ART

 

.


Πυθιόνικοι
Συγγραφέας: Πίνδαρος
Μεταφραστής: Ιωάννης Γρυπάρης
Πίνακας περιεχομένων

1 Ιέρωνι Αιτναίω, άρματι
2 Ιέρωνι Συρακοσίω, άρματι
3 Ιέρωνι Συρακοσίω, κέλητι
4 Τελεσικράτη Κυρηναίω, οπλιτοδρόμω
5 Ιπποκλεί Θεσσαλώ, παιδί διαυλοδρόμω

Ιέρωνι Αιτναίω, άρματι


Χρυσή κιθάρα, πόχει ο Απόλλωνας
με τις ομορφοπλέξουδες τις Μούσες κοινό κτήμα,
στο πρόσταγμά σου υπάκουο
των χουρευτών το βήμα
ανοίγει τη χαρούμενη γιορτή
και τα σημάδια σου ακλουθούν
πιστά οι τραγουδιστάδες,
όταν, τρεμάμενη κάνεις αρχή
στα προανακρούσματά σου,
που το χορό οδηγούν.
Σύ και του φοβερού του κεραυνού
την άφθαρτη φωτιά τη σβήνεις
και πάνω στου Διός το σκήπτρο ο αετός
λαγιάζει, των πουλιών ο βασιλιάς,
με κρεμαστές τις γοργοφτέρουγές του
απο τη μιά κι άλλη μεριά.
Και γύρω απ' το κεφάλι του το αγκυλωτό
του άπλωσες σύγνεφο σκοτεινωπό,
γλυκό των βλέφαρών του κλείστρο,
και, υπνοπαρμένος, δώ και κεί
τη ράχη του αεροζυγιάζει τη χυτή
απο τη δύναμή σου δαμασμένος.
Γιατ' ως κι ο άγριος ο Άρης, την τραχιά
των κονταριών αφήνοντας τη βράση,
με τις γητειές σου την καρδιά του γαληνεύει
κι οι σαϊτιές σου των θεών ευφραίνουν την ψυχή
χάρη στου Φοίβου τη σοφή
και των βαθύκολπων Μουσών την τέχνη.
Μά όποιον ο Δίας δεν αγαπά, ταράζεται
των Πιερίδων τη φωνή ν' ακούει
στην άμετρη τη θάλασσα και στη στεριά,
καθώς οπού στα Τάρταρα τ' ασβολερά
κείτεται, των θεών ο μισημένος
Τυφώνας, με τις εκατο τις κεφαλές,
που οι ξακουστές τον θρέψανε τις Κιλικίας σπηλιές
έναν καιρό μα τώρα
οι όχτες οι κυματόζωστες στην Κύμη εκεί ψηλά
κι η Σικελία του κάθουνται
πάνω στα στήθια τα δασιά
ενώ η ουρανοστήριχτη κολώνα
η Αίτνα η χιονόδαρτη τον συγκρατά,
που θρέφει ολοχρονίς κρυσταλλά χιόνια.

Μ' από τα σπλάχνα της αγνότατες
ξεχύνουνται πηγές φωτιάς ακράτης,
που οι ποταμοί της αναδίνουν στρόβιλους καπνού
πυρόξανθου τις μέρες, και τις νύχτες
κυλώντας η άλικη φωτιά ως τη βαθιά την πλάκα
του πόντου βράχους κατεβάζει
με πάταγο κι είναι το σερπετόν εκείνο,
που του Ήφαιστου τα τρομερά τα ρέματα ξεβράζει,
θάμασμα τέρας κι ο ίδιος να το δείς,
θάμα κι απ' όσους το είδανε ν' ακούσεις,
πώς, απ' της Αίτνας τις πυκνόφυλλές κορφές
ως της γής κάτω, είναι δεμένος
κι όλη τη ράχη του κεντάει χαράζοντας
το στρώμα, που είναι ξαπλωμένος.
Σε σέ ν' αρέσω εύχομαι, Δία, σε σέ
που έχεις αυτό δικό σου τ' όρος,
της χώρας της καλλίκαρπης το μέτωπο,
που την επώνυμη, στη γειτονιά του, πόλη
ο ξακουσμένος της συνοικιστής τη δόξασε,
όταν στο Πυθικό το στάδιο κάτω
διαλάλησεν ο κήρυκας
Ιέρωνα τον καλλίνικο στο δρόμο των αρμάτων.

Για όσους με πλοίο ξεκινούν
πρώτη τους είναι χάρη να τους έρθει
πρίμος αγέρας στην αρχή του ταξιδιού,
γιατί σημάδι 'ναι πώς θα τους έβρει
όμοια καλό το τέλος και του γυρισμού.
Και φέρνει ο λόγος, απο αυτές τις συντυχιές,
το στοχασμό, πώς και στο μέλλον
η πόλη θα'ναι κοσμοξακουστή
για τα στεφάνια που θα παίρνουν τ' άλογά της
και ξε καλοτραγούδιστες γιορτές ονομαστή.
Λύκιε και που τη Δήλο κυβερνάν
και πού του Παρνασσού την Κασταλία την κρήνη,
Φοίβε, αγαπάς,
άμποτε στην καρδιά σου αυτά να βάλεις
κι αντρών γεννήτρα διαλεχτών
τη χώρ' αυτή να κάμεις.

Γιατ' είναι μόνο απ' τους θεούς
που οι ανθρώπινες αξίες φουντώνουν πλέρια
και γίνουντ' έτσι κι οι σοφοί
κι οι δυνατοί στη γλώσσα και στα χέρια.
Μα ελπίζω εγώ, που μελετώ
να υμνήσω τέτοιον άντρα,
πώς το χαλκόστομο κοντάρι μου
έξω απο το σημάδι δε θα το τινάξω
μά τόσο ρίχνοντάς το πιό μακριά
κάθ' ανταγωνιστή θα ξεπεράσω.
Κι έτσι άμποτε ο παντοτεινός καιρός
ίσια να τον κατευοδώνει
μέσα στην τωρινή ευτυχία του
μέσα στ' αποχτημένα τ' αγαθά του
και να τον κάνει να ξεχνά
τους μόχθους και τα βάσανά του.
Θα του θυμίζει, αλήθεια, ποιές αντίκρισε
με καρτερόψυχη καρδιά πολέμων μάχες,
όταν με τη βοήθεια των θεών κερδίζανε
αξίωμα τέτοιο, που κανένας άλλος
μες στην Ελλάδα δεν τρυγά,
περήφανο στεφάνωμα του πλούτου.
Και στερνά τώρα, το παράδειγμα
του Φιλοχτήτη ακολουθώντας,
ξεκίνησε για πόλεμο, - πού, στην ανάγκη του,
ένας, ως τότε αγέρωχος, με κολακείες
γύρεψε τη φιλία του-
γιατ' έτσι κι απ' τη Λήμνο, όπου τον έφθειρε
το έλκος του, λέν πώς ήρθαν να ζητήσουν
ήρωες ισόθεοι και το γιό
του Ποιάντα τον τοξότη
κι αυτός την πόλη του Πριάμου επόρθησε
κι έβαλε τέλος στων Αργείων τους μόχθους,
αν κι έσερνε άρρωστο κορμί,
μά έτσ' ήτανε γραμμένο απο τη Μοίρα.
Και τον Ιέρων άμποτε ο Θεός ορθόν
και στα μελλούμενα τα χρόνια να στηρίζει
κι ό,τι ποθεί στην ώρα του να του το δίνει.
Μά έλαε τη νίκη του Τεθρίππου ας ψάλομε,
Μούσα, και μπρος στο Δεινομένη,
που ο θρίαμβος του πατέρα του
χαρά δεν του είναι ξένη,
κι (έπειτ') ας βρούμε για το βασιλιά
της Αίτνας ύμνο να του αρέσει.
Γι' αυτόν ο Ιέρωνας την έχτισε
την πόλη εκείνη, να την κυβερνά
με τη θεόφαντη τη λευτεριά
και με τους νόμους ταιριασμένους
στου Ύλλου τη στάφνη γιατί θέλουνε
του Πάμφυλου οι απόγονοι και των Ηρακλειδών,
που κάτω απ' του Ταϋγετου τους λόφους κατοικούν,
πάντα πιστοί στου Αιγιμιού να μένουν τους θεσμούς,
σαν Δωριείς, που απο τον Πίνδο ξεκινήσαν
και στις Αμύκλες ρίζωσαν
μες σ' όλα τ' αγαθά των,
των λευκοπώλων γείτονες Τυνδαριδών
κι άνθισε η δόξα των βαθιά
κι η φήμη της αντριεάς των.

Ω τέλειε Δία, τέτοια μοίρα πάντοτε
ας ξεχωρίζει αληθινός του κόσμου ο λόγος
πλάι στου Αμένα τα νερά
για το λαό και για τους άρχοντές του
κι είθε με τη βοήθεια σου
κι επίτροπο το γιό του ο Κυβερνήτης
τιμώντας του λαού τα δικαιώματα
σε ειρήνη μονιασμένη να καλοστρατίζει.
Κρονίδη, δέομαί σου, ευδόκησε
ήσυχος σπίτι ο Φοίνικας να μένει
κι ο αλαλητός των Τυρρηνών,
αφού την έπαρσή του είδε μπρος
στην Κύμη καροβοπνιγμένη.

Και πάθανε όσα πάθανε απ' το βασιλιά
το Συρακούσιο δαμασμένοι,
που το άνθος έριξε της νιότης των
στον πόντο απ' τα γοργόδρομα καράβια,
γλιτώνοντας απ' τη βαριά
σκλαβιά των την Ελλάδα.
Των Αθηναίων την έυνοια
για πληρωμή της Σαλαμίνας θα ζητήσω,
μέσα στη Σπάρτη τους πολέμους της
κάτ' απ' τον Κιθαιρώνα θενά υμνήσω,
που οι Μήδοι οι καμπυλόταξοι αφανίστηκαν
και μπρος στις ασημόνερες ακτές του Ιμέρα
στου Δεινομένη τα παιδιά
του ύμνου το χρέος θα εξοφλήσω,
που αξιώθηκαν για τη φθορά
που πάθανε οι εχθροί των.
Στην ώρα τους τα λόγια σου αν θα λές
μαζεύοντας σ' όσο μπορείς πιο λίγα
πολλών πραγμάτων τις κορφές,
μικρότερος θα σ' ακλουθά του κόσμου ο ψόγος
γιατί στομώνει ο πληχτικός
κόρος ελπίδες βιαστικές
κι ο έπαινος, που όλο ακούγεται
για του άλλου το καλό,
κρυφό φαρμάκι στάζει στις καρδιές.
Όμως -μιά κι είναι προτιμότερος
απο τον οίκτο ο φθόνος-
μη βγαίνεις έξω εσύ απο τα καλά,
με δίκιο τους λαούς σου αφέντευε τιμόνι
και στης αλήθειας πάνω χάλκευε
τη γλώσσα σου το αμόνι.

Κι αν σου ξεφύγει κάτι ασήμαντο,
μεγάλο γίνεται, γιατί θά'ναι απο σένα
πολλών ανθρώπων είσαι βασιλιάς,
πολλοί θα δώσουν μαρτυρία πιστή
γι' αυτά και τούτα σου τα καμωμένα.
Το ευγενικό σου φρόνημα φυλάγοντας,
αν αγαπάς πάντα ν' ακούς τη γλυκιά φήμη,
να μην πάρ' αποκάνεις στα έξοδα,
μα σαν καλός καραβοκύρης άνοιγε
στον άνεμ' όλο το πανί σου,
χωρίς ν' αφήνεις απ' τα κέρδη τ' άστατα,
φίλε, να δολωθεί η ψυχή σου.

Μόνο της φήμης το διαλάλημα,
που κι ύστερα απ' τον άνθρωπο θα μείνει,
μηνάει στο ρήτορα και στον τραγουδιστή
για τη ζωή εκείνων πόχουν φύγει.
Ποτέ η καλοπροαίρετη
γνώμη του Κροίσου δεν ξεχνιέται,
μα εκείνον, που έκαιγε σκληρόψυχα
στο χάλκινο τον ταύρο τους ανθρώπους,
το Φάλαρη, ένας κόσμος καταριέται
κι ούτε κάτω απο στέγη ανθρώπινη
σμίγουν γλυκά ποτέ οι κιθάρες τ' όνομά του
με των παιδιών τα ξεφαντώματα:
Έτσι, της ευτυχίας η απόχτηση
είναι το πρώτο απ' τ' άθλα
κι η καλή φήμη δεύτερο έρχεται
μα όποιος του τύχει και τα δύο να καταχτήσει,
αυτός τον ύψιστο το στέφανο
έχει κερδίσει.
Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης

Ιέρωνι Συρακοσίω, άρματι


Ώ μεγαλούπολη Συρακούσα,
τέμενος του Άρη του πολεμόχαρου
κι αρματομάχων ηρώων κι αλόγων γεννήτρα,
σε σένα φέρνοντας έρχομαι
απ' την υπέρολαμπρη Θήβα το μέλος αυτό,
να διαλαλήσει τη νίκη που πήρε
ο αρματηλάτης ο Ιέρωνας
στων τεθρίππων, που σειούνε τη γή, τον αγώνα
και στεφάνια μακρόφεγγα κρέμασε
στην Ορτυγία, την έδρα της ποταμίας Αρτέμιδας,
που όχι χωρίς τη βοήθεια της δάμασε
με τα πιδέξια του χέρια
τα ομορφοχάλινα εκείνα πουλάρια.

Γιατί με τα δύο της τα χέρια η τοξεύτρα παρθένα
κι ο θεός των αγώνων ο Ερμής
τ' αστραφτερά των στολίδια
στα βαρβάτα του βάζουν τ' άτια,
όταν στο χαλινό τους υπάκουα εκείνος τα ζέβει
στο σκαλιστό των αρμάτων του δίφρο, αφού
του τρανού τριαινοσείστη ευχηθεί Ποσειδώνα.
Άλλοι γι' άλλους ρηγάδες συνθέσανε
του μεγαλείου των ύμνους καλόηχους
των Κυπρίων συχνές κελαϊδούν οι φωνές
τον Κινύρα, που αγάπησε απ' όλη
την καρδιά του ο ξανθόμαλλος Φοίβος,
της Αφροδίτης τον πρώτο ιερέα γιατί
φέρν' η χάρη για τα έργα τα καλά την αντίχαρη.
Έτσι και σένα, ώ βλαστέ Δεινομένειε,
τραγουδούν μπρος στις πόρτεες των
οι Ζεφύριες Λοκρίδες παρθένες,
που η δική σου τις λύτρωσε δύναμη
κι απο κινδύνους πολέμων αφεύγατους
είδαν για σένα το φως.
Μα τον Ιξίονα, λέγουν, προστάξανε οι θεοί
στο φτερωτό του κυλώντας παντούθε τροχό
να λέει στους θνητούς:
Τον ευεργέτη τιμάτε, πληρώνοντας
μ' εγκάρδιες τη χάρη αμοιβές.

Τα'μαθε κι ο ίδιος καλά, γιατί ενώ
γλυκιά βρήκε ζωή στους καλόβουλους πλάι Κρονίδες,
τη ευτυχία του πολύ να βαστάξει δεν μπόρεσε,
μα στου νού του την τρέλα την ήρα ερωτεύτηκε
της μακάριας κλίνης του Δία το ταίρι.
Αλλά των φρενών του το ξέπαρμα
σε βλάβη τον έσπρωξε απόκοτη
κι ό,τι άξιζε αμέσως παθαίνοντας, βρήκε
παιδεμό π' όμοιος του κι άλλος δεν είναι.
Τέτοιους πόνους του φέρνουν τα δυό του τα κρίματα:
το ένα, που πρώτος στον κόσμον ο ήρωας αυτός
έχυσε κι όχι χωρίς κακές τέχνες
αίμ' ανθρώπου απ' την ίδια γενιά του.
Τ' άλλο, πως στους απειρόβαθους
μέσα θαλάμους του Δία
να βιάσει τη γυναίκα του ζήτησε.
Αλλά πρέπει κανείς να μετρά κάθε τί
στα δικά του πάντα τα μέτρα
να σε ποιόν οι παρότροποι έρωτες
συμφορά μαζεμένη τον ρίξανε
και τον πλέρωσαν: πλάι σε νεφέλη κοιμήθηκε
ο μωρός, αγκαλιάζοντας ψέμα γλυκό
γιατί στην ειδή με την υπερέξοχη
θυγατέρα του Ουράνιου του Κρόνου παράφερνε,
που του Δία του τη στήσανε οι τέχνες παγίδα,
όμορφή του ζημιά και τα ολέθρια εισέπραξε
κάτεργα πάνω στα τέσσερ' αδράχτια τροχού.
Κι έτσι ανέλαβε, πέφτοντας σ' άλυτες
χειροπέδες, το πάγκοινο για όλους το μήνυμα.
Δίχως τις Χάριτες γόνο του γέννησε αχάραγο
μόνον η μόνη νεφέλη αυτόν
απο θεούς κι ανθρώπους ατίμητο,
που θρέφοντάς τον ονόμασε Κένταυρο.
Κι έσμιγε αυτός στου Πηλίου τα ριζά τις φοράδες
της Μαγνησίας και φύτρωσε θάμα κοπάδι,
πόμοιαζε και με τους δυό τους γονιούς του,
με τη μητέρα απο κάτω
κι απάνωθε με τον πατέρα.

Μόνο ο θεός ό,τι βάζει στο νού του τελειώνει
ο θεός το γοργόφτερο έφτασε αητό,
το δελφίνι της θάλασσας πέρασε,
τον ψηλοφαντασμένο γονάτισε,
ενώ σ' άλλους αγέραστη χάρισε δόξα.
Μα εγώ ν' αποφεύγω χρεωστώ
την κακιά, την πικρή δαγκανιάρικη γλώσσα,
γιατί ξέρω, αν και τόσο μακριά του, πως ο Αρχίλογος
ο ψογερός, κακορίζικα πάντοτε ζούσε
και βαρύλογες μόνο τον πάχαιναν έχθρες
μα ο πλούτος, σαν τύχει μαζί της σοφίας κι ο κλήρος,
το καλύτερο απ' όλα είναι στον κόσμο.

Κι έχεις, ως εσύ με ψυχή ελευθερόφρονη,
καθαρά να το δείξεις,
βασιλιά, κύριε πολλών ψηλοπύργωτων κάστρων
και τόσου λαού που αν λέγει κανείς
πως βρέθηκε κι άλλος ποτέ στην Ελλάδα ως τα τώρα
πιο μεγάλος σε δόξα και πλούτη απο σένα,
μάταια με κούφια σαλεύει μυαλά.
Καράβι γιομάτο λουλούδια θ' ανέβω, όταν ψάλλω
το μεγαλείο σου εγώ. Αν στρέγει της νιότης
των φοβερών των πολέμων το θράσος, μα λέγω και σύ
την άπειρη βρήκες τη δόξα σου απο κεί,
σαν οδηγούσες στις μάχες
πότε στρατό καβαλάρη και πότε πεζό
κι απ' τ' άλλο, οι βουλές της μεστής σου ηλικίας
να σε δοξάζω απο κάθε μεριά
μου επιτρέπουν ακίνδυνα.
Χαίρε σου στέλλεται ο ύμνος αυτός
πάνω απ' το αφρόστεφο πέλαγος
σα Φοινίκων πραμάτεια
και συ το μέλος, σ' αιολίδες χορδές, το Καστόρειο
καλοπρόθετα ευδόκησε μπρος σου να δείς
για τιμή της εφτάκρουστης λύρας.
Μένε όπως έμαθες να'σαι, ο πίθηκος βέβαια
για τα παιδιά είναι ωραίος.
πάντα του ωραίος, μ ο Ραδάμανθυς μέγας υψώθηκε
γιατί του'λαχε ο αμίμητος της σοφίας καρπός
κι ουδ' ευφραίνεται μέσα η ψυχή του σε απάτες,
που οι ραδιούργοι με τέχνη στ' αυτί ψυθυρίζουνε πάντα.
Είναι κατάρα κακή και στους δυό
όσοι ζιζάνια σπέρνουν κρυφά,
αλεπούδες στον τρόπο σωστές κι απαράλλαχτες.
Μα όσο για κέρδος, ποιά ωφέλεια θα'χουνε τάχα;
γιατ' εγώ, ενώ τ' άλλο το δίχτυ δουλεύει στον πάτο βαθιά,
μένω αβύθιστος σαν το φελλό
στης θάλασσας πάνω την άπλα.

Σε ανθρώπους σωστούς είναι αδύνατο
να πιάσουν τα λόγια που βάζει ο επίβουλος.
Κι όμως σ' όλους αυτός την ουρά του κουνώντας
δεν παύει να πλέκει τα ολέθρια του βρόχια.
Αγύρευτο να'ναι το θράσος του ας είναι
τους φίλους μου εγώ ν' αγαπώ,
μα στον εχθρό μου, εχθρός του αφού είμαι,
σα λύκος θα ιδώ πώς να τους έβγω μπροστά
λοξοδρομώντας μια δώθε μια κείθε κρυφά.
Ο ευθύγλωσσος άνθρωπος ξεχωρίζει παντού,
σε βασιλείς κι εκεί όου ο λαύρος λαός
και κεί όπου οι σοφοί κυβερνούνε το κράτος.
Μόνο δεν πρέπει κανείς με το θεό να τα βάζει,
που πότ' εκείνους υψώνει και πότε σ' αυτούς
έδωσε δόξα μεγάλη μα μήτε κι αυτά
των φθονερών την ψυχή θεραπεύουν,
που περίσσια τη στάφνη τεντώνοντας
κάρφωσαν πρώτα βαριά στην καρδιά των την ίδια πληγή,
πριν ό,τι βάζουν στο νού των πετύχουν.
Συμφέρει ελαφρά να σηκώνει κανείς το ζυγό
που στον τράχηλο πάρει
γιατί 'ναι δρόμος πολύ γλιστερός
να λαχτίζει κανένας στα κέντρα.
Είθ' ανάμεσα πάντα να ζώ σε καλούς και να αρέσω.
Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης

Ιέρωνι Συρακοσίω, κέλητι


Θά 'θελ' - αν πρέπει τέτοια ευχή κοινή
να 'βγαιν' απ' το δικό μου στόμα-
να ζούσ' ακόμα ο Φιλυρίδης Χείρωνας,
του Ουράνιου Κρόνου ο δυνατός ο γόνος
και στου Πηλίου να βασίλευε
τις σύδεντρες πλαγιές,
αγρίμι του βουνού
μα αλήθεια φίλος των ανθρώπων
που, τέτοιος, τον παλιό καιρό,
ανάθρεψε τον ήμερο τον πονοκαλύτη
τον ήρωα τον Ασκληπιό,
τον άξιο της ανώδυνης υγείας τεχνίτη,
που ήξερε να λυτρώνει τα κορμιά
απο την πάσ' αρρώστια κι απ' τους πόνους.
Μα αυτόν, άτελο ακόμα, η μάνα του
η κόρη του Φλεγύα τ' άξιου καβαλάρη,
δεν ήταν ώρα να τον φέρει στη ζωή
με τη βοήθεια της θεάς της Ξεγεννήτρας,
και δαμασμένη απο τα τόξα τα χρυσά
της Άρτεμης κατέβηκε στον Άδη
με τη βουλή του Απόλωνα
γιατ' έτσι στα χαμένα δεν ξεσπά
ο χόλος των παιδιών του Ολυμπιου Δία
και κείνη το θεό εξευτέλισε
στην απομώρια του μυαλού της,
που πήγε γάμους άλλους κι έστρεξε
κρυφά 'πό το γονιό της,
ενώ είχε πριν ζευγαρωθεί
με τον Απόλλωνα τον ξανθομάλλη.
Κι ενώ είχε μέσα της το καθαρό
το σπέρμα του θεού, δεν επερίμενε
να'ρθεί το νυφικό τραπέζι,
ουδέ των πολυφώνων υμεναίων ο αχός,
σάν που η συνήθεια να τον χαϊδοτραγουδούνε
στα βραδινά τους τ' άσματα
οι φίλες συνομήλικες παρθένες,
μα πήγε να πιαστεί με τ' άπιαστα
καθώς πολλοί το πάθαν κι άλλοι
κι είναι η πιό κούφια φύτρ' ανθρώπινη
εκείνοι, που τα ντόπια τους καταφρονώντας
στρέφουν τα μάτια τους στα μακρινά,
τον άνεμο μ' ελπίδες μάταιες κυνηγώντας.

Τέτοια μεγάλη βλάβη έπαθε
και της καλλίπεπλης ο νούς της Κορωνίδας
και σ' ενός ξένου πήγε κι έπεσε αγκαλιά
φερμένου απο την Αρκαδία
μα το βιγλάτορα δεν ξέφυγε
κι απ' την Πυθώνα την προβατοδόχα,
πότυχε να'ναι, πήρεν είδηση
ο βασιλέας τουναού ο Λοξίας
κι όχι που απ' άλλον να του μαθεύτηκε
αξιότερό του καταδότη,
άλλ' απ' τον παντογνώστη του το νού
που ψέμα δεν τον 'γγίζει, μα ούτε
και τον γελά θεός ή θνητός
ή σε βουλές ή σ' έργα.
Και τότε σαν τους ένιωσε τους έρωτες
του ξένου, του Ίσχνου του Ελατίδη,
και την παραμόνή της προδοσιά,
την αδελφή του Άρτεμη έστειλε, που φρούμαζε
απο τρομάρα λύσσα, στη Λυκέρεια,
όπου η παρθένα, στα γκρεμνά κοντά
της Βοιβηίδας λίμνης, κατοικούσε,
και μια άλλη μοίρα ανάποδη, στραμμένη στο κακό,
τη δάμασε, μα και πολλοί γειτόνοι
την τύχη της μεράστηκαν
και χάθηκαν μαζί της
γιατί σαν πέσει πάνω στ' όρος η φωτιά
απο μια σπίθα, μοναχή,
δάσος ολάκερο αφανίζει.
Μα όταν στο ξύλινο το τείχος της πυράς
βάλαν απών οι συγγενείς την κόρη
και λαύρα η φλόγα του Ήφαιστου
την τύλιξε, ε΄πε ο Απόλλων τότε:
"Πιά δε θα το βαστάξω στην καρδιά
ν' αφήσω να χαθεί γενιά δική μου
με θάνατο έτσι οικτρότατο
και με τη μαύρη της μητέρας του την τύχη".
Είπε και με το πρώτο βήμα του
έφτασε το παιδί κι απο τον κόρφο
το άρπαξε της νεκρής μπρος του οι καιούμενες
μέριασαν φλόγες κι έτσι το'φερε
και το παρέδωσε του Μάγνητα Κενταύρου,
για να το μάθει να γιατρεύει τις πολύπονες
αρρώστιες των ανθρώπων.

Λοιπόν, όσοι του ερχόνταν φέρνοντας
ή πληγές αυτογέννητες μαζί τους,
ή λαβωμένοι κάπου με σκληρό χαλκό,
ή με μακρόριχτη κοτρώνα,
ή αφανισμένοι αποτις θέρμες του καλοκαιριού,
ή κι απ' τα κρύα του χειμώνα,
τους έβγαζε, άλλο απ' άλλο πάθος του,
λευτερωμένους,
γιατρεύοντας αυτόν με μαλακές γητειές,
ποτίζοντας με πρόσφορα πιοτά έναν άλλο,
ή αλείφοντάς των φάρμακα
λογής λογής τα μέλη
κι άλλους ορθούς τους έστηνε με το νυστέρι.
Μ' απο το κέρδος κι η σοφία νικιέται κάποτε,
και τράβηξε και κείνον το χρυσάφι,
που έφεξε μες στο χέρι του,
να σώσει, με βαρύτατο μιστό, απ' το θάνατο
έναν, που ο Χάροντας είχε πια αδράξει.
Μα ρίχνοντας ο Δίας με τα χέρια του
τους έκοψε απ΄ τα στήθια την ανάσα
αμέσως και των δυό κι ο κεραυνός
τους βρόντηξε το θάνατο, όλος φλόγα.
Όσα ταιριάζουν στις θνητές μας τις ψυχές
πρέπει μονάχ' απ' τους θεούς και να ζητούμε,
να βλέπομ' όσα μπρος είναι στα πόδια μας
και ποιά 'ν' η μοίρα μας να μη ξεχνούμε.

Ψυχή μου, μην αποζητάς
αθάνατη ζωή, μά απόσωνε
ό,τι περνά απ' το χέρι σου με κάθε τρόπο.
Άχ, να'ταν ο σοφός ο Χείρωνας
να ζούσ' ακόμα στη σπηλιά του
και να μπορούσαν κάπως τα γλυκόφωνα
τραγούδια μου να μάγευαν το νού του,
ίσως και τώρα τον κατάφερνα
να'βγαζε, για τους διαλεχτούς, ένα γιατρό
που τις βαριές να θεραπεύει αρρώστιες,
γιατρό με τ' όνομα, είτε γιό
του Απόλλωνα είτε του πατρός του
και θε να ερχόμουν τότε με καράβι σχίζοντας
του Ιονίου τη θάλασα στην κρήνην Αρεθούσα
για τον Αιτναίο το φίλο μου
που βασιλιάς στις Συρακούσες κυβερνά
ήμερος στους λαούς του, δίχως φθόνο
για τους καλούς και θαυματσός
απο τους ξένους σαν πατέρας.
Σ' αυτόν, αν έφτανα διπλή
φέρνοντας χάρη: τη χρυσή του υγεία
κι έναν ύμνο, στόλισμα των πυθικών
στεφάνων που ο Φερένικός του
νικώντας κέρδισε στην Κίρρα έναν καιρό,
πιο ξέλαμπρο θέ να'φτανα, λέγω, για κείνον φως
κι απ' άστρο τ' ουρανού
αφού περνούσε το βαθύ τον πόντο.

Όμως εγώ δε να επικαλεστώ
την τρισεβάσμια τη Θεά Μητέρα,
που δίπλα στων σπιτιών μου την εξώπορτα
συχνά τη νύχτα κόρες έρχουνται
να ψάλουνε μαζί και με τον Πάνα.
Μά σαν που ξέρεις τη σωστή κορφή,
Ιέρωνα, των λόγων να κατέχεις,
θυμήσου τί έμαθες απ' τους παλιούς:
"Πλάι σ' ένα καλό οι θεοί μοιράζουν
στον άνθρωπο απο δυό μαζί κακά".
Αυτά λοιπόν δεν ημπορούνε οι μωροί
όπως ταιριάζει να υποφέρουν
παρά μονάχα οι εκλεχτοί,
που έξω την όψη την καλή να στρέφουν ξέρουν.

Κλήρος σου εσένα δόθηκε η ευδαιμονία
και βασιλιά λαοπρόβλητο παρά καθ' άλλον
σε βλέπ' η Μοίρα η μεγάλη
μα τέλεια ασάλευτη ζωή δε δόθηκε
ούτε στον Αιακίδη τον Πηλέα
ούτε στον Κάδμο τον ισόθεο
που όμως αυτοί, λέγουν, πώς είχανε
στον κόσμο την υπέρτατη ευτυχία,
αφού και τις χρυσοστεφάνωτες
τις Μούσες άκουσαν να τραγουδούνε
στ' όρος επάνω και στη Θήβα την εφτάπυλη,
ο ένας σαν έπαιρνε γυναίκα του
την παγκαλόμορφη Αρμονία
κι ο άλλος τη Θέτη του σοφού
Νηρέα την ξακουσμένη κόρη.

Κι έφαγαν στα τραπέζαι και των δυό θεοί
κι είδαν τ' αθάνατα παιδιά του Κρόνου
στις χρυσές έδρες των και δέχτηκαν
του γάμου δώρ' απο τα χέρια των
και με του Δία τη χάρη
μετά τους μόχτους των τους πρωτυτερινούς
έστησαν όρθιες τις καρδιές των πάλι.
Ξανά κατόπι απο καιρό
τον ένα, οι θυγατέρες του τον στέρησαν
με τις σκληρές τις συμφορές των
μέρος απο την ευτυχία του,
οι τρείς- γιατί ο πατέρας πάλι ο Δίας
ήρθε σ' ερωτικό γλυκοσυνταίριασμα
με τη λευκώλενη Θυώνη.

Και του άλλου πάλι ο γιός, μοναχογιός,
που γέννησε η αθάντη στη Φθία η Θέτη,
με σαϊτιά στον πόελμο χάνοντας τη ζωή του,
θρήνο μεγάλο σήκωσε στους Δαναούς
όταν καιόνταν στην πυράν επάνω.
Και γι'αυτό πρέπει ο άνθρωπος,
οπού το δρόμο ξέρει ο νούς του της αλήθειας,
την ευτυχία να χαίρεται
που οι μάκαρες θεοί του στείλουν
οι άνεμοι οι ψηλοπετούμενοι
κάθε φορά κι αλλιώτικοι φυσούνε
και δε βαστούνε τ' αγαθά πολύν καιρό
που έξω απο κάθε μέτρο πλημμυρούνε.

Μικρός θε να'μαι στα μικρά,
μεγάλος στα μεγάλα
την τύχη, που μου δίνεται κάθε φορά,
απο καρδιάς, θενά τιμών και θα δουλεύω,
με το δικό μου τρόπο εγώ
κι αν μου 'διν' ο θεός πλούτη αρκετά,
ελπίδα ν' έχω πως θενά'φτανε κατόπι
η δόξα μου πολύ ψηλά
ο Νέστορας κι ο λύκος Σαρπηδόνας,
οι κοσμοξάκουστοι, μας έγιναν γνωστοί
απ' τα τραγουδιστά τα λόγια,
οπού τεχνίτες τους ταιριάσανε σοφοί
γιατ' είναι οι ξακουσμένοι οι στίχοι
που κάνουνε πολύχρονη την αρετή
μα αυτό δεν είναι καθενός να του πετύχει.
Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης

Τελεσικράτη Κυρηναίω, οπλιτοδρόμω


Θέλω τη νίκη στα Πύθια
του οπλιτοδρόμου Τελεσικράτη να διαλαλήσω
και, με τις Χάριτες τις βαθύζωστες,
πολυμακάριστον άντρα να υμνήσω,
τιμή και δόξα της αρματόχαρης της Κυρήνης,
που έναν καιρόν ο ξανθόμαλλος
την άρπαξε γιός της Λητώς
απ' του Πηλίου τ' ανεμοτράνταχτα διάσελα
κι έφερε μες στο χρυσό του το δίφρο
εκεί όπου την έκαμε δέσποινα χώρας
πλούσιας σε πρόβατα και πολυκάρπιστης,
στη ζηλεμένη της γης τρίτην ήπειρο,
να βασιλεύει με δόξα.

Κι η αργυρόποδη τότε Αφροδίτη υποδέχτηκε
το Δήλιο ξένο της απο τ' ολόχρυσο τ' άρμα του
χέρι αλαφρό δίνοντάς του
κι έστρωσε πάνω στο ερωτικό τους κλινάρι
τη σεμνή τη ντροπή, συνταιριάζοντας
σε κοινό γάμου δεσμό το θεό
με την κόρφη του μεγάλου του Υψέα,
που βασιλιάς ήταν τότε
των πολεμόχαρων των Λαπιθών,
του Ωκεανού, γενιά δεύτερη, απόγονος
γιατί στου Πίνδου τις ξακουστές τις κλεισούρες
γλυκοπλαγιάζοντας στου Πηνειού τις αγκάλες
η Ναϊάδα τον γέννησ' η Κρέουσα,
η θυγατέρα της Γαίας κι αυτός κόρη του ανάθρεψε
την Κυρήνη π' ούτε μπρος σ' αργαλιούς
πηγαινοερχόμενους δρόμους αγάπησε
μήτε ξεφάντωσες δείπνων στο σπίτι με φίλες,
μα με χάλκινα δόρατα, ή με μαχαίρι στο χέρι
πολεμώντας αφάνιζε τ' άγρια θεριά
κι έτσι μεγεάλη κι ήσυχη ασφάλιζε ειρήνη
στα πατρικά της κοπάδια,
λίγο μόνο χορταίνοντας
του κρεβατιού τον ολόγλυκο σύντροφον ύπνο
όταν προς την αυγή της γλιστρούσε στα βλέφαρα.

Μόνη μια μέα και δίχως όπλο κανένα
με φοβερό να παλεύει λιοντάρι τη βρήκε
ο μακρορίχτης τοξότης ο Απόλλωνας
κι ευτύς απο μες τις βαθιές του σπηλιές
το Χείρωνα κράζοντας του είπε
"Άφησε το άντρο σου κι έλα να δείς, Φιλυρίδη,
και να θαυμάσεις γυναίκας αντρεία
κι απίστευτη δύναμη
με τί ατρόμαχτο η νέα κόρη κεφάλι
τέτοια μάχη βαστά κι η καρδιά της
πιο ψηλά απο τον κίντυνο στέκει,
ουδέ φόβος το νού της τρικυμίζει.
Ποιός να τη γέννησεν άνθρωπος κι απο ποιά φύτρα
παρακλάδι ξεφούντωσ' εδώ,
στων ισκιερών των βουνών τους κρυψώνες;
άπειρη γεύεται δύναμη, αλήθεια
μά να'ναι κι όσιο τάχα
το θεϊκό μου ν' αγγίξω επάνω της χέρι
και στις αγκάλες της μέσα να δρέψω
το μελιστάλαχτο ανθό της;"
Κι ο βαθυστόχαστος Κένταυρος
μ' ένα ιλαρό χαμογέλιο στα φρύδια
του αποκρίθηκε αμέσως τη σκέψη του
"Των ιερών των ερώτων φυλάει μυστικά
τα κλειδιά, Φοίβε, η σοφίστρα η Πειθώ
κι όμοια και μες στους θεούς και μες στους ανθρώπους
το'χουν ντροπή να ζητούν στ' ανοιχτά κι έτσι ευτύς
να γευτούν της αγάπης τη γλύκα.

Μα άσε, που δεν κάνει το ψέμα ν' αγγίξει ποτέ,
παιχνιδιάρα διάθεση σ' έσπρωξε
και ψευτίσεις το λόγο σου αυτό
και ποιά'ναι της κόρης ρωτάς η γενιά,
σύ, που όλα τα πάντα γνωρίζεις, θεέ,
τ' ορισμένο τους τέλος και τους δρόμους των όλους
και πόσα την άνοιξη η γη βγάζει φύλλα,
πόσην άμμο κυλούν σε ποτάμια και θάλασσες
των ανέμων οι πνοές και τα κύματα,
και που βλέπεις ολοκάθαρα
ό,τι μέλλει να γίνει και πώς θα γενεί;
Αν όμως ανάγκη κι εγώ με σοφό να παράβγω,
θα μιλήσω: "Έχεις έρθει σ' αυτή την κοιλάδα
άντρας της κόρης να γίνεις
πέρ' απ' τον πόντο, στον έξοχο κήπο του Δία
θενά τη φέρεις και εκεί θα την κάμεις βασίλισσα
σε μια πόλην, επάνω σε λόφο, με κάμπους τριγύρω,
όπου λαό θα μαζέψεις νησιώτη
τώρα η δέσποινα πόχει τα πλούσια λιβάδια, ή Λιβύη,
θα δεχτεί με χαρά στα χρυσά της παλάτια
τη δοξασμένη τη νύφη
και θα της χαρίσει μερίδα της γης της
συγκεβερνήτρα της νόμιμη νά'ναι,
ούτε απο πάγκαρπα δέντρα γυμνή,
ούτε ανήξερη απο ζώα βοσκήμια.
Εκεί γιό θα γεννήσει, που ο θείος ο Ερμής,
θα τον πάρει απ' τη φίλη μητέρα του
και στις καλλίθρονες ώρες και στη Γαία θα τον φέρει
και κείνες το βρέφος στα γόντα πάνω κρατώντας
θενά του στάξουν στα χείλη αμβροσία και νέκταρ
και θα τον κάμουν αθάνατο,
Δία και άγιον Απόλλωνα,
των ανθρώπων χαρά και καμάρι,
άγρυπνο πάντα οδηγό των προβάτων
και θα τον κράζουν με τ' όνομα Αγραίο και Νόμιο
κι άλλοι πάλι Αρισταίο".
Είπε κι ο λόγος του ετοίμασε
να πάρει τέλος ο ευφρόσυνος γάμος.

Όταν βιάζονται κιόλα οι θεοί,
σύντομ' η πράξη και οι δρόμοι των είναι κοντοί.
Κείν' ημέρα, μια μέρα, τ' αποφάσισαν όλα
και την έκαμε ταίρι του ευτύς στους πολύχρυσους
της Λιβύης θαλάμους,
όπου πόλη ομορφότατη
κυβερνά, ξακουστή στους αγώνες.
Και ιδού που και τώρα στη θεϊκιά την Πυθώ
του Καρνεάδη την έσμιξε ο γιός
με την καλλιστέφανη τύχη του
και, νικητής, της Κυρήνης διαλάλησε τ' όνομα,
που με χαρά κι αναγάλλια
θα τον δεχτεί, σα γυρνά απ' τους Δελφούς στην πατρίδα
να της φέρει μια ασύγκριτη δόξα.

Πολυλάλητες πάντα οι αρετές οι μεγάλες,
μ' απ' τα τόσα πολλά να ξομπλίζεις ολίγα,
για τ' αυτιά των σοφών είναι τέχνη
στο σωστό τον καιρό κάθε πράμα να γίνεται,
στην κορφή στέκει αυτό πάνω απ' όλα.
Ξέρ' η εφτάπυλη Θήβα πως δεν τον ατίμασε
το σωστό τον καιρό, μιά φορά, κι ο Ιόλαος
κι έτσι, αφού με την κόψη του σπαθιού του
θέρισε την κεφαλή του Ευρισθέα,
στη γη κάτω τον θάψανε μέσα στο μνήμα,
που'χε ο πατέρας ταφεί του πατέρα του
ο διφρολάτης τρανός Αμφιτρύονας,
αφού, των Σπαρτών ξένος, ήρθε να ζήσει
στων Καδμείων την πόλη, με τ' άσπρα της τ' άτια.

Όπου η δέσποιν' Αλκμήνη του γέννησε, πέφτοντας
στη δική του αγκαλιά και το Δία,
μ' έναν πόνο στους δίδυμους γιούς
την ανίκητη που'χαν αντρεία.
Πρέπει να'ναι μουγγός, όποιος έχει το στόμα κλειστό
στου Ηρακλή τους επαίνους, μηδέ μνημονεύει συχνά
τα καθάρια της Δίρκης νερά,
που τον θρέψαν αυτόν και τον Ιφικλέα.
Σ' αυτούς τώρα θα ψάλω τον ύμνο κι εγώ
για το τέλειο που είδαν οι ευχές μου καλό
κι άμποτε μη μου απολείψει ποτέ
των καλλιφώνων Χαρίτων το φέγγος τ' αγνό.
Τρείς φορές τώρα, καυχιούμαι, τη λάμπρυνα
την πόλη αυτή και στην Αίγινα
και πάνω στου Νίσου το λόφο,
την αλάλητη φεύγοντας μ' έργα απορία
γι' αυτό φίλος ή εχθρός μου στην πόλη
το κοινό το καλό, πόχω κάμει, ας μην κρύβει
κι ας μη ξεχνά και το λόγο του θαλάσσιου γέροντα,
πώς να παινούμε είναι δίκιο με τα όλα μας
και τον εχθρό, το καλό όταν θα κάνει.
Τόσες φορές και σε νικητή
στις ορισμένες γιορτές της Παλλάδας
σε είδανε, Τελεσικράτη κι ευχόντουσαν άφωνες
απο μέσα τους οι νέες οι παρθένες
καθεμιά άντρας της να'σουν ή γιός,
ως καθώς και στα Ολύμπια
και στης βαθύκολπης Γης τους αγώνες
και σ' όλους τους άλλους τους ντόπιους σας!
Μά εμέ, που θέλω τη δίψα μου
των τραγουδιών να χορτάσω,
μου ζητά κάποιος το χρέος να υψώσω
των αρχαίων σου τη δόξα προγόνων:
πώς για μια λίβυσσα πήγαν γυναίκα στα Ίρασα
της καλλιπλόκαμης κόρης του Ανταίου μνηστήρες,
που την ζητούσαν οι αμέτρητοι οι άρχοντες
κι απ' τη γενιά της πολλοί κι απο ξένους,
γιατ' ήτανε θαύμα να δεις ομορφιάς,
κι όλοι 'χαν λαχτάρα να κόψουν
τον καρπό τον ολάνθιστο
της χρυσοστέφανης νιότης.
Μα ο πατέρας της θέλοντας το λαμπρότερο γάμο
να ετοιμάσει της κόρης του,
έμαθ' εκείνο, που στο Άργος σοφίστηκε
ο Δαναός τον παλιό τον καιρό,
για να παντρέψει πιό γρήγορα,
πριν να'ρθεί μεσημέρι,
τις σαράντα κι οχτώ θυγατέρες του
κι έστησε κείνος με μιας το κοπάδι των όλο
στο τέρμα του στίβου και κήρυξε
πως των ποδιών των η νίκη θα κρίνει
ποιά θα πάρει γυναίκα ο καθένας
απο τους ήρωες, που ήρθαν γαμπροί του.

Έτσι κι ο Λίβνας έταξε νύφη ν' αρμόσει
τη θυγατέρα του μ' άντρα κι αφού, ομορφοστόλιστη,
στη γραμμή, νά'ναι τέλος του δρόμου, την έστησε,
είπε σ' όλους στη μέση:
πώς την παίρνει γυναίκα όποιος φτάνοντας πρώτος
της αγγίξει το πέπλο.
Όπου ο Αλεξίδημος σαν αστραπή
αφού έβγαλε πέρα το δρόμο,
παίρνοντας την ακριβή την παρθέν' απο το χέρι
με το χέρι του, οδήγησε μες απ' το πλήθος
των Νομάδων, που ζουν πάνω στ' άλογα,
ενώ του'ριχταν κείνοι και φύλλα πολλά και στεφάνια
μα και πριν του είχε βάλει
πολλά η Νίκη φτερά στο κεφάλι.
Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης

Ιπποκλεί Θεσσαλώ, παιδί διαυλοδρόμω


Ευτυχισμένη η Λακεδαίμονα,
μακαρισμέν' η Θεσσαλία και στις δυό τους,
γενιά απ' τον ίδιο πρόγονο, τον Ηρακλή,
τον πρώτο απο τους ήρωες, βασιλεύει.
Μην πιο ψηλά το παίρνω απ' το σωστό;
μα να, με κράζουν η Πυθώ κι η Πέλιννα
και τα παιδιά τον Αλεύα, που μου θέλουν
να πάω στον Ιπποκλέα το λαμπρό χορό
των νέων, που τη νίκη του να υμνήσουν.

Γιατί άθλα πρωτογεύεται
και στ' από γύρω συναγμένα πλήθη
του Παρνασσού η κοιλάδα τον διαλάλησε
πρώτο μές στα παιδιά διαυλοδρόμο.
Ώ Απόλλωνα, στον άνθρωπο
βγαίνει καλό το τέλος όπως κι η αρχή,
όταν τον σπρώχνει εμπρός του θεού το χέρι.
Βουλή δικιά σου ήταν που πέτυχεν αυτός,
μά και το φυσικό του απο γενιάς
στα χνάρια του πατέρα του τον έχει βάλει
που δυό φορές στην Ολυμπία νίκησε
με του Άρη τα πολεμικ' άματα ζωσμένος
κι ο αγώνας, κάτω απο της Κρίσσαας τη βουνοπλαγιά
με τα βαθιά λιβάδια της,
έβγαλε νικητή στο δρόμο το Φρικία.
Άμποτε και στις μέρες τις μελλούμενες
ν' ακολουθά η Μοίρα κάνοντας ν' ανθούν
τα τιμημένα τους τα πλούτη.

Κι αφού τους έλαχεν απ' όσα ζηλευτά
μές στην Ελλάδα όχι και λίγη δόση,
είθε να μην τους τύχουν φτονερές
απ' τους θεούς μεταστροφές κατόπι
ανόργητη του θεού η καρδιά
κακό μην τους θελήσει. Ευτυχισμένος
και δοξολογημένος απο τους σοφούς
ο άντρας εκείνος, που νικώντας
με των χεριών και των ποδιών του την αξιά,
τα πιο μεγάλα τα έπαθλα
με τόλμη και με δύναμη κερδίσει
και ζωντανός ακόμα δει το νέο του γιό
σύμφωνα με την τάξη να πετύχει
στεφάνια πυθικά μόνο στο χάλκινο
τον ουρανό δεν του είναι μπορετό
ποτέ ν' ανέβει αυτός μα όσο για τ' άλλα
που εμείς, το γένος των θνητών, χαιρόμαστε αγαθά,
βγάζει ως την άκρη πέρα το ταξίδι.
Κανείς με το πλοίο ούτε πεζός πηγαίνοντας
δε θενά βρει θαυμαστό το δρόμο που οδηγά
στα χαροκόπια των υπερβορείων

Σε κείνους μια φορά ο Περσέας φιλεύτηκε
στις κατοικίες των μπαίνοντας τους βρήκε
να θυσιάζουν πλούσιες εκατόμβες όνων στο θεό
γιατί απο πάντα χαίρεται ο Απόλλωνας πολύ
μ' αυτά τα πανηγύρια των που τον τιμούνε
και γελά βλέποντας την όρθια
την βαρβατίλα των κνωδάλων.
Ποτέ δε λείπει η Μούσα απ' τα συνήθεια των,
παντού θα δεις χορούς παρθένων,
παντού θα ακούς της λύρας γύρω τον αχό
και των αυλών το σφύρισμα να τρικυμίζει,
ενώ με χρυσής δάφνης στέφανα στην κεφαλή
αξέγνιαστα χαροκοπούν εκείνοι
και μήτε αρρώστιες μήτε τα έρμα γερατειά
την ιερή δε'γγίζουνε γενιά τους,
μα δίχως μόχτους και πολέμους ζουν
γλιτωμένοι απ' τη Νέμεσ την εκδικήτρα.
Λοιπόν, με ξέχειλη απο θράσος την καρδιά
ήρθε κι ο γιος μια μέρα της Δανάης
- τον προβοδούσε η Αθηνά-
στο έθνος των μακαρίων αυτών ανθρώπων.
Σκότωσε τη Γοργόνα και την κάρα της
μ' αρμαθιές φίδια πλουμισμένη, πήγε φέρνοντας
θάνατο πετρωμένο στους νησιώτες.

Ό,τι έρχεται απ' το χέρι των θεών,
τίποτ' απίστευτο δε φαίνεται για μέα
που να το παραξενευτώ.
Μα τώρα κράτα το κουπί και γρήγορα
μπήξε στη γης την άγκυρ' απ' την πρώρα
για ασφάλεια απο τις ξέρες τις κρυφές
γιατί των εγκωμίων μου ύμνων το λαμπρό φτερό
σα μέλισσα απ' τον ένα σ' άλοο τρέχει λόγο.
Μα ελπίζω πώς, ενώ θα χύνουμε
στου Πηνειού τις όχτες γύρω οι Εφυραίοι
των τραγουδιώ μου τη γλυκιά φωνή,
τον Ιπποκλέα θα κάμω ακόμα πιότερο,
με τ' άσματά μου για τις νίκες του,
να τον ζηλεύουνε κι οι συνομήλικοί του
κι οι ιο ηλικιωμένοι του κι οι νιές παρθένες
να τον έχουν λαχτάρα των γιατί σ' άλλυς γι'αυτά
σ' άλλους για κείνα ο έρωτας το νού ερεθίζει.
Όσα καθένας λαχταρά,
σαν θα του τύχει, γρήγορ' ας αρπάξει
τον πόθο του μπροστ' απ' τα πόδια του.
Του χρόνου τι θα'ρθεί είν' ανείκαστο να το προβλέψεις.
Εγώ τα θάρρη μου έχω στην καλοπροαίρετη
του Θώρακα ξενία, που ολοπρόθυμος
των Πιερίδων έζεψε για χάρη μου
το τέθριππο αυτό τ' άρμα, και του φίλου του
εμένα φίλος χαίροντας μαζί μου πάει χέρι με χέρι.

Στην πέτρα το χρυσάφι δοκιμάζεται
τί αξίζει κι ο σωστός ο νούς του ανθρώπου.
Έτσι και τους άριστους θα επαινέσομε
τους αδερφούς του, που ψηλά βαστούν
των Θεσσαλών τη δόξα κι όλο την ψηλώνουν
κι οι πατρικές των πολιτείες βρίσκουνται
καλά κυβερνημένες σ' άξια χέρια.

Ελλάδα

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License