ART

 

.


Tανάλια < ιταλική tanaglia < λατινική tenacula, πληθυντικός του tenaculum ( < tenere, κρατώ)

μια τανάλια
Ουσιαστικό

τανάλια θηλυκό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική τανάλια τανάλιες
γενική τανάλιας ταναλιών
αιτιατική τανάλια τανάλιες
κλητική τανάλια τανάλιες

→ Λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) αυτής της λέξης.

Δείτε επίσης

πένσα
ηλάγρα
οδοντάγρα

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License