή άλλων μορφών ανθρώπων, ή μυθικών όντων, γοργόνων, Νηρηίδων, Ερώτων, ιππόκαμπων, αετών κ.λπ. Τούτο ήταν "γεγλυμμένο" (ανάγλυφο) που ξεκινούσε από τις πάνω γωνίες όπου και διέγραφε στην επιφάνεια της πλευράς ημικύκλιο εντός του οποίου πολλές φορές υπήρχε και επιγραφή.
Το παγκάρπιο είναι σύνηθες διακοσμητικό στην σύγχρονη νεοκλασσική αρχιτεκτονική, με το οποίο και στολίζονται το άνω μέρος των οικιών ή ενδιάμεσα των παραθύρων ή κάτω απ' αυτά, ακόμα δε και υπεράνω των κυρίων εισόδων των κτιρίων.