ART

 

.

Ο πυρετός (επίσης γνωστός ως πυρεξία ή εμπύρετη απόκριση)[1] είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα ιατρικά συμπτώματα και χαρακτηρίζεται από την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από το φυσιολογικό εύρος των 36,5-37,5 °C (97,7–99,5 °F), εξαιτίας της ανόδου του σημείου ρύθμισης της θερμοκρασίας.[2] Αυτή η αύξηση του σημείου ρύθμισης προκαλεί την αύξηση του μυικού τόνου και ρίγη.

Πυρετός
Ταξινόμηση και εξωτερικές πηγές
Ταξινόμηση ICD-10 R50
Ταξινόμηση ICD-9 780.6
DiseasesDB 5938
MedlinePlus 003090
eMedicine med/785
MeSH D005334

Καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία ενός ατόμου, το άτομο,σε γενικές γραμμές αισθάνεται πως κρυώνει, παρά την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος του. Όταν η θερμοκρασία του σώματος ανέλθει στο νέο σημείο ρύθμισης της θερμοκρασίας, το άτομο ζεσταίνεται. Η ταχεία μείωση της θερμοκρασίας μπορεί να συνοδεύεται από εφίδρωση και αίσθημα ζέστης.

Ο πυρετός μπορεί να προκληθεί από πολλές ιατρικές καταστάσεις, οι οποίες είναι από καλοήθεις έως και δυνητικά σοβαρές. Κάποιες έρευνες υποδεικνύουν πως ο πυρετός χρησιμεύει ως αμυντικός μηχανισμός, καθώς η ανοσολογική απάντηση του οργανισμού μπορεί να γίνει πιο ισχυρή υπό υψηλές θερμοκρασίες. Ωστόσο, υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά της χρησιμότητας του πυρετού και το θέμα είναι αμφιλεγόμενο. Με εξαίρεση τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, η θεραπεία για τη μείωση του πυρετού συχνά δεν είναι απαραίτητη. Παρόλα αυτά, οι αντιπυρετικές θεραπείες μπορεί να είναι αποτελεσματικές στη μείωση της θερμοκρασίας, γεγονός που βοηθά τον πάσχοντα να νιώσει καλύτερα.

Ο πυρετός διαφέρει από την υπερθερμία που δεν έχει αντιμετωπιστεί.[1] Στην υπερθερμία η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται πάνω από το σημείο θερμορύθμισης του οργανισμού, λόγω της υπερβολικής παραγωγής θερμότητας ή της ανεπαρκούς θερμορύθμισης.

Ορισμός

Η φυσιολογική θερμοκρασία σώματος παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα.[3] Γενικά είναι αποδεκτό πως κάποιος έχει πυρετό εάν η αυξημένη θερμοκρασία οφείλεται σε άνοδο του σημείου ρύθμισης και:

Η θερμοκρασία στον πρωκτό είναι ίση ή μεγαλύτερη από 37,5–38,3 °C (99,5–100,9 °F)[1][3]
Η θερμοκρασία στο στόμα είναι ίση ή μεγαλύτερη από 37,7 °C (99,9 °F)[4]
Η θερμοκρασία κάτω από το χέρι (μασχάλη) ή στο αυτί είναι ίση ή μεγαλύτερη από 37.2 °C (99.0 °F)

Στους υγιείς ενήλικες, άντρες και γυναίκες, η φυσιολογική θερμοκρασία κυμαίνεται στη στοματική κοιλότητα μεταξύ 33,2–38,2 °C (91,8–100,8 °F), στον πρωκτό 34,4–37,8 °C (93,9–100,0 °F), στην τυμπανική μεμβράνη(τύμπανο του ωτός) 35,4–37,8 °C (95,7–100,0 °F) και στη μασχάλη 35,5–37,0 °C (95,9–98,6 °F).[5] Το εγχειρίδιο εσωτερικής παθολογίας Harrison's ορίζει ως πυρετό την αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από >37,2 °C (>98,9 °F) κατά τις πρωινές ώρες ή την αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από >37,7 °C (>99,9 °F) κατά τις απογευματινές ώρες, ενώ η θερμοκρασία μπορεί φυσιολογικά να μεταβληθεί κατά 0,5 °C (0,9 °F) κατά τη διάρκεια της ημέρας.[6]

Η φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος κάθε ατόμου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η ώρα της ημέρας, η θερμοκρασία περιβάλλοντος, το επίπεδο δραστηριότητάς του και άλλα. Η αυξημένη θερμοκρασία δεν είναι πάντα πυρετός. Για παράδειγμα, η θερμοκρασία ενός υγιούς ανθρώπου αυξάνεται όταν αυτός ασκείται, αλλά δεν έχει πυρετό, διότι το σημείο ρύθμισης είναι φυσιολογικό. Από την άλλη πλευρά, μια «φυσιολογική» θερμοκρασία μπορεί να είναι πυρετός, όταν είναι ασυνήθιστα υψηλή για το συγκεκριμένο άτομο. Λόγου χάρη, οι ιατρικά ευπαθείς ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν μειωμένη ικανότητα παραγωγή θερμότητας, οπότε η θερμοκρασία των 37,3 °C (99,1 °F) που θεωρείται φυσιολογική μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν κλινικά σημαντικό πυρετό.
Τύποι
Οι διάφοροι τύποι πυρετού: A) Συνεχής πυρετός B) Συνεχής πυρετός με απότομη έναρξη και ύφεση C) Υφέσιμος πυρετός D) Διαλείπων πυρετός E) Πυρετός που εμφανίζεται κατά κύματα F) Υποτροπιάζων πυρετός

Το πρότυπο των διακυμάνσεων της θερμοκρασίας μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να οδηγήσει έμμεσα στη διάγνωση:

Συνεχής πυρετός: Η θερμοκρασία παραμένει πάνω από την κανονική κατά τη διάρκεια της ημέρας και δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις μεγαλύτερες του 1 °C σε 24 ώρες, όπως πχ στη λοβώδη πνευμονία, τον τυφοειδή πυρετό, σε λοιμώξεις των ουροφόρων οδών, βρουκέλλωση ή τύφο. Ο τυφοειδής πυρετός μπορεί να παρουσιάζει ένα συγκεκριμένο πρότυπο( καμπύλη Wunderlich του τυφοειδούς πυρετού), με μια βραδεία και σταδιακή αύξηση και ένα υψηλό πλατώ.( Η πτώση εξαιτίας αντιπυρετικών φαρμάκων δεν περιλαμβάνεται).
Διαλείπων πυρετός: Η θερμοκρασία αυξάνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια επανέρχεται στη φυσιολογική της τιμή όπως πχ στην ελονοσία, σπλαχνική λεϊσμανίαση, πυαιμία ή σηψαιμία. Οι τύποι του διαλείποντος πυρετού είναι:[7]

Αμφιμερινός πυρετός με περιοδικότητα 24 ωρών, τυπικό χαρακτηριστικό της ελονοσίας από Plasmodium falciparum ή Plasmodium knowlesi'
Τριταίος πυρετός(περιοδικότητα 48 ωρών), χαρακτηριστικό της ελονοσίας από Plasmodium vivax ή Plasmodium ovale'
Τεταρταίος πυρετός(περιοδικότητα 72 ωρών, χαρακτηριστικό της ελονοσίας από Plasmodium malariae'

Υφέσιμος πυρετός: Η θερμοκρασία παραμένει πάνω από την κανονική κατά τη διάρκεια της ημέρας και κυμαίνεται περισσότερο από 1 °C μέσα σε 24 ώρες, πχ λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα.
Pel-Ebstein πυρετός: Ένας συγκεκριμένος τύπος πυρετού που σχετίζεται με το λέμφωμα Hodgkin. Η θερμοκρασία παραμένει υψηλή για μια βδομάδα, ενώ μειώνεται την επόμενη και ούτω καθεξής. Ωστόσο, υπάρχουν διαφωνίες για τον αν αυτό το πρότυπο όντως ισχύει.[8]

Ο ουδετεροπενικός πυρετός, γνωστός και ως εμπύρετη ουδετεροπενία, είναι ο πυρετός που εμφανίζεται εξαιτίας της μη φυσιολογικής λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Εξαιτίας της έλλειψης των ουδετερόφιλων που αντιμετωπίζουν τις λοιμώξεις, μια βακτηριακή λοίμωξη μπορεί να εξαπλωθεί ταχέως, γι' αυτό και ο συγκεκριμένος πυρετός απαιτεί άμεση ιατρική φροντίδα. Αυτός ο τύπος πυρετού εμφανίζεται πιο συχνά σε άτομα που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική χημειοθεραπεία παρά σε υγιείς ανθρώπους.

Το «πυρέτιον» είναι ένας παλιός όρος που χρησιμοποιούταν για το χαμηλό πυρετό, ειδικά αν η αιτία ήταν άγνωστη, δεν υπήρχαν άλλα συμπτώματα και ο ασθενής είχε αναρρώσει πλήρως σε λιγότερο από μια βδομάδα.[9]
Υπερπυρεξία

Η υπερπυρεξία είναι πυρετός με αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος ίση ή μεγαλύτερη από τους 41,5 °C (106,7 °F).[10] Η τόσο υψηλή θερμοκρασία θεωρείται επείγον περιστατικό και μπορεί να υποδεικνύει σοβαρές ιατρικές καταστάσεις ή να οδηγήσει σε σημαντικές παρενέργειες.[11] Η πιο συχνή αιτία είναι η ενδοκρανιακή αιμορραγία.[10] Άλλες πιθανές αιτίες είναι η σηψαιμία, το σύνδρομο Kawasaki,[12] το σύνδρομο κακοήθους ουδετεροπενίας, παρενέργειες φαρμάκων, το σύνδρομο της σεροτονίνης και η καταιγίδα του θυρεοειδούς.[11] Οι λοιμώξεις είναι οι πιο συνηθισμένες αιτίες πυρετού, αλλά καθώς η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται, άλλες αιτίες γίνονται πιο πιθανές.[11] Οι λοιμώξεις που κατά κανόνα συσχετίζονται με την υπερπυρεξία περιλαμβάνουν τη ροδάνθη, την ιλαρά και λοιμώξεις από εντεροϊό.[12] Η απότομη μείωση της θερμοκρασίας κάτω από τους 38,9 °C (102,0 °F) έχει αποδειχθεί πως αυξάνει την επιβίωση[11]. Η υπερπυρεξία διαφέρει από την υπερθερμία, καθώς στην υπερπυρεξία ο θερμορυθμιστικός μηχανισμός του σώματος αυξάνει τη θερμοκρασία του σώματος πάνω από τη φυσιολογική και έπειτα παράγει θερμότητα για την επίτευξη αυτής της θερμοκρασίας, ενώ στην υπερθερμία η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται πάνω από το ρυθμιστικό σημείο εξαιτίας ενός εξωγενούς παράγοντα.[10]
Υπερθερμία

Η υπερθερμία είναι ένα παράδειγμα υψηλής θερμοκρασίας που δεν είναι πυρετός. Προκαλείται από πολλούς παράγοντες, όπως η θερμοπληξία, το κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, η κακοήθης υπερθερμία, διεγερτικά όπως οι αμφεταμίνες και η κοκαΐνη, η ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση του οργανισμού σε φάρμακα και το σύνδρομο της σεροτονίνης.
Σημεία και συμπτώματα
Michael Ancher, "Το άρρωστο κορίτσι", 1882, Statens Museum for Kunst

Ο πυρετός συνήθως συνοδεύεται από τη «συμπεριφορά ασθένειας», η οποία περιλαμβάνει λήθαργο, κατάθλιψη, ανορεξία, υπνηλία, υπεραλγησία και έλλειψη συγκέντρωσης.[13][14][15]
Διαφορική διάγνωση

Ο πυρετός είναι ένα κοινό σύμπτωμα σε πολλές ιατρικές καταστάσεις:

Λοιμώδεις νόσοι, πχ γρίπη, HIV, ελονοσία, Έμπολα, λοιμώδης μονοπυρήνωση, γαστρεντερίτιδα, νόσος Lyme
Διάφορες φλεγμονές του δέρματος, π.χ. δοθιήνας ή απόστημα
Ασθένειες του ανοσοποιητικού συστήματος, πχ συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, σαρκοείδωση, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, νόσος Kawasaki, νόσος του Still, νόσος του Horton, νόσος του Wegener, αυτοάνοση ηπατίτιδα
Καταστροφή των ιστών, όπως μπορεί να συμβεί στην αιμόλυση, εγχειρήσεις, έμφραγμα, ραβδομυόλυση, εγκεφαλική αιμορραγία κ.ά.
Αντίδραση σε μη συμβατά προϊόντα αίματος
Καρκίνους, κατά κύριο λόγο καρκίνο των νεφρών, λευχαιμία και λεμφώματα
Μεταβολικές διαταραχές, πχ ουρική αρθρίτιδα ή πορφυρία
Θρομβοεμβολικές καταστάσεις, όπως η πνευμονική εμβολή ή η εν τω βάθει θρόμβωση .

Ο πυρετός που επιμένει και δεν μπορεί να εξηγηθεί έπειτα από επαναλαμβανόμενες ιατρικές εξετάσεις ρουτίνας ονομάζεται πυρετός αγνώστου αιτιολογίας.
Παθοφυσιολογία
Υπερθερμία: Χαρακτηρίζεται στα αριστερά. Η κανονική θερμοκρασία του σώματος (θερμορυθμιστικό σημείο) εμφανίζεται με πράσινο χρώμα, ενώ η θερμοκρασία της υπερθερμίας εμφανίζεται με κόκκινο χρώμα. Όπως μπορεί να φανεί, η υπερθερμία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια αύξηση πάνω από το θερμορυθμιστικό σημείο. Υποθερμία: Χαρακτηρίζεται στο κέντρο: Η κανονική θερμοκρασία του σώματος φαίνεται στο πράσινο χρώμα, ενώ η υποθερμική θερμοκρασία παρουσιάζεται σε μπλε χρώμα.Όπως μπορεί να φανεί, η υποθερμία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μία μείωση κάτω από το θερμορυθμιστικό σημείο. Πυρετός: Χαρακτηρίζεται στα δεξιά: Η φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος εμφανίζεται με πράσινο χρώμα. Αναγράφει "Νέο Φυσιολογικό", επειδή το θερμορυθμιστικό σημείο έχει αυξηθεί. Αυτό έχει προκαλέσει τη θεώρηση της φυσιολογικής θερμοκρασίας του σώματος (σε μπλε) ως υποθερμικής.

Η θερμοκρασία ρυθμίζεται στον υποθάλαμο. Ένας παράγοντας του πυρετού που ονομάζεται πυρετογόνο προκαλεί την απελευθέρωση της προσταγλανδίνης E2 (PGE2). Έπειτα η PGE2 δρα με τη σειρά της στον υποθάλαμο, ο οποίος παράγει μία συστηματική απόκριση στο υπόλοιπο σώμα, προκαλώντας φαινόμενα θερμογένεσης που οδηγούν σε ένα νέο επίπεδο θερμοκρασίας.

Από πολλές απόψεις, ο υποθάλαμος λειτουργεί σαν θερμοστάτης.[16] Όταν το σημείο ρύθμισης αυξάνεται, το σώμα αυξάνει τη θερμοκρασία του μέσω ενεργούς παραγωγής θερμότητας αλλά και διατήρησής της. Η αγγειοσυστολή μειώνει την απώλεια θερμότητας μέσω του δέρματος και κάνει το άτομο να αισθάνεται κρύο. Αν αυτά τα μέτρα είναι ανεπαρκή για να κάνουν τη θερμοκρασία του αίματος στον εγκέφαλο να ταιριάζει με τη νέα ρύθμιση του υποθαλάμου, τότε αρχίζει το ρίγος με σκοπό την παραγωγή περισσότερης θερμότητας από την κίνηση των μυών. Όταν ο πυρετός σταματά και η ρύθμιση του υποθαλάμου καθίσταται χαμηλότερη, οι αντίστροφες διεργασίες (αγγειοδιαστολή, τέλος του ρίγους και παραγωγή θερμότητας χωρίς ρίγος) και η εφίδρωση χρησιμοποιούνται για να δροσίσουν το σώμα σύμφωνα με τη νέα χαμηλότερη ρύθμιση.

Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την υπερθερμία, στην οποία η κανονική ρύθμιση παραμένει, και το σώμα υπερθερμαίνεται μέσω ανεπιθύμητης κατακράτησης της περίσσειας θερμότητας ή υπερπαραγωγής θερμότητας.[16] Η υπερθερμία είναι συνήθως το αποτέλεσμα ενός υπερβολικά ζεστού περιβάλλοντος (θερμοπληξία) ή μιας δυσμενούς αντίδρασης σε φάρμακα. Ο πυρετός μπορεί να διαφοροποιηθεί από την υπερθερμία από τις περιστάσεις που τον περιβάλλουν και την απόκρισή του σε αντιπυρετικά φάρμακα.
Πυρετογόνα

Το πυρετογόνο είναι μία ουσία που προκαλεί πυρετό. Μπορεί να είναι είτε εσωτερικό (ενδογενές) είτε εξωτερικό (εξωγενές) στο σώμα. Η βακτηριακή ουσία λιποπολυσακχαρίτης (LPS), που βρίσκεται στο κυτταρικό τοίχωμα ορισμένων βακτηρίων, είναι ένα παράδειγμα εξωγενούς πυρετογόνου. Η πυρετογένεση μπορεί να ποικίλει: σε κάποια ακραία παραδείγματα, μερικά βακτηριακά πυρετογόνα γνωστά ως υπεραντιγόνα μπορούν να προκαλέσουν ταχείς και επικίνδυνους πυρετούς. Η αποπυρετογόνωση μπορεί να επιτευχθεί μέσω διήθησης, απόσταξης, χρωματογραφίας, ή απενεργοποίησης.
Ενδογενή

Στην ουσία, όλα τα ενδογενή πυρετογόνα είναι κυτοκίνες, μόρια που είναι μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος. Παράγονται από ενεργοποιημένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και προκαλούν την αύξηση του θερμορυθμιστικού σημείου στον υποθάλαμο. Μείζονα ενδογενή πυρετογόνα είναι η ιντερλευκίνη 1 (α και β) [17] και η ιντερλευκίνη 6 (IL-6). Στα λιγότερο σημαντικά ενδογενή πυρετογόνα περιλαμβάνονται η ιντερλευκίνη-8, ο παράγοντας νέκρωσης όγκων-β, η φλεγμονώδης πρωτεΐνη μακροφάγων-α και η φλεγμονώδης πρωτεΐνη μακροφάγων-β, όπως και η ιντερφερόνη-α, η ιντερφερόνη-β και η ιντερφερόνη-γ[17]. Επίσης ως πυρετογόνο δρα και ο παράγοντας νέκρωσης όγκων-α. Μεσολαβεί απελευθέρωση ιντερλευκίνης-1 (IL-1)[18].

Αυτοί οι παράγοντες κυτοκίνης απελευθερώνονται στη γενική κυκλοφορία, όπου μεταναστεύουν στα περικοιλιακά όργανα του εγκεφάλου λόγω της ευκολότερης απορρόφησης που προκαλείται από τη μειωμένη δράση διήθησης του αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Έπειτα οι παράγοντες κυτοκίνης συνδέονται με ενδοθηλιακούς υποδοχείς σε αγγειακά τοιχώματα, ή αλληλεπιδρούν με τοπικά μικρογλοιακά κύτταρα. Όταν αυτοί οι παράγοντες κυτοκίνης συνδέονται, η οδός του αραχιδονικού οξέος είναι πλέον ενεργοποιημένη.
Εξωγενή

Ένα μοντέλο για το μηχανισμό του πυρετού που προκαλείται από εξωγενή πυρετογόνα περιλαμβάνει το LPS, το οποίο είναι ένα συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος των gram-αρνητικών βακτηρίων. Μια ανοσολογική πρωτεΐνη που ονομάζεται πρωτεΐνη δέσμευσης λιποπολυσακχαρίτη (LBP) συνδέεται στο LPS. Το σύμπλοκο LBP-LPS στη συνέχεια συνδέεται στον υποδοχέα CD14 ενός κοντινού μακροφάγου. Αυτή η σύνδεση έχει ως αποτέλεσμα τη σύνθεση και απελευθέρωση ποικίλων ενδογενών παραγόντων κυτοκίνης, όπως η ιντερλευκίνη 1 (IL-1), η ιντερλευκίνη 6 (IL-6) και ο παράγοντας νέκρωσης των όγκων-α. Με άλλα λόγια, οι εξωγενείς παράγοντες προκαλούν την απελευθέρωση των ενδογενών παραγόντων, οι οποίοι με τη σειρά τους ενεργοποιούν την οδό του αραχιδονικού οξέος.
Απελευθέρωση PGE2

Η απελευθέρωση PGE2 προέρχεται από την οδό του αραχιδονικού οξέος. Αυτή η οδός (όσον αφορά τον πυρετό), διαμεσολαβείται από τα ένζυμα φωσφολιπάση Α2 (PLA2), κυκλοοξυγενάση-2 (COX-2), και προσταγλανδίνη Ε2 συνθετάση. Αυτά τα ένζυμα τελικά μεσολαβούν στη σύνθεση και απελευθέρωση του PGE2.

Ο PGE2 είναι ο τελικός μεσολαβητής της εμπύρετης απόκρισης. Η θερμοκρασία του σημείου ρύθμισης του σώματος θα παραμείνει ανεβασμένη μέχρι ο PGE2 να μην είναι πλέον παρών. Ο PGE2 δρα σε νευρώνες στην προοπτική περιοχή (POA) μέσω του υποδοχέα 3 της προσταγλανδίνης Ε (EP3). Οι νευρώνες που εκφράζουν τον EP3 στην POA νευρώνουν το μεσοραχιαίο υποθάλαμο (DMH), τον ωχρό πυρήνα ραφής στον προμήκη μυελό (rRPa), και τον παρακοιλιακό πυρήνα (PVN) του υποθαλάμου. Σήματα πυρετού που αποστέλλονται στους DMH και rRPa οδηγούν σε διέγερση του συμπαθητικού συστήματος εξόδου, το οποίο προκαλεί θερμογένεση χωρίς ρίγος για την παραγωγή θερμότητας στο σώμα και αγγειοσυστολή στο δέρμα με σκοπό τη μείωση της απώλειας θερμότητας από την επιφάνεια του δέρματος. Τεκμαίρεται ότι η νεύρωση από την POA στον PVN μεσολαβεί στις νευρικές και ενδοκρινικές επιδράσεις του πυρετού μέσω της οδού που περιλαμβάνει την υπόφυση και διάφορα ενδοκρινή όργανα.
Υποθάλαμος

Ο εγκέφαλος τελικά ενορχηστρώνει μηχανισμούς θερμότητας τελεστή μέσω του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Αυτοί μπορεί να είναι:

Αυξημένη παραγωγή θερμότητας από αυξημένο μυϊκό τόνο, ρίγος και ορμόνες όπως η επινεφρίνη (αδρεναλίνη).
Αποφυγή απώλειας θερμότητας, όπως η αγγειοσυστολή.

Στα βρέφη, το αυτόνομο νευρικό σύστημα μπορεί επίσης να ενεργοποιήσει τον ωχρό λιπώδη ιστό για να παράγει θερμότητα (θερμογένεση που δε σχετίζεται με άσκηση, επίσης γνωστή και ως θερμογένεση χωρίς ρίγος). Αυξημένος καρδιακός ρυθμός και αγγειοσυστολή συνεισφέρουν στην αυξημένη πίεση του αίματος στον πυρετό.
Χρησιμότητα

Υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά της χρησιμότητας του πυρετού, και το θέμα είναι αμφιλεγόμενο[19][20]. Υπάρχουν έρευνες που χρησιμοποιούν θερμόαιμα σπονδυλωτά[21] και ανθρώπους[22] in vivo (ζωντανό περιβάλλον), με μερικές να υποδηλώνουν ότι αναρρώνουν γρηγορότερα από μολύνσεις ή κρίσιμη ασθένεια λόγω του πυρετού. Μία φινλανδική έρευνα έδειξε τη μειωμένη θνησιμότητα σε βακτηριακές μολύνσεις όταν υπήρχε πυρετός[23].

Θεωρητικά, ο πυρετός μπορεί να βοηθήσει στην άμυνα του ξενιστή[20]. Υπάρχουν σίγουρα κάποιες σημαντικές ανοσολογικές αντιδράσεις που επιταχύνονται από τη θερμοκρασία, και μερικά παθογόνα με αυστηρές θερμοκρασιακές προτιμήσεις θα μπορούσαν να παρεμποδιστούν[24].

Έρευνα[25] έχει καταδείξει ότι ο πυρετός βοηθά στη διαδικασία επούλωσης με πολλούς σημαντικούς τρόπους:

Αυξημένη κινητικότητα λευκοκυττάρων
Ενισχυμένη φαγοκυττάρωση από λευκοκύτταρα
Μείωση επιδράσεων ενδοτοξινών
Αυξημένος πολλαπλασιασμός των Τ-κυττάρων[26]

Διαχείριση

Η αντιμετώπιση του πυρετού δεν είναι απαραίτητη[27]. Οι περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν χωρίς ειδική ιατρική φροντίδα[28]. Παρόλο που είναι δυσάρεστος, ο πυρετός σπάνια αυξάνεται σε επικίνδυνο επίπεδο ακόμα κι αν δεν αντιμετωπίζεται. Γενικά δεν προκύπτει βλάβη στον εγκέφαλο μέχρι η θερμοκρασία να φτάσει τους 42 oC (107.6 oF), και είναι σπάνιο για έναν πυρετό που δεν αντιμετωπίζεται να υπερβεί τους 40.6 oC (105 oF)[27].
Συντηρητικά μέτρα

Μερικά περιορισμένα στοιχεία υποστηρίζουν την πλύση με σφουγγάρι ή το μπάνιο εμπύρετων παιδιών με χλιαρό νερό[29]. Η χρήση ανεμιστήρα ή κλιματιστικού μπορεί να μειώσει κάπως τη θερμοκρασία και να αυξήσει την άνεση. Αν η θερμοκρασία φτάνει το υπερβολικά υψηλό επίπεδο της υπερπυρεξίας, απαιτείται επιθετική ψύξη.[11] Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι ενθαρρύνονται να ενυδατώνονται επαρκώς[30]. Το κατά πόσο η αυξημένη πρόσληψη υγρών βελτιώνει τα συμπτώματα ή μειώνει αναπνευστικές ασθένειες όπως το κοινό κρυολόγημα δεν είναι γνωστό[31].
Φάρμακα

Τα φάρμακα που μειώνουν τον πυρετό ονομάζονται αντιπυρετικά. Το αντιπυρετικό ιβουπροφαίνη είναι αποτελεσματικό στη μείωση του πυρετού στα παιδιά[32]. Είναι πιο αποτελεσματικό από την ακεταμινοφαίνη (παρακεταμόλη) στα παιδιά. Η ιβουπροφαίνη και η ακεταμινοφαίνη μπορούν με ασφάλεια να χρησιμοποιηθούν μαζί σε εμπύρετα παιδιά[33][34]. Η αποτελεσματικότητα της ακεταμινοφαίνης από μόνη της σε παιδιά με πυρετό έχει αμφισβητηθεί[35]. Η ιβουπροφαίνη είναι επίσης ανώτερη από την ασπιρίνη σε παιδιά με πυρετό[36]. Επιπλέον, η ασπιρίνη δε συνιστάται σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες (κάτω από την ηλικία των 16 ή 19 ανάλογα με τη χώρα) λόγω του κινδύνου του συνδρόμου του Reye[37].

Η χρήση τόσο παρακεταμόλης όσο και ιβουπροφαίνης συγχρόνως ή εναλλασσόμενων μεταξύ τους είναι πιο αποτελεσματική στη μείωση του πυρετού από τη χρήση μόνο παρακεταμόλης ή ιβουπροφαίνης[38]. Δεν είναι σαφές αν αυτό αυξάνει την άνεση του παιδιού[38].
Επιδημιολογία

Περίπου το 5% των ανθρώπων που πηγαίνουν στα επείγοντα έχουν πυρετό.[39]
Ιστορία

Ορισμένοι τύποι του πυρετού ήταν γνωστοί ήδη από το 460 π.Χ. έως το 370 π.Χ., όταν ο Ιπποκράτης ασκούσε την ιατρική, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από την ελονοσία (τριταίος ή κάθε 2 ημέρες και τεταρταίος ή κάθε 3 ημέρες).[40] Επίσης, κατέστη σαφές όλο αυτό το διάστημα ότι ο πυρετός ήταν ένα σύμπτωμα μιας νόσου παρά μια ασθένεια από μόνη της.[40]
Κοινωνία και πολιτισμός
Ετυμολογία

Η πυρεξία προέρχεται από την ελληνική λέξη πυρ που σημαίνει φωτιά. Η λέξη πυρετώδης (febrile) προέρχεται από τη λατινική λέξη febris που σημαίνει πυρετός, και αρχαϊκά γνωστή ως ελώδης πυρετός.
Φοβία του πυρετού

Πυρετοφοβία είναι το όνομα που δόθηκε από ιατρικούς εμπειρογνώμονες σε παρανοήσεις των γονέων σχετικά με τον πυρετό στα παιδιά τους. Ανάμεσά τους πολλοί γονείς λανθασμένα πιστεύουν ότι ο πυρετός είναι μια ασθένεια και όχι μια ιατρική ένδειξη, ότι ακόμα και χαμηλοί πυρετοί είναι επιβλαβείς, και ότι οποιαδήποτε θερμοκρασία, ακόμη και λίγο πάνω από την υπεραπλουστευμένη «κανονική» ένδειξη που αναγράφεται σε ένα θερμόμετρο είναι ένας κλινικά σημαντικός πυρετός.[41] Επίσης φοβούνται αβλαβείς παρενέργειες όπως οι πυρετικοί σπασμοί και υπερεκτιμούν δραματικά την πιθανότητα μόνιμης βλάβης από τυπικούς πυρετούς.[41] Το βασικό πρόβλημα, σύμφωνα με τον καθηγητή παιδιατρικής Barton D. Schmitt, είναι πως «ως γονείς έχουμε την τάση να υποψιαζόμαστε ότι ο εγκέφαλος των παιδιών μας μπορεί να λιώσει.».[42]

Ως αποτέλεσμα αυτών των παρανοήσεων, οι γονείς είναι ανήσυχοι, δίνουν στα παιδιά αντιπυρετικά φάρμακα όταν η θερμοκρασία είναι τεχνικά φυσιολογική ή ελαφρώς αυξημένη, και παρεμβαίνουν στον ύπνο του παιδιού για να του δώσουν περισσότερα φάρμακα.[41]
Άλλα ζώα

Ο πυρετός είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό για τη διάγνωση της νόσου σε οικόσιτα ζώα. Η θερμοκρασία του σώματος των ζώων, η οποία λαμβάνεται από το ορθό, είναι διαφορετική από το ένα είδος στο άλλο. Για παράδειγμα, ένα άλογο λέγεται ότι έχει πυρετό πάνω από 101 °F ( 38,3 °C).[43] Σε ζώα που επιτρέπουν στο σώμα να έχει ένα ευρύ φάσμα «κανονικών» θερμοκρασιών, όπως οι καμήλες,[44] είναι μερικές φορές δύσκολο να προσδιοριστεί μια εμπύρετη φάση.

Πυρετός μπορεί επίσης να προκληθεί από συμπεριφορικά ασπόνδυλα που δεν έχουν ανοσοποιητικό σύστημα που βασίζεται στον πυρετό. Για παράδειγμα, ορισμένα είδη ακρίδας θα επιτύχουν θερμοκρασίες σώματος που είναι 2 - 5 °C υψηλότερες από την κανονική μέσω θερμορύθμισης, για να αναστείλουν την ανάπτυξη παθογόνων μυκήτων όπως ο Beauveria bassiana και ο Metarhizium acridum.[45] Οι αποικίες μελισσών είναι επίσης σε θέση να επάγουν πυρετό σε απάντηση σε ένα μυκητισιακό παράσιτο, το Ascosphaera apis.[45]
Παραπομπές

Axelrod YK, Diringer MN; Diringer (May 2008). «Temperature management in acute neurologic disorders». Neurol Clin 26 (2): 585–603, xi. doi:10.1016/j.ncl.2008.02.005. PMID 18514828.
Karakitsos D, Karabinis A; Karabinis (September 2008). «Hypothermia therapy after traumatic brain injury in children». N. Engl. J. Med. 359 (11): 1179–80. doi:10.1056/NEJMc081418. PMID 18788094.
Laupland KB (July 2009). «Fever in the critically ill medical patient». Crit. Care Med. 37 (7 Suppl): S273–8. doi:10.1097/CCM.0b013e3181aa6117. PMID 19535958.
Barone JE (August 2009). «Fever: Fact and fiction». J Trauma 67 (2): 406–9. doi:10.1097/TA.0b013e3181a5f335. PMID 19667898.
Sund-Levander M, Forsberg C, Wahren LK; Forsberg; Wahren (June 2002). «Normal oral, rectal, tympanic and axillary body temperature in adult men and women: a systematic literature review». Scand J Caring Sci 16 (2): 122–8. doi:10.1046/j.1471-6712.2002.00069.x. PMID 12000664.
Harrison's principles of internal medicine. (18th έκδοση). New York: McGraw-Hill. 2011, σελ. 4012. ISBN 978-0-07-174889-6.
Muhammad, Inayatullah; Shabbir Ahmad Nasir (May 2009). Bedside Techniques: Methods of clinical examination. Saira Publishers and Salamat Iqbal Press, Multan.
Hilson AJ (July 1995). «Pel-Ebstein fever». N. Engl. J. Med. 333 (1): 66–7. doi:10.1056/NEJM199507063330118. PMID 7777006.. They cite Richard Asher's lecture Making Sense (Lancet, 1959, 2, 359)
Rolla L. Thomas (1906) [1906]. The eclectic practice of medicine. The Scudder Brothers Company, σελ. 261.
Loscalzo, Joseph; Fauci, Anthony S.; Braunwald, Eugene; Dennis L. Kasper; Hauser, Stephen L; Longo, Dan L. (2008). «Chapter 17, Fever versus hyperthermia». Harrison's principles of internal medicine. McGraw-Hill Medical. ISBN 0-07-146633-9.
McGugan EA (March 2001). «Hyperpyrexia in the emergency department». Emerg. Med. (Fremantle) 13 (1): 116–20. doi:10.1046/j.1442-2026.2001.00189.x. PMID 11476402.
Marx 2006, p. 2506
Hart BL (1988). «Biological basis of the behavior of sick animals». Neuroscience and biobehavioral reviews 12 (2): 123–37. doi:10.1016/S0149-7634(88)80004-6. PMID 3050629.
Johnson RW (2002). «The concept of sickness behavior: a brief chronological account of four key discoveries». Veterinary immunology and immunopathology 87 (3–4): 443–50. doi:10.1016/S0165-2427(02)00069-7. PMID 12072271.
Kelley KW, Bluthé RM, Dantzer R, Zhou JH, Shen WH, Johnson RW, Broussard SR (2003). «Cytokine-induced sickness behavior». Brain, behavior, and immunity 17 Suppl 1: S112–8. doi:10.1016/S0889-1591(02)00077-6. PMID 12615196.
Fausi, Anthony (2008). Harrison's Principles of Internal Medicine(17η έκδ). McGrow-Hill Professional, σελ. 117-121. ISBN 978-0-07-146633-2.
Walter, F. PhD Boron (2003). Medical Physiology: A Cellular And Molecular Approach. Elsevier/Saunders, σελ. 1300. ISBN 1-4160-2328-3.
Stefferl, Andreas; Stephen J. Hopkins, Nancy J. Rothwell & Giamal N. Luheshi (April 25, 1996). «"The role of TNF-a in fever: opposing actions of human and murine TNF-oa and interactions with IL-fl in the rat"». Brftish Journal of Pharmacology 118 (8): 1919–1924. doi:10.1111/j.1476-5381.1996.tb15625.x. PMC 1909906.
Soszyński, D (2003). «"The pathogenesis and the adaptive value of fever"». Postepy higieny i medycyny doswiadczalnej 57 (5): 531–54. doi:PMID 14737969.
Schaffner, A (2006). «"Fever--useful or noxious symptom that should be treated?"». Therapeutische Umschau. Revue therapeutique 63 (3): 185–8. doi:doi:10.1024/0040-5930.63.3.185. PMID 16613288.
Su, F, Nguyen, ND, Wang, Z, Cai, Y, Rogiers, P, Vincent, JL (2005). «"Fever control in septic shock: beneficial or harmful?"». Shock (Augusta, Ga.) 23 (6): 516–20. doi:PMID 15897803.
Schulman, CI, Namias, N, Doherty, J, Manning, RJ, Li, P, Elhaddad, A, Lasko, D, Amortegui, J, Dy, CJ, Dlugasch, Lucie, Baracco, Gio, Cohn, Stephen M. (2005). «"The effect of antipyretic therapy upon outcomes in critically ill patients: a randomized, prospective study"». Surgical infections 6 (4): 369–75. doi:doi:10.1089/sur.2005.6.369. PMID 16433601.
Rantala, S, Vuopio-Varkila, J, Vuento, R, Huhtala, H, Syrjänen, J (2009). «"Predictors of mortality in beta-hemolytic streptococcal bacteremia: a population-based study"». The Journal of infection 58 (4): 266–72. doi:doi:10.1016/j.jinf.2009.01.015. PMID 19261333.
Fischler, M.P., Reinhart, W.H. (1997). «"Fever: friend or enemy?"». Schweiz Med Wochenschr 127 (20): 864–70. doi:PMID 9289813.
Craven, R and Hirnle, C. (2006). Fundamentals of nursing: Human health and function. Fourth edition., σελ. p. 1044.
Lewis, SM, Heitkemper, MM, and Dirksen, SR. (2007). Medical-surgical nursing: Assessment and management of clinical problems. sixth edition., σελ. p. 212.
"Fever" Medline Plus Medical Encyclopedia. U.S. National Library of Medicine. Retrieved 20 May 2009.
"What To Do If You Get Sick: 2009 H1N1 and Seasonal Flu". Centers for Disease Control and Prevention. 2009-05-07. Retrieved 2009-11-01.
Meremikwu M, Oyo-Ita A; Oyo-Ita (2003). «Meremikwu, Martin M, ed. "Physical methods for treating fever in children"». Cochrane Database Syst Rev (2): CD004264. doi:doi:10.1002/14651858.CD004264. PMID 12804512.
«"Fever". National Institute of Health».
Guppy, MP; Mickan, SM, Del Mar, CB, Thorning, S, Rack, A; Del Mar, C. B.; Thorning, S; Rack, A (Feb 16, 2011). «Guppy, Michelle PB, ed. "Advising patients to increase fluid intake for treating acute respiratory infections"». Cochrane database of systematic reviews (Online) (2): CD004419. doi:doi:10.1002/14651858.CD004419.pub3. PMID 21328268.
Perrott DA, Piira T, Goodenough B, Champion GD; Piira; Goodenough; Champion (June 2004). «"Efficacy and safety of acetaminophen vs ibuprofen for treating children's pain or fever: a meta-analysis"». Arch Pediatr Adolesc Med 158 (6): 521–6. doi:doi:10.1001/archpedi.158.6.521. PMID 15184213.
Southey ER, Soares-Weiser K, Kleijnen J; Soares-Weiser; Kleijnen (September 2009). «"Systematic review and meta-analysis of the clinical safety and tolerability of ibuprofen compared with paracetamol in paediatric pain and fever"». Curr Med Res Opin 25 (9): 2207–22. doi:doi:10.1185/03007990903116255. PMID 19606950.
Hay AD, Redmond NM, Costelloe C et al. (May 2009). «"Paracetamol and ibuprofen for the treatment of fever in children: the PITCH randomised controlled trial"». Health Technol Assess 13 (27): iii–iv, ix–x, 1–163. doi:doi:10.3310/hta13270. PMID 19454182.
Meremikwu M, Oyo-Ita A; Oyo-Ita (2002). «Meremikwu, Martin M, ed. "Paracetamol for treating fever in children"». Cochrane Database Syst Rev (2): CD003676. doi:doi:10.1002/14651858.CD003676. PMID 12076499.
Autret E, Reboul-Marty J, Henry-Launois B et al. (1997). «"Evaluation of ibuprofen versus aspirin and paracetamol on efficacy and comfort in children with fever"». Eur. J. Clin. Pharmacol. 51 (5): 367–71. doi:doi:10.1007/s002280050215. PMID 9049576.
British National Formulary for Children (2007). "2.9 Antiplatelet drugs". British Medical Association and Royal Pharmaceutical Society of Great Britain, σελ. p. 151.
Wong, T; Stang, AS; Ganshorn, H; Hartling, L; Maconochie, IK; Thomsen, AM; Johnson, DW (Oct 30, 2013). «Wong, Tiffany, ed. "Combined and alternating paracetamol and ibuprofen therapy for febrile children"». The Cochrane database of systematic reviews 10: CD009572. doi:doi:10.1002/14651858.CD009572.pub2. PMID 24174375.
Nassisi, D; Oishi, ML (January 2012). «"Evidence-based guidelines for evaluation and antimicrobial therapy for common emergency department infections"». Emergency medicine practice 14 (1): 1–28; quiz 28–9. doi:PMID 22292348.
Sajadi, MM; Bonabi, R; Sajadi, MR; Mackowiak, PA (October 2012). «Akhawayni and the first fever curve."». Clinical infectious diseases : an official publication of the Infectious Diseases Society of America 55 (7): 976–80. doi:doi:10.1093/cid/cis596. PMID 22820543.
Crocetti M, Moghbeli N, Serwint J; Moghbeli; Serwint (June 2001). «"Fever phobia revisited: have parental misconceptions about fever changed in 20 years?"». Pediatrics 107 (6): 1241–6. doi:doi:10.1542/peds.107.6.1241. PMID 11389237.
Klass, Perri (10 January 2011). "Lifting a Veil of Fear to See a Few Benefits of Fever". The New York Times.
«"Equusite Vital Signs". www.equusite.com». Ανακτήθηκε στις 2010-03-22.
«"Body Temperature of the Camel and Its Relation to Water Economy". ajplegacy.physiology.org». Ανακτήθηκε στις 2010-03-22.

Thomas, Matthew B.; Simon Blanford (July 2003). «"Thermal biology in insect-parasite interactions"». Trends in Ecology & Evolution 18 (7): 344–350. doi:doi:10.1016/S0169-5347(03)00069-7.

Δείτε επίσης

Rhoades, R. and Pflanzer, R. Human physiology, third edition, chapter 27 Regulation of body temperature, p. 820 Clinical focus: pathogenesis of fever. ISBN 0-03-005159-2

Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Fever and Taking Your Child's Temperature
US National Institute of Health factsheet
Drugs most commonly associated with the adverse event Pyrexia (Fever) as reported the FDA

Εγκυκλοπαίδεια Ιατρικής

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License