ART

 

.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

ΟΤΑΝ ΣΠΑΣΗ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑ ΣΕ ΜΕΡΗ ΤΡΙΑ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ" ΑΡΙΘ. 4 ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 1910.

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

ΟΤΑΝ ΣΠΑΣΗ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΩΗΝ -1898 - εξαντλημένον. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ - 1898 - εξαντλημένον. ΘΕΜΟΣ ΑΝΝΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛ. ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΦΡΕΝΟΠΑΘΕΙΑ -1905. ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ - 1906. ΠΑΓΑ ΛΑΛΕΟΥΣΑ - 1907. ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΑΡΘΑΣ (Δράμα) - 1907. ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΨΕΜΜΑ - 1907. ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ (Δράμα) - 1908. ΜΑΡΙΑ ΠΕΝΤΑΓΙΩΤΙΣΣΑ (Δράμα) - 1909.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ

ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (Διηγήματα)

ΟΤΑΝ ΣΠΑΣΗ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑ ΣΕ ΜΕΡΗ ΤΡΙΑ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ" ΑΡΙΘ. 4. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ - ΑΙΓΥΠΤΟΣ 1910.

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΤΑΣΣΟΣ ΦΛΕΡΗΣ — Δικηγόρος, που δεν κάνει το επάγγελμά του και ζη από ένα μικρό εισόδημα. Σαρανταπέντε ετών, δείχνοντας μεγαλύτερος, από μια κουρασμένη ζωή, που τα ίχνη της είναι ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του και στα πρώιμα ασπρισμένα μαλλιά του. Φιλάρεσκος στο ντύσιμο και τους τρόπους.

ΔΩΡΑ — Κόρη του ως δεκάξη χρόνων.

ΒΕΡΑ ΜΕΡΑΤΗ — Η πρώτη ερωμένη του Φλέρη, ως τριανταπέντε χρόνων. Αυστηρή ωμορφιά, μαραμένη από κάποια βαθειά αρρώστεια.

ΛΕΛΑ — Ελεύθερη γυναίκα, φιλενάδα του Τάσσου.

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣ — Γιατρός των λουτρών, γηραλέος μα ζωηρός και γερός άνθρωπος.

ΝΙΚΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣ — Ανιψιός του γιατρού Μιστρά, φοιτητής της Γιατρικής.

Ο ΜΠΑΡΜ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Παλιός υπηρέτης του σπιτιού του Φλέρη, γέρος εξηντάρης.

ΕΝΑΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΜΙΑ ΘΕΑΤΡΙΝΑ ΕΝΑΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ του ξενοδοχείου. ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ που παραθερίζουν στα λουτρά.

ΛΕΛΑ — ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ.

Η σκηνή σύγχρονη σε μια Ελληνική λουτρόπολη.

Παραστάθηκε για πρώτη φορά στη «Νέα Σκηνή» 11 Αυγούστου 1909.

ΟΤΑΝ ΣΠΑΣΗ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Σάλα του ξενοδοχείου των λουτρών. Επίπλωση με ανοιχτά χρώματα από ξύλο λακέ και ψάθα. Λουλούδια απάνω στα τραπέζια. Τα παράθυρα ανοιχτά. Θύρες δεξιά και αριστερά που φέρνουν σε δωμάτια. Στο βάθος δύο μεγάλες θύρες που φέρνουν στην έξοδο.

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ, ΕΝΑΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ, αργότερα ΜΠΑΡΜΠ-ΑΡΓΥΡΗΣ - ΥΠΗΡΕΤΗΣ

(Ο Τάσσος Φλέρης, ξαπλωμένος σε μια κουνιστή πολυθρόνα, διαβάζει εφημερίδα, με συχνές διακοπές, σα να μην προσέχη σε τι διαβάζει. Καπνίζει πούρο κι' από καιρό σε καιρό φέρνει στα χείλια του ένα ποτηράκι πράσινο λικέρ, ακουμπισμένο στο διπλανό του τραπεζάκι. Ο ανθυπολοχαγός στο διπλανό τραπέζι μόλις έχει τελειώσει ένα γράμμα, το σφραγίζει και σηκώνεται).

ΑΝΘΥΠΟΛ. — (Ενώ σηκώνεται). Ώστε δε φεύγετε ούτε σήμερα, κύριε Φλέρη; Πώς αυτή η ξαφνική αναβολή; Μήπως μελετάτε καμμιά εκδίκηση στο πόκερ;

ΦΛΕΡΗΣ — Α! όχι, ανθυπολοχαγέ μου. Σε βεβαιόνω. Συλλογίστηκα απλούστατα πως είναι πολύ νωρίς να γυρίσω στην Αθήνα. Δε βλέπεις; Οι ζέστες ξαναρχίσανε. Νομίζει κανείς πως ξαναγυρίζομε στην άνοιξη, ενώ έχομε μπροστά μας το χειμώνα. Εγώ έβαλα πάλι τα καλοκαιρινά μου. Να, κύτταξε!…

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Χμ! Μην εμπιστεύεσθε πολύ σ' αυτή την Άνοιξη, κύριε
    Φλέρη. Το φθινόπωρο είναι άπιστη εποχή. Νομίζω πως δεν κάματε
    καθόλου καλά να βάλετε τα καλοκαιρινά σας.

ΦΛΕΡΗΣ — Ανθυπολοχαγέ μου, τ' άσπρα μου μαλλιά σ' απατούνε.
    (Γελάει ανόρεκτα). Δεν είμαι και τόσο γέρος όσο φαίνομαι. Μπορώ
    να κάνω ακόμα μερικές κουτουράδες. Ή όχι;

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Σας ορκίζομαι, κύριε Φλέρη, πως τα λόγια μου δεν
    κρύβανε κανένα πονηρό υπαινιγμό. Λυπούμαι πολύ που με
    παρεξηγήσατε.

ΦΛΕΡΗΣ — Σου χωρατεύω, σου χωρατεύω, ανθυπολοχαγέ. (Πίνει νευρικά). Έπειτα το βέβαιο είναι πως δεν έχεις απολύτως άδικο.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Λοιπόν au revoir, κύριε Φλέρη. Σας περιμένομε κάτω να κάμωμε το καρρέ μας. Είναι η μόνη διασκέδαση που μας έμεινε εδώ στα λουτρά.

ΦΛΕΡΗΣ — Η μόνη, ανθυπολοχαγέ; Και η αγάπη; Οι ώμορφες γυναικούλες;

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Αφίστε με, αφίστε με, κύριε Φλέρη. Βρίσκομαι σε ανάρρωση από έναν έρωτα, κι' αν ξανακυλίσω είμαι χαμένος. Φοβερή αρρώστεια!

ΦΛΕΡΗΣ — Αρρώστεια, αλήθεια. Δεν ήτανε όμως μια φορά. Έγινε . . .

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Ξορκισμένη να είναι, ξορκισμένη. Au revoir. (Φεύγει γελώντας).

ΦΛΕΡΗΣ — (Μοναχός του). Και όμως καλύτερα θα ήτανε να ξαναγύριζα αμέσως στην Αθήνα. (Πετάει την εφημερίδα στο πάτωμα και στραγγίζει το ποτήρι του. Από τη μεσιανή θύρα μπαίνει ο Μπάρμπ- Αργύρης, αγκωμαχώντας με δυο βαλίτσες στα χέρια. Κάτι μουρμουρίζει μοναχός του, αφίνει τις βαλίτσες στο πάτωμα και σκουπίζει τον ιδρώτα του. Ο Φλέρης γυρίζει και τον βλέπει). Τις έφερες επί τέλους;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Τις έφερα, τι να κάνω. Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω τι
    γίνεται σήμερα.

ΦΛΕΡΗΣ — Μη γκρινιάζης, άνθρωπε του θεού. Μη γκρινιάζης. Παύσε
    πια. Πάρε τις βαλίτσες και πήγαινε τις μέσα.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Μια ζωή αυτό γίνεται. Αυτό ξέρω γω. Όμως καιρός είναι θαρρώ να ησυχάσουμε, να ρίξουμε την άγκουρα. Γεράσαμε, κύριε Τάσσο. Δεν το κατάλαβες; Γεράσαμε.

ΦΛΕΡΗΣ — Έφυγε το βαπόρι;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — (Ξερά). Έφυγε.

(Κυττάζει το Φλέρη στα μάτια, σα να ζητάη να μαντέψη).

ΦΛΕΡΗΣ — Τι με κυττάς έτσι; Τι θέλεις; Τι θα βγάλης πάλι απ' το στόμα σου; Σου είπα. Πάρε τις βαλίτσες απ' τη μέση . . .

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε μίλησα, κύριε Τάσσο. Δεν είπα τίποτε.

ΦΛΕΡΗΣ — Το ίδιο είναι. Αυτό το βλέμμα σου μου κάνει κακό. Μέσα στα βαθουλωμένα μάτια σου μου φαίνεται πως περνάει όλη η μαύρη ιστορία της ζωής μου.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε φταίω, κύριε Τάσσο. Η ζωή μου πέρασε μέσα στο σπίτι σας, μέσα στο σπίτι του πατέρα σου, μέσα στο δικό σου. Η αγάπη μου έγινε καθρέφτης και καθρέφτισε τα καλά και τα κακά. Τα κακά ήτανε πιότερα. Έτσι ήθελε ο Θεός. Δε φταίω εγώ.

ΦΛΕΡΗΣ — Το ξέρω, το ξέρω, Αργύρη μου. Μη με ξεσυνερίζεσαι αν σου κακομίλησα. Με ξέρεις πως είμαι νευρικός.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δεν πειράζει, κύριε Τάσσο. Εγώ δε σε ξεσυνερίζομαι. Αψόθυμος είσαι, δεν είσαι κακός. Κι' αν μ' αποπέρνης καμμιά φορά, εγώ πάντα σ' αγαπάω. Μέσα στα χέρια μου σ' ανάθρεψα. Σε λίγο. Πες μου, κύριε Τάσσο, τι έχεις σήμερα; Κάτι σε βασανίζει.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν έχω τίποτα, Αργύρη. Τίποτα. Ησύχασε.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε θέλεις να μου πης. Ας είναι. Ο Θεός να τα φέρη δεξιά. Εγώ πάω τις βαλίτσες μέσα.

(Σηκώνει τις βαλίτσες και προχωρεί στη δεξιά θύρα).

ΦΛΕΡΗΣ — Άκουσε, Αργύρη. Πες της κυρίας Δώρας, πως είμαι εδώ και την περιμένω, σαν ετοιμασθή.

(Ο Αργύρης φεύγει συλλογισμένος. Ο Φλέρης χτυπάει το κουδούνι. Έρχεται ο υπηρέτης).

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Τι προστάζει ο κύριος;

ΦΛΕΡΗΣ — Φέρε μου ένα πίπερ - μεντ, Θοδόση. (Σε λίγο). Ο γιατρός, ξέρεις, μου το απαγορεύει.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Η μποτίλλια είναι κοντά σας, κύριε Φλέρη. Να σας βάλω.

(Του βάζει στο ποτήρι).

ΦΛΕΡΗΣ — Α! η μποτίλλια είναι κοντά μου. Δεν πρόσεξα. Άκουσες τι σου είπα, Θοδόση; Ο γιατρός μου το απαγορεύει.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Μην τον ξεσυνερίζεσθε, κύριε Φλέρη. Σε όλον τον κόσμο
    που βρίσκεται εδώ στα λουτρά τώχει απαγορευμένο. Κι' όλοι
    πίνουνε. Δεν τον ξεσυνερίζονται, βλέπετε.

ΦΛΕΡΗΣ — Α! έτσι; Τότε καλά Θοδόση. Πήγαινε, ευχαριστώ. (Ο
    υπηρέτης φεύγει. Ο Φλέρης φέρνει τα ποτήρι στα χείλια). Εις
    υγείαν λοιπόν της δευτέρας νεότητος!

(Πίνει και γελάει με κάποια πικρή ειρωνεία).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΦΛΕΡΗΣ - Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣ

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Μπαίνει στη σάλα χωρίς να ιδή το Φλέρη. Άξαφνα τον καταλαβαίνει και πλησιάζει κοντά του. Τον χτυπάει στις πλάτες). Carissimo amico, εδώ βρίσκεσαι, πάει να πη, ακόμα; Οι σύντροφοι σου σε περιμένουνε κάτω στο πόκερ.

ΦΛΕΡΗΣ — Αγαπητέ μου, γιατρέ. Τι ευτυχία! Ίσα-ίσα που σε συλλογιζόμουν αυτή τη στιγμή. Τηλεπάθεια σωστή. Έλα κάθισε, γιατρέ μου.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Άφισε, να σε χαρώ, τις γαλιφιές. Άφισέ τις! Το είδα πάλι αυτό το πράσινο δηλητήριο κοντά σου. Σου το λέω για τελευταία φορά. Θα τα χαλάσωμε οριστικώς. Να το ξέρης, τζόγια μου.

ΦΛΕΡΗΣ — Πίνεις ένα ποτηράκι, γιατρέ;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Κατεργάρη, κατεργάρη. Ε! ας είναι. Ένα ποτηράκι, πάει να πη, θα το πιούμε. Όχι γι' άλλο τίποτε, μα γιατί είμαι αποσταμένος από το δρόμο.

(Βάζει στο ποτήρι του Φλέρη).

ΦΛΕΡΗΣ — Μου πήρες το ποτήρι μου. Στάσου να σου φέρουν ένα άλλο……Να κτυπήσω. Αιωνίως είσαι αφηρημένος, καϋμένε γιατρέ.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν είναι καμμιά ανάγκη, τζόγια μου. Μη συχίζεσαι με το τίποτε. Εγώ δε σε σιχαίνομαι βλέπεις. Θα πιώ στο ποτηράκι σου κ' εσύ δε θα πιής καθόλου. Ας αφίσουμε τα χωρατά. Είναι ανάγκη να τα κόψης όλα τούτα τα δηλητήρια. Χρειάζεται λίγη θέληση. Με λίγη θέληση νικάει κανένας όλους τους πειρασμούς, να σε χαρώ.

ΦΛΕΡΗΣ — Ωραία, μα το Θεό, αυτή η θεωρία για τη θέληση. Να κάνη κανένας την ευχαρίστηση τη δική του δεν είναι θέληση. Να κάνη το κέφι των αλλωνών, αυτό είναι η θέληση. Σπολλάτη. Την είχα αρκετά χρόνια τη θέληση αυτή…. Φτάνει, πια. Φτάνει.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Άσε τις φιλοσοφίες, μάτια μου. Σούλειψε πάντα η θέληση. Αυτό σε χαλάει. Στάθηκες σ' όλη τη ζωή σου ένας ποιητής. Φούμαρα! Καπνοί! (Τον χαϊδεύει στις πλάτες). Μη σου κακοφαίνεται!

ΦΛΕΡΗΣ — Η ζωή δίνει κάποια μαθήματα. Με τη διαφορά πως τα δίνει κάποτε πολύ αργά. (Σε λίγο). Άκουσε, γιατρέ. Θέλω να ζήσω ακόμα. Θέλω να ζήσω. Η σακατεμένη μου ζωή κάνει μια τελευταία επανάσταση μέσα μου. Μην την εμποδίζης.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν μπορείς νάχης παράπονα απ' τη ζωή σου. Τη σπατάλησες αρκετά καψερά. Δούλεψες τον Έρωτα, πάει να πη, σαν πιστός στρατιώτης.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν είναι ο Έρωτας, αυτό που δούλεψα. Οι αγορασμένες
    χαρές δεν είναι ο Έρωτας.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τότες είναι τα δάκρυα, οι αναστεναγμοί, τα βάσανα. Κι'
    απ' αυτά πέρασες, καψερά. Δεν τώχεις παράπονο, πάει να πη.

ΦΛΕΡΗΣ — Ούτε αυτά δεν είναι ο Έρωτας. Ούτε. Ξέρεις τι είναι
    αυτά;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι;

ΦΛΕΡΗΣ — Θυμάσαι δυο παλιές στάμπες, πούχαμε στο σπίτι του πατέρα μου;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι θες να πης;

ΦΛΕΡΗΣ — Δυο παλιές στάμπες. (Δείχνει φανταστικά). Στην όχθη ενός μαύρου ποταμού, χιλιάδες παρθένες, χλωμές και θλιμένες, με λυμένα τα μαλλιά, γέρνοντας θλιβερά απάνω στα σκοτεινά νερά του ποταμού, άπλωναν με απελπισία τα χέρια σ' ένα μακρυνό περιγιάλι. Ο ποταμός αυτός ήτανε ο Αχέρων, το μακρυνό περιγιάλι ήτανε ο απάνω κόσμος, κ' οι παρθένες, που ένας βουβός θρήνος φαινότανε ν' ανεβαίνη από το θλιβερό τους αγκάλιασμα, ήτανε οι ψυχές που δε γνωρίσανε τη χαρά της αγάπης στη ζωή τους. Χιλιάδες ήτανε οι θλιμένες ψυχές απάνω απ' τα μαύρα νερά του ποταμού….. Αυτή ήτανε μία στάμπα. Και η άλλη; Τη θυμάσαι; Γύρω από ένα τραπέζι ξεφαντώματος, άντρες και γυναίκες, αποκαμωμένοι από το κρασί και τα φιλιά, χλωμοί σαν πεθαμένοι, με τα μάτια βαθουλωτά, κοίτονταν σαν πτώματα, άλλοι πεσμένοι κατάμουτρα απάνω στα μαραμένα λουλούδια, άλλοι ξαπλωμένοι πίστομα στο χώμα, άλλοι κουλουριασμένοι, σαν να τους τάραξε μια κακιά αρρώστεια. Άντρες και γυναίκες κοίτονταν έτσι, πλάτες με πλάτες, γυρίζονται τα μούτρα τους με σιχασιά και καταφρόνια….. Αυτές οι φριχτές στάμπες, αυτές είναι, γιατρέ, ο Έρωτας που δουλεύει σήμερα στον κόσμο.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Να σε χαρώ, μάτια μου, είχα καιρό ν' ακούσω την παλιά σου ευγλωττία. Τώρα τελευταία τα λόγια σου βγαίνανε με το τσιμπίδι. Μπράβο, μα την αλήθεια τον Θεού. Ωραία μίλησες. Να σου πω όμως την αμαρτία μου. Κατά μέρος τις στάμπες, βάζω στοίχημα πως είσαι ξανά ερωτεμένος. Κατεργάρη!

ΦΛΕΡΗΣ — Άφισέ με, καϋμένε γιατρέ. Η ευθυμία σου, αυτή η αιώνια
    ευθυμία σου, με πειράζει κάμποσες φορές. Πήγαινε να ιδής τους
    αρρώστους σου. Θέλω να μείνω μοναχός μου.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Ω! νεύρα, νεύρα! Ανάψαμε πάλι. Ανάψαμε . . . Έλα, πες
    μου σοβαρά. Βάζω στοίχημα πως νοσταλγείς τη Λέλα. Δεν μπορείς να
    κάνης χωρίς αυτήνα.

ΦΛΕΡΗΣ — Το ξέρεις καλά πως δε μου επιτρέπεται πια να τη συλλογίζωμαι. Από την ημέρα που έφερα την κόρη μου από το μοναστήρι, δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για τη Λέλα. Αυτή δεν μπορεί πια να ζήση μαζή μου. Μια άλλη ζωή αρχίζει για μένα. Έχω υποχρεώσεις στην κόρη μου. Αυτό το ξέρεις, γιατρέ. Τα είπαμε μια φορά.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Αυτό δε θα πη πως δεν την αγαπάς ακόμα. Η προτίμησή σου
    ήτανε, πάντα για τις γυναίκες του είδους της.

ΦΛΕΡΗΣ — Όχι, μην το λες, γιατρέ, αυτό. Η Λέλα δεν είναι αυτό που
    νομίζεις. Δεν είναι πολλές γυναίκες που της μοιάζουν.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν είπα το ενάντιο. Αυτό λέω κ' εγώ, πως την αγαπάς
    πάντα.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν μπορώ να την αγαπώ πια. Το ξέρεις.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Πάει να πη το λοιπόν πως έχομε καινούργιες αγάπες.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν ξέρω, γιατρέ. Δεν ξέρω. Άφισέ με ήσυχο.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Σέβομαι τα νεύρα σου. Ας είναι! Πού είναι η κόρη σου;

ΦΛΕΡΗΣ — Πού νάνε; Μες στην κάμαρή της, γονατισμένη μπροστά σε
    καμμιάν εικόνα. Αυτό το μοναστήρι της Τήνου μου την πρόκοψε. Όλο
    και κλάματα. Θαρρώ πως είν' ερωτευμένη με όλους τους αγγέλους
    τουρανού.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μέσα στα μοναστήρια, μάτια μου, είπε κάποιος φιλόσοφος,
    ο Χριστός πέρνει τη μορφή του Αδώνιδος. Κύτταξε να της βρης
    κανένα άγγελο με κρέας και κόκκαλα. Ο έρωτας των άυλων φέρνει
    υστερισμούς.

ΦΛΕΡΗΣ — Αυτό έλειψε. Να φροντίζουμε από τώρα για γαμπρό! Σαν έρθη η ώρα της θα φροντίσω. Δεν είναι καιρός ακόμα. (Αφιγκράζεται). Σιωπή! Θαρρώ πως έρχεται….

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Οι παραπάνω, ΝΙΚΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣ

(Απ' τη μεσιανή θύρα μπαίνει ζωηρά ο Νίκος Μιστράς, με ανοιχτά ρούχα, καλοβαλμένος και με λουλούδι στην κουμπότρυπα).

ΝΙΚΟΣ — (Ενώ προχωρεί). Καλησπέρα, θείε μου. Σας γυρεύω μια ώρα. (Βλέπει το Φλέρη). Α! καλησπέρα σας, κύριε Φλέρη. Καλά; (Δίνει το χέρι).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Εδώ είμαι, μάτια μου. Τα λέω με το φίλο μου…

ΦΛΕΡΗΣ — Καλησπέρα, φίλε μου.

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Καμαρόνοντας τον ανιψιό του). Νάχαμε τα χρόνια του. Ε, Τάσσο;

ΦΛΕΡΗΣ — Τι βγαίνει; Τα είχαμε μια φορά. Πήγανε χαμένα.

ΝΙΚΟΣ — Δεν έχει πόκερ σήμερα, κύριε Φλέρη;

ΦΛΕΡΗΣ — (Χωρίς να προσέξη στην ερώτηση). Πόσων χρόνων, είσαι νεανία;

ΝΙΚΟΣ — Εικοσιενός, κύριε Φλέρη.

ΦΛΕΡΗΣ — Εικοσιενός. Έχει να πη κάτι! Ε, γιατρέ; (Αναστενάζει).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Γιατί συγκινείσαι, πάει να πη;

ΦΛΕΡΗΣ — Τίποτα! Είναι ένας αριθμός που με συγκινεί. Έχει κ' η αριθμητική βλέπεις την ποίησή της.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Στους μικρούς αριθμούς. Ε; (Γελάει).

ΦΛΕΡΗΣ — Και στους μεγάλους κάποτε. Ας ταφίσωμε όμως αυτά. (Αλλάζει τόνο. Προς το Νίκο). Και τι σχέδια έχει σήμερα η νεολαία των λουτρών; Κουπί για πανί;

ΝΙΚΟΣ — Το μαντέψατε. Έχομε σήμερα ιστιοπλοία. Η φιλοδοξία μου είναι να κάνω όλα τα κορίτσια των λουτρών να περάσουνε τους ναυτικούς δοκίμους. Οι γυναίκες στη θάλασσα είναι στο στοιχείο τους.

ΦΛΕΡΗΣ — Εικοσιενός χρόνων! (Αναστενάζει).

ΝΙΚΟΣ — Δε θα μας δώσετε, σήμερα και τη Δίδα Δώρα, κύριε Φλέρη;
    Έρχομαι να σας τη ζητήσω από μέρος όλων των δεσποινίδων.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Θα της κάνη πολύ καλό λίγη άσκηση, Τάσσο. Στείλε την με
    τη βάρκα, να σε χαρώ.

ΦΛΕΡΗΣ — Α! φίλε μου. Αν μπορούσατε να μου την ξεκολλήσετε από τους ουρανίους φίλους της, θα σας ήμουνα και υποχρεωμένος. Φτάνει να θέλη μονάχα.

ΝΙΚΟΣ — Θα την παρακαλέσω εγώ, κύριε Φλέρη.

ΦΛΕΡΗΣ — Φοβούμαι, φίλε μου, πως η παράκλησή σου…

(Ακούεται δεξιά η θύρα που ανοίγει).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Εκείνη θαρρώ πως είναι.

ΦΛΕΡΗΣ — Δε θα ξέρη πως είσθε εδώ. Ειδεμή…. (Η δεξιά θύρα ανοίγει και φαίνεται η Δώρα. Μόλις όμως αντικρύζει τους ξένους ξαφνίζεται και κάνει να γυρίση πίσω).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Α! δεσποινίς, ωραία! ωραία! Μόλις μας είδατε. Σας
    ευχαριστούμε. Τόση περιφρόνηση, πάει να πη.

ΦΛΕΡΗΣ — Έλα, παιδί μου. Ως πότε θάσαι αγρίμι; Έλα να χαιρετίσης
    το γιατρό, τον κύριο Νίκο.

ΝΙΚΟΣ — Μην ενοχλείτε τη δεσποινίδα, κύριε Φλέρη. Ίσως…

ΦΛΕΡΗΣ — Αυστηρά. Έλα εδώ, Δώρα.

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Οι παραπάνω, ΔΩΡΑ

ΔΩΡΑ — (Προχωρεί ντροπαλή και χαιρετάει με κλίση του κεφαλιού) Καλησπέρα σας, κύριε γιατρέ. (Προς το Νίκο). Καλησπέρα σας κύριε. (Γυρίζει προς τον πατέρα της). Μπαμπά μου.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Είδες πως σ' επρόδωκα, κοκκώνα μου; Θα μ' έχης μια φούρκα, μάτια μου.

(Η Δώρα κάνει μια σιωπηλή διαμαρτύρηση).

ΦΛΕΡΗΣ — Τι τρόπος είναι αυτός; Ω; πότε θάσαι αγρίμι; Δώσε το χέρι σου στους κυρίους. Δε γνωρίζεσαι με τον κ. Νίκο;

ΔΩΡΑ — (Ντροπαλά πάντα). Ω! βέβαια . . .

(Δίνει το χέρι της).

ΝΙΚΟΣ — Τι λέτε, κύριε Φλέρη; Τη δεσποινίδα; Οι ξαδέρφες μου τη θεωρούν για την καλύτερή τους φιλενάδα, δεν τη ξεχωρίζουν από αδερφή. Όμως η δεσποινίς — Προς τη Δώρα — μου επιτρέπετε να διαβιβάσω παράπονα, δεσποινίς; — είναι τόσο ακατάδεχτη και μας κάνει τόσο σπανίως την ευχαρίστηση . . .

ΦΛΕΡΗΣ — Ακατάδεχτη! Ανόητη θέλετε να πήτε. Όλη την ημέρα κάθεται στην κάμαρή της και φροντίζει για τη ψυχή της, προετοιμάζεται για καλόγρηα.

(Η Δώρα δυσανασχετεί).

ΝΙΚΟΣ — Αν ήξερα, κύριε Φλέρη, πως θα γίνω αφορμή να τη μαλλώσετε
    . . .

ΦΛΕΡΗΣ — Κάνατε πολύ καλά. Ένα κορίτσι πρέπει νάνε κορίτσι. Έχει
    καιρό να φροντίση για τη σωτηρία της ψυχής της . . .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Διάβολε!. Πάει να πη, κοκκώνα μου, πως για τη ψυχή του κανένας φροντίζει μαζή με τη διαθήκη του. Απ' τα εβδομήντα κι' απάνω. Εγώ, να σας χαρώ, τη φροντίδα τούτη θα τη λάβω σε πέντ-έξη χρόνια. Και πάλι βλέπομε.

ΔΩΡΑ — Δεν είν' αυτό. Ο μπαμπάς είναι υπερβολικός. Εγώ αγαπώ πολύ τις δεσποινίδες Μιστρά.

ΝΙΚΟΣ — Αν τις αγαπάτε δεσποινίς, θα το αποδείξετε.

ΔΩΡΑ — Είμαι έτοιμη με κάθε τρόπο.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Εδώ σε θέλω, κοκκώνα μου. Τα λόγια, βλέπεις, δεν έχουνε
    πέραση. Θέλομε αποδείξεις. Τρανές αποδείξεις …

ΝΙΚΟΣ — Όχι δα και τόσο τρανές. Οι ξαδέρφες δε θάνε τόσο
    απαιτητικές …

ΔΩΡΑ — Δε με φοβίζετε. Είμαι έτοιμη.

ΦΛΕΡΗΣ — Έλα λοιπόν. Βάλε το καπέλο σου. Ο κ. Νίκος έχει μια πρόταση να σου κάμη.

ΔΩΡΑ — Μια πρόταση;

ΦΛΕΡΗΣ — (Μιμείται τη φωνή της). «Μια πρόταση;» Τι πήρες αυτό το ύφος; Δε θα σε κρεμάσουν. Θα πάτε με τη βάρκα.

ΔΩΡΑ — Δεν είπα όχι. Πολύ ευχαρίστως.

ΝΙΚΟΣ — Κύριε Φλέρη, αποσύρω τα παράπονα των ξαδερφάδων.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Έτσι μπράβο! Ούλες οι Ελληνίδες, μάτια μου, πρέπει να γίνουνε ναυτόπουλα. Τα ξύλινα τείχη σώσανε την Ελλάδα. Δεν το μάθετε στην ιστορία;

ΝΙΚΟΣ — Αν θέλη μονάχα η δεσποινίς να βιασθή λιγάκι. Είναι κίνδυνος να πέση ο μπάτης. Και τότε…

ΔΩΡΑ — Έφθασα. (Τρέχει μια στιγμή στην κάμαρή της και πέρνει το καπέλο της. Στο μεταξύ οι άλλοι κάτι λένε μεταξύ τους και γελούνε. Η Δώρα γυρίζει διορθόνοντας το καπέλο της).

ΝΙΚΟΣ — Εμπρός λοιπόν.

ΔΩΡΑ — (Στη θύρα). Δε θ' αργήσωμε, μπαμπά.

ΦΛΕΡΗΣ — Καλά, καλά, πήγαινε.

(Φεύγουν).

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ- ΜΙΣΤΡΑΣ

ΦΛΕΡΗΣ — Πώς το αποφάσισε, θαύμα! Είναι ένα τέτοιο αγρίμι.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δε σούμοιασε, πάει να πη.

ΦΛΕΡΗΣ — Απαράλλαχτος ήμουνα μικρός. Με τη διαφορά πως αντί να κάνω προσευχές, έγραφα στίχους.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Το ίδιο κάνει. Όπου λείπει η ενέργεια, πάει να πη, έρχεται στον τόπο της η ονειροπόληση. Κάπου πρέπει να ξεσπάση αυτό το υφαίστειο πούχομε μέσα μας. Σα δεν είναι σεισμός, θάνε φλόγες που πάνε κατά τον ουρανό. Να που βρήκα και μία bella parola, ποιητή μου.

ΦΛΕΡΗΣ — Σούπα εκατό φορές. Δεν είμαι ποιητής, είμαι δικηγόρος.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Το ίδιο κάνει. Δικηγόροι και ποιητάδες, πάει να πη, κυνηγάνε τις χαμένες υποθέσεις, με τις παρόλες . . . Cause perse!

(Μπαίνει ο Μ-Αργύρης).

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

Οι παραπάνω - Μ. ΑΡΓΥΡΗΣ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Να μου δώσης τα κλειδιά, κύριε Τάσσο, να ξαναβγάλω τα σεντόνια. Σαν έδωκε, ο θεός και γυρίσαμε μπρος-πίσω.

ΦΛΕΡΗΣ — Βγάζοντας το κλειδί. Ησυχία δεν έχεις! Να.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αυτό γυρεύω κ' εγώ. Την ησυχία. Να ησυχάσω. Καιρός είναι να ησυχάσωμε.

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Προς τον Μ-Αργύρη). Ποιος σούπε να μη παντρευτής, γέροντά μου. Τώρα θάχες τη γρηούλα σου να σου λέη παραμύθια το βράδυ .. . Ποιος σου φταίει;

(Ο Φλέρης ξαναπέρνει την εφημερίδα και διαβάζει).

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Γιατί δεν παντρεύτηκα, είπες εξοχώτατε. Ένας λόγος είναι κ' η παντρειά. Ρώτα το Θεό που μούδωκε τα βάρητα. Δυο αδερφάδες να παντρέψω. Με τι; Η ωμορφιά δε φτάνει σήμερις. Σαν το κρύο το νερό ήτανε . . .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν είχες όβολα, πα να πη, κακομοίρη.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Σαν το κρύο το νερό ήτανε, που λες, εξοχώτατε. Μαραθήκανε και γίνανε σαν τη σταφίδα. Κ' εγώ μαζή τους. Η μεγάλη χτίκιασε απ' τον καϋμό της, απ' το σεκλέτι, πάει. Η μικρή της μπήκε ο Οξαποδώ μέσα της, τα υστερικά που τα λέτε εσείς οι γιατροί. Πάει και δαύτη. Κοντά σ' αυτές — θεός σχωρέσ' τις — πήγε άδικα και μιαν άλλη ψυχή. Εγώ την πήρα στο λαιμό μου. Εγώ …

ΜΙΣΤΡΑΣ — Πάει να πη;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Καρτερούσε κι' αυτή η άμοιρη να παντρέψω τις αδερφάδες μου να τηνέ πάρω. Καρτέρεψε μια ζωή. Μαράζωσε κ' εκείνη και πάει. Αυτά που λες, εξοχώτατε.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Να μην τα συλλογίζεσαι, Μ-Αργύρη. Δε βγαίνει τίποτα, μάτια μου. Να σε χαρώ, δε βγαίνει. Έτσι στάθηκε πάντα ο κόσμος…

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αυτό λέω κ' εγώ. Με συμπαθάς, εξοχώτατε. Πάω να βγάλω τα σεντόνια, να στρώσουμε τα κρεβάτια. Βράδυασε πια. (Ενώ μακραίνει, μοναχός του). Ως που να στρώσουμε και μεις το νυφικό μας μέσ' στα .. .

(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

ΦΛΕΡΗΣ - ΜΙΣΤΡΑΣ

ΦΛΕΡΗΣ — Τι τύπος, γιατρέ. Είδες;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Ε! μάτια μου. Η δυστυχία κάνει τους ανθρώπους τύπους. Δυναμόνει, πάει να πη, την προσωπικότητά τους. Τι είναι ένας τύπος; Μια προσωπικότητα ανάγλυφη. Δεν έχω δίκιο;

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν τις ξέρω αυτές τις φιλοσοφίες. Εσύ έσπαζες πάντα το κεφάλι σου μ' αυτά τα πράματα.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Έχεις δίκιο. Τον καιρό που με είχε πιάσει εμένα η ζούρλια με τις φιλοσοφίες του Κομτ, εσύ έγραφες στίχους. Τώρα τους παράτησες. Δε βγαίνει τίποτα. Ο ίδιος απόμεινες. Δε μου λες; Αλήθεια, το παράτησες και το πιάνο-φόρτε; Όλα τα παράτησες, καψερέ;

ΦΛΕΡΗΣ — Γύρεψα να βάλω το ταλέντο μου στη ζωή μου. Μα κι' αυτή με πρόδωκε σαν τάλλα. Αυτό είναι βλέπεις.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μωρέ, θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα, που μούπαιζες στο πιάνο το περίφημο συμφωνικό ποίημα. Να με πάρη ο Διάβολος αν θυμάμαι τι ήτανε και ποιανού. Όμως θυμάμαι που άρχιζε μ' ένα α ν τ ά ν τ ε σπαραχτικό, που σούπιανε την καρδιά. Έλεγες, ακούοντάς το, πως είχες μέσα σου, μωρέ μάτια μου, κάτι τι που γύρευε να ξεσπάση. Κ' ύστερα, στο τέλος, ένα α λ έ γ κ ρ ο ξαφνικό, ένα τ ρ ι ο μ φ ά λ ε, ένα φ ι ν ά λ ε μοναδικό. Το φέρνεις στο νου σου;

ΦΛΕΡΗΣ — Α! κατάλαβα. Ήτανε έργο ενός Ρώσσου μουσικού, που πέθανε
    τελειόνοντάς το. «Σα σπάση τα Δεσμά του»… Έτσι ήτανε ο τίτλος
    του.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μπράβο. Τώρα φέρνω με το νου μου όλη την ιστορία. Αυτός
    ο μουσικός είχεν έναν άτυχον έρωτα, που τον έφερε γλίγωρα στον
    τάφο. Έτσι δεν είναι;

ΦΛΕΡΗΣ — Σωστά. Δεν άφισε άλλα έργα.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Όμως έβαλε μέσα σ' αυτό όλη του τη ψυχή. Πάει να πη φαντάστηκε τον Έρωτα σκλάβο, μέσα στα σίδερα. Ναγωνίζεται, πάει να πη, να ξεφύγη απ' τη σκλαβιά του. Σαν εφιάλτης ήτανε εκείνο το α ν τ ά ν τ ε. Μα τον άγιο Θεό. Κ' ύστερα που σπάει τα σίδερα, εκείνο το α λ έ γ κ ρ ο το περίφημο …

ΦΛΕΡΗΣ — Όμως δεν πρόφτασε να τακούση ο ίδιος. Τώφερε η τέχνη
    του. Η ζωή δεν τώφερε. Ίσως δε θα το φέρη ποτέ στον κόσμο. Ποιος
    ξέρει, γιατρέ, καμμιάν ημέρα. Εμείς θα είμαστε στάχτη τότε.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Ας ταφίσωμε όμως αυτά. Περασμένα-ξεχασμένα! Δε μούπες
    ακόμα το λόγο που σ' έκανε ναναβάλης το ταξίδι σου. Είμαι πολύ
    περίεργος.

ΦΛΕΡΗΣ — Έκαμες μόνος σου την προεισαγωγή χωρίς να το καταλάβης.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι θέλεις να πης;

ΦΛΕΡΗΣ — Μου μίλησες για κείνο το κομμάτι του Ρώσσου μουσικού. Όταν τώπαιζα με τόση λαχτάρα στο πιάνο, εδώ και τόσα χρόνια, γύρευα στο σπαραγμό του μιαν ανακούφιση για ένα δικό μου πόνο. Θυμάσαι τη Βέρα, γιατρέ;

ΜΗΣΤΡΑΣ — Την πρώτη σου αγάπη στην Κηφισσιά; Πώς δε θυμάμαι; Μια δυστυχισμένη αγάπη. Το πείσμα ενός πατέρα . . .

ΦΛΕΡΗΣ — Κ' η αδυναμία η δική μου, γιατρέ. Μούλειψε η δύναμη ναρπάξω με τα χέρια μου την ευτυχία που μούστειλε ο ουρανός. Κ' η ζωή μου παραστράτησε, η ζωή μου ασχήμισε την ασχήμια των σκλάβων. Όμως ο παππούς μου εμένα, ένας αρματωλός, χύμηξε μια μαύρη νύχτα στο χωριό, με σαράντα παλληκάρια, κι' άρπαξε την καλύτερη. Την κάθισε στα καπούλια του αλόγου του και χάθηκε στο σκοτάδι σαν τον άνεμο. Εκείνοι ήσανε άλλοι άνθρωποι, γιατρέ.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι σχέση έχουνε όλα τούτα; Δεν καταλαβαίνω.

ΦΛΕΡΗΣ — Η Βέρα είναι εδώ τούτη τη στιγμή . . .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Εδώ; Πού;

ΦΛΕΡΗΣ — Εδώ στα λουτρά. Η Βέρα δε θέλησε ποτέ της να παντρευτή. Έζησε μια θλιμένη, παράμερη ζωή, κοντά σε μια θειά της στην Αίγυπτο, και τον καιρό, που εγώ παντρεμένος σαν το χυδαιότερο αστό, με μια γυναίκα που δεν την αγάπησα ποτέ μου, ζητούσα να την ξεχάσω, ξεχνώντας τον εαυτό μου, αυτή έμεινε προσηλωμένη στ' όνειρο το σβυσμένο της αγάπης μας. Τώρα βρίσκεται εδώ. Κυττάζοντας εχθές τα ονόματα των ξένων στην είσοδο του άλλου ξενοδοχείου αντίκρυσα άξαφνα τόνομά της. Φαντάζεσαι την ταραχή μου . . .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Ένας λόγος νάφευγες το ταχύτερο. . . .

ΦΛΕΡΗΣ — Α! όχι. Δεν μπόρεσα, γιατρέ. Όλη η περασμένη μου ζωή ξανάζησε μπροστά μου. Το χέρι μιας Μοίρας μου φάνηκε πως ανάστησε μπροστά μου έναν πεθαμένο κόσμο. Ένα χέρι μυστικό με κάρφωσε στη θέση μου. Ποιος ξέρει, γιατρέ, τι μελετάει η Μοίρα; Ίσως ένα ξαναγέννημα, ένα ξανάνθισμα, ένα θαύμα .. .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μην αφίνεις να σε σέρνη η φαντασία σου. Το καλύτερο πούχεις να κάνης είναι να φύγης με το πρωινό βαπόρι. Να φύγης το γρηγορώτερο . . .

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ Οι παραπάνω - Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — (Καθώς μπαίνει. Από τη θύρα). Είμαστε για ταξίδι
    πάλι;

ΦΛΕΡΗΣ — Όχι. Ποιος είπε για ταξίδι; Τι θέλεις πάλι εσύ εδώ στη
    μέση;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Άκουσα το γιατρό, που λέει για το πρωινό βαπόρι.
    Καθώς ερχόμουνα άκουσα το γιατρό.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Άκουσε με, μάτια μου. Πρέπει να φύγης. Εγώ πάω να ιδώ έναν άρρωστο. (Προς τον Αργύρη). Ο αγέρας των λουτρών δεν το σηκόνει τον αφέντη σου. Κύτταξε να τον καταφέρης να φύγετε . . . Άκουσες; Δεν είναι φρόνιμο να μείνετε περισσότερο.

(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ, Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Πρέπει να φύγουμε, κύριε Τάσσο.

ΦΛΕΡΗΣ — Μην ξαναλές τις ανοησίες του γιατρού. Άλλαξε δίσκο στο
    φωνογράφο σου . . .

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δεν ξαναλέω τα λόγια του γιατρού, κύριε Τάσσο. Πρέπει
    να φύγουμε. Είναι σπουδαίος λόγος να φύγουμε.

ΦΛΕΡΗΣ — (Ανήσυχος). Τι τρέχει πάλι;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Η Κυρία Λέλα ήρθε με το απογεματινό βαπόρι.

ΦΛΕΡΗΣ — Ψέμματα! Ανοησίες! Πώς είναι δυνατά αυτά που λες;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Την είδα, με τα μάτια μου. Ερχότανε καταδώ. Εγώ έλεγα πως θα τη βρω εδωπέρα.

ΦΛΕΡΗΣ — Αιωνίως μου φέρνεις τέτοια νέα. Αιωνίως.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Τι φταίω εγώ;

ΦΛΕΡΗΣ — Με κυνηγάει λοιπόν αυτή η γυναίκα; Δεν ξέρει πως δεν πρέπει να με ιδή; Γιατί λοιπόν μούδωκε το λόγο της; Αγκαλά λόγο περιμένεις απ' τις γυναίκες του είδους της! Φταίω γω που την πίστεψα αλλοιώτικη! . . . Τώρα τρέχει πίσω μου, μου κόλλησε σαν κολιτσίδα .. . Άκουσε, Αργύρη. Αυτή η γυναίκα δεν πρέπει να φανερωθή εδώ. Άκουσες; Για κανένα λόγο.

(Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά και μπαίνει μέσα η Λέλα).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ-ΛΕΛΑ

(Η Λέλα είναι ντυμένη κομψά με ταξιδιωτικά ρούχα κ' ένα πυκνό βέλο στο πρόσωπο. Καθώς προχωρεί προς το Φλέρη ανασηκόνει νευρικά το βέλο της. Η ωμορφιά της φανερώνεται λίγο μαραμένη μα γοητευτική. Ο Τάσσος στέκεται όρθιος, σαν απολιθωμένος και σα να θέλη να κρύψη κάποια δυσαρέσκεια. Εκείνη, βλέποντας τη ψυχρότητά του σταματάει σε κάποια απόσταση. Ο Μ-Αργύρης φεύγει διακριτικά).

ΛΕΛΑ — (Σκυμμένη κάτω και με συγκίνηση). Δεν περίμενες να με δης
    εδώ, Τάσσο. Το ξέρω.

ΦΛΕΡΗΣ — Η αλήθεια είναι, (αυστηρά), πως δεν περίμενα να σας δω
    εδωπέρα. Κάματε πολύ κακά ναρθήτε.

ΛΕΛΑ — Το ξέρω. Το καταλαβαίνω.

ΦΛΕΡΗΣ — Αφού το ξέρετε και το καταλαβαίνετε έπρεπε να μην κάμετε
    αυτό που κάματε. Ξέρετε πολύ καλά το λόγο.

ΛΕΛΑ — Πίστευα πως θα μ' ακούγατε, πριν με μεταχειρισθήτε έτσι.
    Υπόθεσα πως θα περιμένατε να μάθετε πρώτα . . .

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν έχω να μάθω τίποτε. Βλέπω πως με ακολουθείτε, όπως το συνειθίζουν μερικές γυναίκες, απ' τις οποίες σας πίστευα πιο περήφανη . . .

ΛΕΛΑ — (Ταραγμένη). Δε ήρθα να μείνω, ούτε να σας ενοχλήσω πια. Ήρθα να σας δώσω για τελευταία φορά το χέρι μου, στην παραμονή ενός μεγάλου ταξιδιού μου. Αν σας πειράζη κι' αυτό, με συγχωρείτε για την ενόχληση που σας έδωκα. Χαίρετε. (Κινιέται να φύγη).

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν είπα αυτό, δε σας διώχνω. Είπα πως κάματε…

ΛΕΛΑ — Δεν ήτον ανάγκη να το πήτε. Είσθε τόσο ταραγμένος, τόσο
    χλωμός, η φωνή σας τρέμει, με βλέπετε με φρίκη. Θα ήμουν
    αναίσθητη να παρατείνω το μαρτύριο σας αυτό. Με κυττάζετε με
    φόβο, (σκύβει πάλι κάτω θλιμένη), όπως κυττάζουν τους λεπρούς.

ΦΛΕΡΗΣ — (Στενοχωρημένος, αλλά ποιο γλυκά, κάνοντας δυο βήματα
    προς τη Λέλα). Μη με παρεξηγής, Λέλα. Είμαι νευρικός. Ξέρεις πως
    έχω μαζή μου τη Δώρα. Είμαι πατέρας. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί
    νάρθη, να σ' εύρη εδώ μαζή μου …

ΛΕΛΑ — Μη φοβάσαι, Τάσσο. Δε θα μείνω πολύ. Δεν ήρθα για να μείνω. Μπορείς να μου δώσης το χέρι σου, για τελευταία φορά. Για να μ' αποχαιρετίσης.

ΦΛΕΡΗΣ — (Συγκινημένος την πλησιάζει και της δίνει τα δυο του χέρια). Μη με παρεξηγής, Λέλα. Το βλέπω πως σου φέρθηκα άσχημα, το καταλαβαίνω. Όμως ξέρεις αν είμαι κακός. Πώς είναι δυνατό να πιστέψης αυτά που λες για μένα. Το καθετί δεν τέλειωσε μεταξύ μας.

ΛΕΛΑ — Το καθετί ετέλειωσε.

ΦΛΕΡΗΣ — Όχι. Δεν είναι ανάγκη να φύγης για πάντα. Μην τη λες αυτή τη λέξη. Αν είμαι νευρικός ακόμα, αν δε σε κρατώ μαζή μου, αν σου φάνηκα, τόσο κακός, είναι γιατί από στιγμή σε στιγμή περιμένω την κόρη μου. Είναι ο φόβος μου μήπως σ' εύρη εδώ… (Της χαϊδεύει τα μαλλιά). Λέλα, καλή μου Λέλα, αν ήξερες .. .

ΛΕΛΑ — Πριν έρθω εδώ επάνω, μάθε το Τάσσο, ήξερα πως η Δώρα δεν είναι μαζή σου. Την είδα, μου τη δείξανε μέσα στη βάρκα. Η βάρκα ήρθε κοντά στη ξηρά και πάλι μάκρυνε προς το πέλαγος. Βρήκα τη στιγμή για νάρθω επάνω. Αλλιώς δε θαρχόμουνα καθόλου.

ΦΛΕΡΗΣ — Πού ήθελες να το ξέρω; Έλα, Λέλα. Κάθισε κοντά μου λίγα λεπτά. Συχώρεσέ με αν φάνηκα πρόστυχος μαζή σου, κακός χωρίς να το θέλω. Δεν το ήξερα πως η Δώρα είναι μακρυά ακόμα.

(Την τραβάει μαζή του σ' ένα κάθισμα και κάθεται σιμά).

ΛΕΛΑ — Το ήξερα όμως εγώ. (Με πικρία και συστολή). Το ήξερα πως δεν πρέπει να πλησιάσω την κόρη σου. Είμαι μια λεπρή .. .

ΦΛΕΡΗΣ — Τι λόγια είναι αυτά; Μην ξαναπής αυτή τη λέξη!

ΛΕΛΑ — Είμαι μια λεπρή, το ξέρω. Το λάθος μου ήταν πως αγάπησα πολύ. Κ' οι άντρες που τους αγαπήσαμε, όταν επέρασε το καπρίτσιο τους, μας βλέπουν σα λεπρές και κρατούν τις γυναίκες τους, κρατούν τις κόρες τους, μακρυά απ' το μόλυσμα . . . Έχουνε δίκιο.

ΦΛΕΡΗΣ — Γιατί με ειρωνεύεσαι, Λέλα; Είσαι κακή …

ΛΕΛΑ — Όχι δεν ειρωνεύομαι εσένα. Ειρωνεύομαι την τύχη των γυναικών, που ήσαν αγνές και καλές, που αγάπησαν μια φορά έναν άνδρα, τον πρώτον άνδρα που γνώρισαν, χωρίς υπολογισμούς, χωρίς υστεροβουλίες. Που του παραδόθηκαν χωρίς να το δέσουν με τις αλυσίδες του γάμου. Ύστερα βρέθηκαν αναγκασμένες να περάσουν από μιαν αγκαλιά σε άλλη. Δεν είναι οι μόνες που το κάνουν. Όμως εκείνες, τις άλλες, τις προστατεύει ο γάμος.

ΦΛΕΡΗΣ — Ξέρεις πολύ καλά αν έχω τις ιδέες αυτές. Όμως είμεθα σκλάβοι στη γνώμη του κόσμου. Έχω ένα καθήκον για τη Δώρα, είμαι πατέρας.

ΛΕΛΑ — Το ξέρω. Η Δώρα είναι ένα κορίτσι αγνό, λευκό ακόμα, σαν το απάτητο χιόνι. Το βλέμμα μου μονάχα μπορεί να το μολύνη, η αναπνοή μου μπορεί να του φέρη αρρώστεια. Είμαι η λεπρή . . . Όμως μείνε ήσυχος! Δε θαφίσω ούτε το βλέμμα μου να πέση απάνω της, ούτε η αναπνοή μου να την αγγίση. Τάσσο, μη με φοβάσαι. Ο φόβος σου με ταπεινόνει. Ο φόβος σου μ' εξευτελίζει.

ΦΛΕΡΗΣ — (Σκύβει και της φιλεί το χέρι). Λέλα, Λέλα, ήσουν καλή πάντα. Δεν ξεχνώ ποτέ τι έκαμες για μένα. Η ψυχή μου είναι γεμάτη σεβασμό για την αρετή σου.

ΛΕΛΑ — Σεβασμό για την αρετή μου .. .

ΦΛΕΡΗΣ — Και αγάπη, Λέλα. Δεν τολμούσα πια να σου το πω. Δεν είχα το θάρρος, ύστερα απ' τη διαγωγή μου προς εσένα.

ΛΕΛΑ — (Σηκώνεται απάνω). Δε σημαίνει. Τίποτε δεν έχει πια σημασία. Άκουσέ με, Τάσσο, πριν φύγω από κοντά σου, θέλω να σου πω το σκοπό που μ' έφερε εδωπέρα. Τότε θα με συχωρέσης γιατί σου έδωκα μιαν ενόχληση κ' ένα φόβο, που δεν έπρεπε να σου το δώσω. Και θα με λυπηθής ίσως. Η λύπη του κόσμου είναι η τελευταία καλοσύνη του για τις γυναίκες σαν κ' εμένα.

ΦΛΕΡΗΣ — Λέλα!

ΛΕΛΑ — Άκουσέ με.

ΦΛΕΡΗΣ — (Ακούει βήματα). Αχ! θεέ μου, κάποιος έρχεται.

(Στέκονται μια στιγμή ταραγμένοι κ' οι δυο. Μπαίνει μέσα ο Μπάρμπ-Αργύρης).

ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ και οι παραπάνω.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ορίζεις τίποτε, κύριε Τάσσο; Θα κατεβώ ως κάτω να πάρω την κυρία Δώρα. (Με τόνο δυνατώτερο, σα να θέλη να το θυμίση στο Φλέρη). Όπου νάνε θα γυρίση η κυρία Δώρα .. .

ΦΛΕΡΗΣ — Πήγαινε, Αργύρη. Καλά. Αν θέλη να μείνη ακόμα η κυρία Δώρα με τα κορίτσια, πες της πως είπα να μείνη. (Προς τη Λέλα). Δεν ξέρετε, κυρία Λέλα, τι παράξενο κορίτσι που είναι.. Δεν εννοεί να ξεκολλήση από κοντά μου. Τρέχει αποπίσω μου.

ΛΕΛΑ — Θα είναι πια μεγάλη κοπέλλα! Φαντάζομαι πως θα την καμαρώνετε.

ΦΛΕΡΗΣ — Κλείνει τα δεκαπέντε τον Σεπτέμβριο.

ΛΕΛΑ — Τόσο πολύ. Την έλεγα μικρότερη.

(Ο Μ-Αργύρης φεύγει).

ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ - ΛΕΛΑ

ΛΕΛΑ — Δεν ήτανε ανάγκη νάρθη αυτός ο γέρος για να μου θυμίση να φύγω. Δεν είχα κανένα σκοπό να μείνω περισσότερο. Άκουσε, Τάσσο. Το ξέρω. Όλα πρέπει να τελειώσουν μεταξύ μας.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν είπα ποτέ τέτοιο λόγο εγώ. Μη με παρεξηγής..

ΛΕΛΑ — Δε σημαίνει, το καταλαβαίνω εγώ. Είσαι τώρα με την κόρη σου. Μια διαφορετική ζωή αρχίζει για σένα. Εγώ δεν έχω καμιά θέση μεταξύ σας.

ΦΛΕΡΗΣ — Ίσως για λίγο καιρό, Λέλα. Ύστερα, αργότερα, όταν παντρευθή η Δώρα, όταν δε θάχω πια ανάγκη από τη γνώμη του κόσμου, όταν θα μπορώ να κανονίσω τη ζωή μου χωρίς να επηρεάσω την ευτυχία του κοριτσιού αυτού . . . τότε Λέλα. Δεν είναι πρώτη φορά που σου το λέω.

ΛΕΛΑ — Όχι, Τάσσο. Όχι. Εγώ πήρα την απόφασή μου. Δε θα μπορέσω να ζήσω κοντά σου και μακρυά σου τόσον καιρό. Τώρα ακόμα δεν μπορώ. Δεν μπορώ να συνειθίσω στη ζωή αυτή.. Επήρα την απόφασή μου. Θα φύγω μακρυά. Θα σ' αφίσω ελεύθερο να ζήσης όπως θέλεις. Η ευτυχία σου θα είναι η ευτυχία μου. Δε θέλω να σου είμαι εμπόδιο σε τίποτε. Δεν μπορώ, Τάσσο. Αυτά ήθελα να σου πω. Και γι' αυτό ήρθα.

ΦΛΕΡΗΣ — Λέλα, τι λόγια είναι αυτά; Θα φύγης για πάντα, είπες; Όχι. Δε θα το κάμης αυτό.

ΛΕΛΑ — Όχι, Τάσσο, δε θα με πείσης. Ήρθα να σ' αποχαιρετίσω. Ήρθα να σε ιδώ μια φορά πριν φύγω. Νάξερες πόσο κακό μούκανε η ιδέα πως μπορούσες να υποθέσης πως σε κυνηγώ, πως τρέχω αποπίσω σου, πως σου γίνομαι φόρτωμα. Όταν με πρωτοείδες εδώ τρόμαξες, ταράχθηκες, αγανάκτησες. Παρεξήγησες το κίνημά μου. Νάξερες τι ήταν αυτή η στιγμή για μένα.

ΦΛΕΡΗΣ — Όχι, Λέλα, ποτέ δεν το υπόθεσα. Ξέρω πόσο είσαι περήφανη. Ήτον απλώς ένας φόβος, ένας γελοίος φόβος μήπως έρθη η Δώρα.

ΛΕΛΑ — Δε σου ζητώ απολογία. Τώρα είμαι ευτυχισμένη, που σου είπα ό,τι είχα να σου πω. Τάσσο, χαίρε! (Του πιάνει τα δυο χέρια). Θυμήσου πως μια γυναίκα σ' αγάπησε και θα σ' αγαπά πάντα, πάντα. Μα η γυναίκα αυτή, (με λυγμούς), είναι μια λεπρή, είναι μια λεπρή.

(Ο Φλέρης της αγκαλιάζει το κεφάλι και της το φιλεί ενώ εκείνη του φιλεί με δάκρυα τα χέρια).

ΛΕΛΑ — (Σα να πέρνη μια ξαφνική απόφαση, ξεφεύγει απ' τα χέρια του). Όμως είναι καιρός να τελειώνουμε. Η κόρη σου μπορεί νάρθη και δεν πρέπει να μ' εύρη εδώ. Γεια σου, Τάσσο.

(Του σφίγγει το χέρι)

ΦΛΕΡΗΣ — Σκέπτεσαι λοιπόν, να φύγης αμέσως, Λέλα; Αν ήξερες. Μου κάνει κακό να το σκέπτωμαι.

ΛΕΛΑ — Τα πράγματα τώφεραν έτσι. Πρέπει να είμαστε γενναίοι στη ζωή. Εσύ θα βρης τρόπο να παρηγορηθής στην αγάπη της κόρης σου. Εγώ; Εγώ είμαι μια γυναίκα συνειθισμένη στις περιπέτειες. Δεν είναι η πρώτη φορά. Θα φύγω μακρυά, ποιος ξέρει τι με περιμένει! Ας μη τα συλλογιζόμαστε όμως, Τάσσο. Ας είμαστε εύθυμοι!

(Ένα γέλοιο προσποιημένο χύνεται στο πρόσωπό της).

ΦΛΕΡΗΣ — (Κρατώντας πάντα το χέρι της). Μπορεί να είναι κανένας εύθυμος, σε τέτοιες στιγμές; Φεύγεις λοιπόν αμέσως; Το έχεις αποφασισμένο;

ΛΕΛΑ — Φεύγω δηλαδή με το πρώτο βαπόρι. Ίσως αύριο, ίσως μεθαύριο. Εννοείς αν συναντηθούμε ακόμη, θα είναι σα να μη γνωριζόμαστε. Κανένας φόβος σκανδάλου δεν υπάρχει. Γι' αυτό. να είσαι βέβαιος.

ΦΛΕΡΗΣ — Λέλα, Λέλα, τι λόγια είναι αυτά;

ΛΕΛΑ — Ας είμαστε εύθυμοι. Όταν χωρίζωνται οι άνθρωποι πρέπει να είναι εύθυμοι. Τα κλάματα φέρνουν γρουσουζιά! Γεια σου, Τάσσο! (Του σφίγγει δυνατά το χέρι και πριν συνέλθη καλά - καλά ο Φλέρης, τρέχει ζωηρά προς τη θύρα και χάνεται. Ο Φλέρης στέκεται μια στιγμή σα χαμένος, υστέρα σα να πέρνη μια ξαφνική απόφαση, ορμάει προς τη θύρα).

ΦΛΕΡΗΣ — Λέλα, Λέλα. Μη φεύγης, Λέλα. Άκουσε .. . (Στέκεται μια στιγμή στη θύρα). Έφυγε, πάει. Πού πάει η δυστυχισμένη; (Γυρίζει θλιμένος στη σκάλα και πέφτει απάνω σε μια πολυθρόνα, φέρνοντας το μαντύλι στα μάτια του. Σε λίγο απ' τη μεσιανή θύρα μπαίνει η Δώρα και προχωρεί μελαγχολική με ράθυμο βήμα προς τον πατέρα της).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ - ΔΩΡΑ

ΦΛΕΡΗΣ — (Προσπαθώντας να φανή ζωηρός). Εσύ, Δώρα; Τόσο γλίγωρα;
    Πώς; Δεν πήγατε με τη βάρκα;

ΔΩΡΑ — Ω, ναι, μπαμπά μου. Πήγαμε. Ο κύριος Νίκος ήτο τόσο καλός
    . . . Όμως έπεσε ο μπάτης και γυρίσαμε μπρος πίσω.

ΦΛΕΡΗΣ — Γι' αυτό φαίνεσαι τόσο λυπημένη; Έλα κοντά μου. Δε
    χάθηκε ο κόσμος. Αύριο θα ξαναφυσήση πάλι.

ΔΩΡΑ — Δεν είναι αυτό, μπαμπά μου. Μα, δεν ξέρετε, είδα κάτι τι
    τώρα που μου χάλασε όλη τη διάθεση.

ΦΛΕΡΗΣ — (Ανήσυχος). Είδες κάτι τι; Τι είδες, παιδί μου;

ΔΩΡΑ — Τώρα που ανέβαινα τη σκάλα είδα μια κυρία κάτω στην
    είσοδο. Κρατούσε το μαντύλι στο πρόσωπό της και προσπαθούσε να
    κρύψη τα δάκρυά της. Φαινότανε πολύ δυστυχισμένη. Αν ξέρατε τι
    κακό που μούκανε.

ΦΛΕΡΗΣ — (Προσπαθώντας να κρύψη την ταραχή του). Αι, παιδί μου!
    Υπάρχουνε πολλές δυστυχίες στον κόσμο. Δεν είναι ανάγκη να κλαις
    γι' αυτό. Αν είχαμε να κλαίμε για όλες τις συμφορές του κόσμου ..
    .

ΔΩΡΑ — Αν ξέρατε, μπαμπά μου, πόσο την πόνεσα. Μια στιγμή σήκωσε τα μάτια της επάνω μου, πνιγμένα στα δάκρυα. Εκείνη η ματιά της μου φάνηκε πως μου ζητούσε μια βοήθεια, μια παρηγοριά. Μου ήρθε μια στιγμή να πέσω στην αγκαλιά της, να τη ρωτήσω τι έχει, να την παρηγορήσω . ..

ΦΛΕΡΗ — Πτωχό παιδί, δε θα μπορούσες να την παρηγορήσης εσύ. Δε
    θα μπορούσες να την παρηγορήσης…

ΔΩΡΑ — Γιατί, μπαμπά μου; Κάθε συμπάθεια είναι παρηγοριά. Δεν
    είναι;

ΦΛΕΡΗΣ — Ναι, βέβαια. Δε λέω. Μα ήσουν και συ τόσο συγκινημένη. Ας ταφίσωμε όμως αυτά. Έλα να πάμε περίπατο, παιδί μου. Έλα! Είναι αργά πια. Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη.

ΔΩΡΑ — Δεν ξέρετε τι ωραίο βασίλεμα που είναι απόψε. Αλήθεια. Είχα σκοπό να σας το πω. Να πάμε κάτω στη θάλασσα να ιδούμε τον Ήλιο που βασιλεύει. Είναι ένα βραχάκι κάτω στη θάλασσα, που το ανακάλυψα σήμερα. Θα καθίσωμε οι δυο μας.

ΦΛΕΡΗΣ — Όπου θέλεις, παιδί μου. Μα καλύτερα πάμε στον κόσμο. Πάμε κάτω στην πλατεία. Η ώρα αυτή, το βασίλεμα, αυτά τα φθινοπωρινά δειλινά είναι μελαγχολικά. Πάμε στην πλατεία. Αύριο το πρωί θα σηκωθούμε την αυγή να ιδούμε την ανατολή. Δεν είπαμε; Θα πάμε τότε στο βραχάκι σου.

ΔΩΡΑ — Α! ναι. Το βρέχει ολόγυρα η θάλασσα. Πρέπει να πάμε, χωρίς άλλο.

ΦΛΕΡΗΣ — Όπου θέλεις, παιδί μου. Ό,τι θέλεις. Η ζωή μου είναι δική σου τώρα. Έλα όμως. Έλα. Πάμε κάτω. Εδώ μέσα είναι πληκτικά. Αρχίζει να σκοτεινιάζη.

(Την αγκαλιάζει και τη σέρνει προς τη μεσιανή θύρα).

ΔΩΡΑ — (Ενώ φεύγουν). Ώστε αύριο, έχω το λόγο σας. Θα πάμε να ιδούμε τον Ήλιο που θ' ανατείλη .. .

(Φεύγουνε).

ΑΥΛΑΙΑ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΥΠΗΡΕΤΗΣ, ΜΠΑΡΜΠ-ΑΡΓΥΡΗΣ

(Ο υπηρέτης τακτοποιεί τα καθίσματα και τα τραπεζάκια. Ο Μπάρμπ- Αργύρης τον κυττάζει).

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Βοήθησέ με Μπάρμπ-Αργύρη να βάλουμε αυτό το τραπέζι
    στη μέση.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ ήρθα να ξανασάνω και βρήκα μαλλί να ξάνω, που
    λέει κ' η παροιμία. Τι το θέλεις το τραπέζι στη μέση;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Να! Γι' αυτή τη θεατρίνα που θα κάνη την παράσταση. Δεν το ξέρεις πως θάχουμε παράσταση απόψε; Το τραπέζι θα είναι, να πούμε, σα βήμα.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε μας λες λοιπόν πως θα βγάλη λόγο;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Τι να σου πω; Ξέρω κ' εγώ; Λόγο, παράσταση, αυτή το ξέρει. Όμως άκουσα να λένε, πως θα κάνη την Οφέλια, μια που τρελλάθηκε λέει για ένα τρελλό βασιλόπουλο. Έλα, δώσε μου τώρα ένα χέρι να βάλουμε το τραπέζι στη μέση.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — (Τον βοηθάει και κουβαλούνε το τραπέζι στη μέση). Την κακομοίρα! Και το βασιλόπουλο από τι τρελλάθηκε;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Πολλά με ρωτάς, Μπάρμπ-Αργύρη! Ξέρω 'γω. Από έρωτα θα τρελλάθηκε κι' αυτό. Όλοι από τον έρωτα τρελλαίνονται σ' αυτόν τον κόσμο. Δεν μου λες αλήθεια; Θαρθή τ' αφεντικό σου στην παράσταση.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δεν ξέρω. Σε λίγο. Άκου να σου πω. Ποια ήτανε η κυρία που σου μιλούσε προτήτερα στην πόρτα;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Μια κυρία απ' την Αλεξάνδρεια που κάθεται στο άλλο
    ξενοδοχείο. Ήρθε να ρωτήση τι ώρα θα γίνη η παράσταση…. Λοιπόν.
    Ευχαριστώ Αργύρη. Εγώ πάω να συγυρίσω τις κάμαρες.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Για την κάμαρη του αφέντη μη λάβης τον κόπο. Το
    κρεββάτι του είναι όπως τώστρωσες. Ο αφέντης δε κοιμήθηκε τη
    νύχτα.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Και τι έκανε; Κυνηγούσε τα κουνούπια; Για τις
    κατσαρίδες;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ξέρω γω. Γύριζε στο φεγγάρι, είχε αϋπνία. Το φεγγάρι
    ξέρεις τονέ χτυπάει κατακούτελα. Μην τα ρωτάς!

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Κ' εμένα με χτυπούσε μια φορά, σαν αγαπούσα τη Βασίλω. Όλη τη νύχτα γύριζα στα σοκάκια. Τώρα που τηνέ πήρα δε με χτυπάει ούτε ο Ήλιος. Ρώτα τη να σου πη τι τραβάει ως να με ξυπνήση. (Χασμουριέται). Γεια σου Μπάρμπ-Αργύρη.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Καλή δύναμι. Στο καλό .. .

(Φεύγει ο υπηρέτης).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, μοναχός του.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ήρθε να ρωτήση για την παράσταση .. . Πάει να πη δηλαδή πως ο αφέντης…. Η ψιλή κουβέντα πούχανε στήσει ψες το βράδυ κάτω στα μπάνια δε μου πολυάρεσε. Αμ' η άλλη; Τι θα γίνη με την άλλη; Ο Θεός να βάλη το χέρι του. Καλά έλεγα εγώ να φύγουμε μίαν ώραν αρχήτερα από δωπέρα.

(Η Δώρα μπαίνει από τη δεξιά θύρα κυττάζοντας προφυλακτικά γύρω της).

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, ΔΩΡΑ

ΔΩΡΑ — Εσύ είσαι εδώ Μπάρμπ-Αργύρη;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ, κοκώνα μου.

ΔΩΡΑ — Πού είναι ο Μπαμπάς;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Κάτω στο καφενείο. Τώχουνε στρώσει στα χαρτιά.

ΔΩΡΑ — Τι έχει ο μπαμπάς σήμερα, Μπάρμπ-Αργύρη; Μου φαίνεται συλλογισμένος. Και τι χλωμός που ήτανε το πρωί! Σαν να μην είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Μπα! Πώς; Κοιμήθηκε. Δεν είνε τίποτε. Νευρικά είνε. Τα συνειθίζει ο αφέντης.

ΔΩΡΑ — Φέρε μου ένα καλαμάρι Μπάρμπ-Αργύρη. Έχω να γράφω μερικές κάρτες για το Μοναστήρι. (Αναστενάζει. Ο Μ-Αργύρης φέρνει το καλαμάρι και το βάζει σ' ένα μικρό τραπεζάκι. Η Δώρα κάθεται κι' αρχίζει να γράφη. Ο Μ. Αργύρης στέκεται και την κυττάζει). Δεν πας να ιδής Μπάρμπ-Αργύρη μήπως σε θέλει τίποτε ο μπαμπάς; Μ' ανησύχησε σήμερα.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αυτό έλεγα κ' εγώ κοκκώνα μου. Πάω. (Ο Μ-Αργύρης φεύγει. Η Δώρα γράφει).

ΔΩΡΑ — (Διαβάζει ενώ γράφει). «Αγαπητή μου Έλη! Φαντάζομαι τι παράπονα θάχης μ' εμένα. Θα λες πως ξελογιάσθηκα και ξέχασα τις ωραίες μέρες που περάσαμε στο μοναστήρι μαζή. Και όμως αυτή τη στιγμή, που είμαι μελαγχολική, ο νους μου πετά σ' εσένα και θέλω να σου πω τόσα-τόσα πολλά…..Θα σου γράψω αργότερα ένα εκτεταμένο γράμμα. Πες μου όμως πρώτα πως δεν θα ζηλέψης αν σου ξεμολογηθώ πως. . . .

(Τη στιγμή αυτή μπαίνει μέσα ο Νίκος, στις μύτες των παπουτσιών του).

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΝΙΚΟΣ, ΔΩΡΑ

ΝΙΚΟΣ — Δώρα . . .

ΔΩΡΑ — (Η Δώρα πετάγεται απάνω έντρομη). Αχ! Θεέ μου. Πώς ήρθατε εδώ κύριε Νίκο. Αν μας εύρουν μονάχους! Πώς τρέμω.

ΝΙΚΟΣ — (Την πλησιάζει). Μη φοβάσαι, Δώρα. Δεν είναι κανένας να μας ιδή. Όλοι είναι κάτω στο καφενείο. Ο μπαμπάς σου παίζει. Δώσε μου το χεράκι σου να το φιλήσω.

ΔΩΡΑ — Όχι, κύριε Νίκο, όχι φύγετε. Φοβάμαι. Τρέμω. Κύριε Νίκο …

ΝΙΚΟΣ — (Της αρπάζει το χέρει και της το φιλεί). «Κύριε Νίκο»!…. Έτσι μιλούνε; Ωραία δεσποινίς Δώρα. Τι μου υποσχεθήκατε;

ΔΩΡΑ — (Ησυχασμένη λιγάκι). Όχι. Εσείς δε θέλω να με λέτε
    δεποινίδα Δώρα. Θα σας θυμώσω.

ΝΙΚΟΣ — Τίποτε. Θα σας λέω δεσποινίδα Δώρα, όσο με λέτε κύριε
    Νίκο. Μάλιστα δεσποινίς….

ΔΩΡΑ — Ε! καλά, καλά. Ορίστε. Νίκο! Σας είπα Νίκο.

ΝΙΚΟΣ — (Τη τραβάει απάνω του με τα δυο του χέρια και την φιλεί
    στο μάγουλο). Δώρα . . .

ΔΩΡΑ — (Τραβιέται πίσω). Τι μου κάματε; Σκύβει κάτω. Πώς
    ντρέπομαι τώρα. Δεν μπορώ να σας κυττάξω.

ΝΙΚΟΣ — Είναι η δεύτερη φορά, Δεν είναι;

ΔΩΡΑ — (Πάντα σκυμμένη). Ναι. Μα την πρώτη φορά ήτανε σκοτεινά.
    Δε θυμάσθε;

ΝΙΚΟΣ — Το τρίτο θα είναι πάλι στα σκοτεινά. Και θα είναι μεγάλο,
    μεγάλο φιλάκι χωρίς τέλος.

ΔΩΡΑ — (Θλιβερά). Τώρα…. Μάλιστα… Πάνε όλα τώρα… Τώρα που δε μ' αφίνει πια ο μπαμπάς νάρχωμαι μαζή σας. Ξέρει λέει πως εγώ είμαι φρόνιμη, μα ο κόσμος είναι κακός και αρχίζουνε να μιλούνε.

ΝΙΚΟΣ — Δε βαρυέσαι, Εμείς θα βρούμε τρόπο. Θα ιδής…. Μην είσαι δειλή….

ΔΩΡΑ — Έτσι τα λέτε για να με παρηγορήσετε.

ΝΙΚΟΣ — Πάλι πληθυντικό;

ΔΩΡΑ — Μη θυμώσης. Δεν θα το ξαναπώ. (Με παράπονο). Έπειτα σε λίγες μέρες θα φύγωμε. Εσείς θα με ξεχάσετε….

ΝΙΚΟΣ — Πάλι εσείς;

ΔΩΡΑ — Όχι, μη θυμώνης. Να, τώρα πήρα θάρρος. Εσύ θα με ξεχάσης…. Εγώ όμως θα πεθάνω, να το ξέρης. Σήμερα το κατάλαβα πως θα πεθάνω άμα φύγω μακρυά σου.

ΝΙΚΟΣ — Κουτό κορίτσι που είσαι. Μήπως εγώ δε θάρθω στας Αθήνας για το Πανεπιστήμιο; Θα σου γράφω, θα μου γράφης ωραία γραμματάκια, θα βλεπόμαστε στον περίπατο, καμμιά φορά κρυφά, και ύστερα, σα δεν θέλη ο μπαμπάς σου, ένα αμάξι μια νύχτα και: «Βάρα αμαξά. Στο Τατόι κατ' ευθείαν!» Ε;

ΔΩΡΑ — Α! όχι, όχι. Μην το πης αυτό. Μη και φοβάμαι από τώρα. Χτυπάει η καρδιά μου. Όχι. Χωρίς να θέλη ο μπαμπάς, ποτέ.

ΝΙΚΟΣ — Καλά, καλά θα ιδούμε. Μη θυμώνης!

ΔΩΡΑ — Όχι. Μην το ξαναπής αυτό που είπες. Καλλήτερα να πεθάνω.

ΝΙΚΟΣ — (Την τραβάει απάνω του και την φιλεί στο στόμα). Να! λοιπόν να μάθης να λες όχι.

(Από τη μεσιανή θύρα μπαίνουνε η Λέλα και η Θεατρίνα, χωρίς να τους εννοήσουν η Δώρα και ο Νίκος. Άξαφνα, μόλις τους βλέπουν, αποχωρίζονται τρομαγμένοι. Η Δώρα σκύβει στο τραπέζι σα να ζητή την κάρτα της, ο Νίκος προσπαθεί να δώση στη στάση του μία σημασία που δεν τη βρίσκει).

ΔΩΡΑ — (Από μέσα της). Αχ! Θεέ μου! (Η Λέλα και η Θεατρίνα προχωρούν αδιάφορες, μιλώντας μεταξύ τους).

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

Οι παραπάνω, ΛΕΛΑ, ΘΕΑΤΡΙΝΑ.

ΘΕΑΤΡΙΝΑ — (Προς τη Λέλα). Τα καϋμένα τα μικρά. Τους χαλάσαμε το ειδύλλιό τους.

ΛΕΛΑ — Αυτή είναι η ζωή. Πάντα κάποιος… (Προχωρούν αδιάφορες σα να μην επρόσεξαν. Η Δώρα απομακρύνεται ταραγμένη από το Νίκο και κάνει πως κάτι ζητεί στο τραπέζι. Πέρνει την καρτολίνα της και φεύγει προς την κάμαρη της. Ο Νίκος με αδιάφορο ύφος, αλλά με φανερή ταραχή προχωρεί προς τη μεσιανή θύρα και φεύγει. Η Λέλα και η Θεατρίνα προχωρούν αγκαλιασμένες και κάθονται σ' ένα καναπέ).

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

ΛΕΛΑ, ΘΕΑΤΡΙΝΑ

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Ένα ειδύλλιο. Ε;

ΛΕΛΑ — Αλλοίμονο! Στη ζωή όλες οι τραγωδίες αρχίζουν σαν ειδύλλια. Ο Θεός να τα φυλάξη τα καϋμένα τα μικρά. (Σε λίγο). Ξέρεις ποια είνε αυτή η μικρούλα;

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ. — Ποια;

ΛΕΛΑ — Η κόρη του Τάσσου.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τελείωσέ μου αλήθεια την ομιλία που μου άρχισες. Έλα κάθισε εδώ κοντά μου.

ΛΕΛΑ — Βλέπω σούχουν ετοιμάσει πια για την απαγγελία σου.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Μη μου αλλάζης κουβέντες. Η απαγγελία μου δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου. Μια που βρέθηκα στα λουτρά για την ισχιαλγία μου δεν μπόρεσα να ξεφύγω αυτή την αγγαρία. Εκείνο που μ' ενδιαφέρει είναι η ιστορία σου. Λέγε μου. Λέλα. Έλα, χρυσό μου. Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ.

ΛΕΛΑ — (Ξερά). Σου τα είπα όλα.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ. Δεν μούπες τίποτε. Μούπες μονάχα πως ο Τάσσος ταράχθηκε πολύ άμα σε είδε εδώ. Τον αγαπάς πάντα;

ΛΕΛΑ — Αυτό είναι που δεν ξέρω κ' εγώ.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Όμως ήρθες να τον βρης εδώ ενώ ήξερες πως έχει τώρα μαζή του την κόρη του και δεν έπρεπε ναρθής.

ΛΕΛΑ — Δεν ξέρω κ' εγώ πώς βρέθηκα μέσα στο βαπόρι και πώς βρίσκομαι εδώ. Μου φαίνεται πως είμαι υπνοβάτις και μία δύναμι με διευθύνει που δεν μπορώ να της αντισταθώ. Ήθελα να τον ιδώ ακόμα μια φορά. Νόμιζα πως αυτό θα μ' έφθανε. Ύστερα είδα πως δεν μ' έφθανε.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Αυτός σ' αγαπάει πάντα;

ΛΕΛΑ — Οι άνδρες δεν αγαπούν ποτέ.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Και όμως μούχες πη ότι σου υποσχέθηκε, πως όταν αποκαταστήση την κόρη του, όταν ξαναγίνη ελεύθερος και δεν θα φοβάται πια την κρίσι του κόσμου, θα ζήση πάντα μαζή σου. Δεν είναι έτσι;

ΛΕΛΑ — Μου το είπε. (Κλαίει). Η αλήθεια είναι πως μου το είπε.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Γιατί κλαις Λέλα;

ΛΕΛΑ — Αχ! μη μ' ερωτάς περισσότερα.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Πες μου, Λέλα μου.

ΛΕΛΑ — Το εμπόδιο δεν ήτανε η κόρη του. Η ταραχή του δεν ήταν η κόρη του. Τα έμαθα όλα χθες το βράδυ.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τι;

ΛΕΛΑ — Το ταξείδι του στα λουτρά ήτανε για να συναντήση μια παλιά του ερωμένη. Εχθές όλο το βράδυ ήτανε μαζή της.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τον ξαναείδες από εχθές.

ΛΕΛΑ — Όχι. Τούγραψα όμως σήμερα το πρωί.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τα παράπονά σου;

ΛΕΛΑ — Κάθε άλλο Τούγραψα εκείνα που τούπα και προφορικώς. Πως είναι ελεύθερος δηλαδή να κάμη ό,τι θέλει. Ότι εγώ δεν είμαι γυναίκα για να αφοσιωθώ, ούτε να ζηλέψω. Τον συμβούλευσα να πανδρευθή με μια τίμια γυναίκα για το χατήρι της κόρης του και τον βεβαίωσα πως εγώ θα κρατήσω πάντα την καλύτερη ενθύμησι της αγάπης του και θα είμαι ευτυχισμένη να ξέρω πως είναι ευτυχής. Εγώ, του είπα, φεύγω. Οι γυναίκες του είδους μου, του είπα, δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς περιπέτειες. Και τον αποχαιρέτισα όσο θερμότερα μπορούσα, με τη διαβεβαίωσι πως τις λίγες μέρες που θα μείνω εδώ δεν θα δείξω πως τον γνωρίζω.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Θα κατάλαβε την ειρωνεία σου.

ΛΕΛΑ — Οι άνδρες δεν καταλαβαίνουν ποτέ την ειρωνία των γυναικών. Να η απόδειξι. (Βγάζει από το σακάκκι της ένα γράμμα και το δίνει της Θεατρίνας).

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ. — (Παίρνει το γράμμα και το διαβάζει). «Αγαπητή μου Λέλα, δεν είχα ποτέ αμφιβολία ότι ήσουν μια ευγενική και τίμια ψυχή. Αποχωρίζομαι με την πιο βαθειά λύπη από σένα. Γι' αυτό δεν θέλω νάχης την παραμικρή αμφιβολία. Τα καθήκοντά μου και η στοργή μου για τη Δώρα μου επιβάλλουν θυσίες, από τις οποίες η στέρησί σου δεν είναι η μικρότερη. Εσύ είσαι νέα και ωραία κ' η ζωή σου χαμογελά ακόμα. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία γλυκειά μου Λέλα. — Τάσσος.» (Η Θεατρίνα διπλώνει το γράμμα και μένει σκεπτική).

ΛΕΛΑ — (Ειρωνικά). Θαυμάσια ε; Τα καθήκοντά του προς τη Δώρα πως
    σου φαίνονται; Και η ευτυχία που μου εύχεται ….

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Πού ξέρεις αν δεν είναι ειλικρινής; Σου γράφει με
    τόση συμπάθεια!

ΛΕΛΑ — Η ειλικρίνεια δε μιλεί τόσο γλυκά. Μονάχα η υποκρισία έχει
    το μέλι στα χείλια.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Φαίνεται ναγαπά πολύ την κόρη του. Πού ξέρεις;

ΛΕΛΑ — Ναι. Γι' αυτό φροντίζει να της βρη μια μητέρα. Εγώ, το ξέρω, δεν μπορούσα να γίνω μητέρα αυτού του κοριτσιού. Εγώ είμαι μία λεπρή…. Ας ήτανε όμως ειλικρινής.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Εσύ φαίνεσαι να υποφέρης πολύ, Λέλα. Δεν το περίμενα
    από το χαρακτήρα σου. Ήσουν τόσο εύθυμη πάντα.

ΛΕΛΑ — Η ευθυμία δεν δείχνει πάντα την ευτυχία. Κάποτε συμβαίνει
    το αντίθετο.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Γνώρισες τους άνδρες. Έπρεπε να το περιμένης

ΛΕΛΑ — Κάθε φορά που αγαπά κανείς αρχίζει από το άλφα. Η πείρα δε χρησιμεύει σε τίποτε στην αγάπη.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Προσπάθησε να τον ξεχάσης .. .

ΛΕΛΑ — Θα τον ξεχάσω. (Χαμογελά. Μια προσποιητή ευθυμία ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της). Αλήθεια. Πρέπει να τον ξεχάσω.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Μπράβο. Γίνου εύθυμη. Η μελαγχολία δε σου ταιριάζει.

ΛΕΛΑ — Θα τον ξεχάσω. Σου υπόσχομαι πως θα τον ξεχάσω. Είναι τα τελευταία δάκρυα που χύνω γι' αυτόν. Να! Σκουπίζω τα μάτια μου. Όλα περάσανε. (Πιάνει τα χέρια της Θεατρίνας). Φίλησέ με.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — (Σκύβει να την φιλήση). Μπράβο, Λέλα μου. Δεν αξίζει τον κόπο για τους άνδρες. (Καθώς μετακινείται αισθάνεται έναν ζωηρό πόνο και φέρνει το χέρι της στο ισχίο). Αχ! Πώς πόνεσα! Αυτή η ισχιαλγία. Και σε μισή ώρα έχω να παραστήσω, Πώς θα κινηθώ;

ΛΕΛΑ — Δεν κάνεις μια ένεση;

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Αυτό ίσα-ίσα σκεπτόμουν. Θα στείλω να φωνάξω το γιατρό.

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

Οι παραπάνω, ΜΠΑΡΜΠ-ΑΡΓΥΡΗΣ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — (Καθώς μπαίνει). Δεν είναι πια ζωή αυτή. Βαρέθηκα με
    τα σωστά μου .. .

ΛΕΛΑ — Να ο Μπάρμπ-Αργύρης. Θα τον παρακαλέσω να πάη για το
    γιατρό….

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ. Καλησπέρα σας. (Προς τη Λέλα). Καλησπέρα κυρία μου.
    Μήπως είδατε την κυρία Δώρα αποδώ;

ΛΕΛΑ — Όχι Μ-Αργύρη δε φάνηκε. Ίσως είναι στη κάμαρά της.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ο πατέρας της ανησυχεί που δεν κατέβηκε ακόμα κάτω. Πάω να ιδώ στην κάμαρά της, με συγχωρείτε. (Ενώ φεύγει), Αυτή η δουλειά γίνεται όλη τη μέρα.

(Φεύγει).

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

ΛΕΛΑ, Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Πώς πονώ!

ΛΕΛΑ — Πάμε στην κάμαρά σου. Θα σου τα τοιμάσω όλα για την ένεση, σαν καλή νοσοκόμα.

Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Είσαι τόσο καλή, Λέλα μου. (Σηκώνονται. Η Λέλα της δίνει το μπράτσο της και της σφίγγει το χέρι) Τα χέρια σου είναι παγωμένα!

ΛΕΛΑ — Δεν είναι τίποτε. Τώρα αισθάνομαι πολύ καλά.

(Επιστρέφει ο Μ-Αργύρης)

ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ

Οι παραπάνω, Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δεν είναι ζωή αυτή. Κλάματα αποδώ, γκρίνιες αποκεί, νεύρα . .. Πάλι τα ίδια έχομε.

ΛΕΛΑ — Τι τρέχει Μ-Αργύρη;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Τι να τρέχη κυρία μου; Να. Δε θέλει να κατεβή κάτω λέει. Είναι άρρωστη. Την πονεί το στομάχι της. Κάθεται σκυμμένη απάνω στο μαξιλάρι της και κλαίει. Τώρα που θα πάω να το πω του κυρ-Τάσσου θα τα βάλη μ' εμένα. Όλα στον Μ-Αργύρη ξεσπούνε.

ΛΕΛΑ — Μου κάνεις μια χάρι Μ-Αργύρη; Αν ιδής κάτω το γιατρό πες πως τον ζητούνε στο 11. Είναι ανάγκη.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Στους ορισμούς σας, κυρία.

(Η Θεατρίνα και η Λέλα φεύγουνε).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, ΦΛΕΡΗΣ, αργότερα ΜΙΣΤΡΑΣ

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ήρθα να ξανασάνω και βρήκα μαλλί να ξάνω. (Ενώ προχωρεί προς τη μεσιανή θύρα, συναντά τον Φλέρη που μπαίνει ορμητικός).

ΦΛΕΡΗΣ — Θα τρέχω από πίσω σου να σε κυνηγώ; Πού σ' έστειλα;
    Περιμένω μια ώρα.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Βλέπεις πως έρχομαι. Δεν μπορώ να γίνω εκατό
    κομμάτια, κύριε Τάσσο μου.

ΦΛΕΡΗΣ — Παράγινες. Το ξέρεις;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ας όψωνται που με κατάντησαν.

ΦΛΕΡΗΣ — Πού είναι η κυρία Δώρα;

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Είναι άρρωστη λέει. Κλαίει μες την κάμαρά της. Δεν θέλει να κατεβή.

ΦΛΕΡΗΣ — Αρχίσαμε τα ίδια; Θα την κάνω εγώ να της περάσουν αυτά τα κλάματα. Αυτά μας λείπανε τώρα. (Κάνει να προχωρήση δεξιά. Την στιγμή αυτή μπαίνει ο Μιστράς από την μεσιανή θύρα).

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ πάω. (Προχωρεί στη μεσιανή θύρα, όπου απαντιέται με το γιατρό).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν άρχισε, πάει να πη, ακόμα η απαγγελία.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — (Καθώς βγαίνει προς το γιατρό). Γιατρέ σε ζητούνε στο 11. (Φεύγει).

ΦΛΕΡΗΣ — Τι απαγγελία, αδερφέ; Δε βλέπεις πάλι;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι τρέχει;

ΦΛΕΡΗΣ — Τα ίδια της συχωρεμένης. Η προκομένη μου κάθεται στην κάμαρά της και κλαίει και κάνει την άρρωστη. Δε μου λες επί τέλους, γιατρέ, τι έχει αυτό το παιδί;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Σου είπα, φίλε μου. Δε θέλεις να μ' ακούσης. Ε; τι θέλεις να σου κάνω, μάτια μου;

ΦΛΕΡΗΣ — Άφισε τις αννοησίες, γιατρέ μου, αν αγαπάς το Θεό!

ΜΙΣΤΡΑΣ — Σου μιλώ σοβαρά. Η Δώρα είναι ερωτευμένη, μα το καλό
    που σου θέλω.

ΦΛΕΡΗΣ — Αυτό μας έλειπε. Ακόμα δε βγήκε απ' τ' αυγό, θέλει κι'
    έρωτες.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Ξεχνάς τα δικά σου. Πολύ εύκολα τα ξεχνάς, να σε χαρώ.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι το ίδιο. Παιδιάτικες αννοησίες.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Να παντρέψης το κορίτσι σου, Τάσσο.

ΦΛΕΡΗΣ — Θα το παντρέψω όταν ξέρω εγώ και όταν νομίζω εγώ. Δεν
    είναι η ώρα.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Είσαι κύριος να κάμης ό,τι θέλεις. Του λόγου σου
    προστάζεις.

ΦΛΕΡΗΣ — Πήγαινε να τήνε ιδής, σε παρακαλώ και γράψε κανένα
    γιατρικό.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Πηγαίνω. Μα το γιατρικό σου το είπα από τώρα. Να το
    ξέρεις, μάτια μου.

ΦΛΕΡΗΣ — Άφισε σε παρακαλώ τις συμβουλές. Σου ζήτησα συνταγή.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Σαν επιμένεις. Σου δίνω πάλι ένα κουρέλι. Ut aliquid fiad, που λέει κι' ο Λατίνος. Πες μου αλήθεια. Πώς πάνε οι δικές σου οι δουλειές; Ξαναρχίζει λοιπόν, πάει να πη, το παλιό ειδύλιο; Τι τρέλλα! Τι τρέλλα!

ΦΛΕΡΗΣ — Άφισέ τα, γιατρέ. Δεν έμαθες τα άλλα νέα.. .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Ποια;

ΦΛΕΡΗΣ — Η Λέλα ήρθε εδώ. Βρίσκεται στα λουτρά.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Του Διαβόλου τη γυναίκα. Πάει να πη σούγινε κολυτσίδα. Σου τρέχει ξοπίσω. Έτσι είναι αυτές οι γυναίκες πανάθεμά τες. Πες μου. Ξέρει τίποτε για τη Βέρα;

ΦΛΕΡΗΣ — Πού θες να ξέρη. Ποτέ δεν της είπα τίποτα. Άκουσε όμως γιατρέ. Τα πράματα δεν είναι όπως τα φαντάζεσαι.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Αμέ;

ΦΛΕΡΗΣ — Φεύγει η καϋμένη, φεύγει μακρυά, για πάντα. Ήρθε να μ'
    αποχαιρετίση.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Το πίστεψες; Ας κάνω το σταυρό μου. Καψερέ, στάθηκες
    πάντα ποιητής κ' ευκολοπίστευτος, σ' όλη σου τη ζωή.

ΦΛΕΡΗΣ — Αυτό που σου λέω γιατρέ.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Άμποτε, να δώση ο αφέντης ο Θεός. Την είδες;

ΦΛΕΡΗΣ — Ήρθε και με βρήκε εχθές, ότι έφυγες. Μου είπε μάλιστα πως αν με ξανασυναντήση θα κάνη πως δε με γνωρίζει. Καταλαβαίνει τη θέση μου. Είναι γυναίκα μ' αισθήματα, γιατρέ. Πίστεψέ με. Δεν ξέρεις πόσο με συγκίνησε…. Από χθες έχω ένα βάρος στην καρδιά μου. Καταλαβαίνω πως της φέρθηκα άσχημα.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Πάει να πη την αγαπάς ακόμα.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν στο κρύβω γιατρέ. Ποτέ μου δε θα τη ξεχάσω αυτή τη γυναίκα. Στάθηκε τόσο ευγενική και τόσο περήφανη μαζή μου. Μούδειξε την αγάπη της χίλιες φορές. Στην αρρώστεια μου σαράντα μέρες ξενύχτισε στο προσκέφαλό μου. Ποια τίμια γυναίκα θα φερνότανε έτσι; Και τώρα ακόμα, τώρα που νευριασμένος εγώ από την ιδέα πως με κυνηγάει, της κακομίλησα σαν τον τελευταίο παλιάνθρωπο, αυτή φάνηκε ανώτερη κι' ευγενικώτερη από μένα. Ναι γιατρέ. Αν σου πω πως δεν την αγαπώ αυτή τη γυναίκα ακόμα, θα με κολάση ο Θεός.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Πάρτηνε, μάτια μου, λοιπόν να μη σε κολάση.

ΦΛΕΡΗΣ — Μην αστειεύεσαι γιατρέ. Δεν πρόκειται γι' αυτό. Τώρα όλα τέλειωσαν μεταξύ μας. Το σχέδιο της ζωής μου το ξέρεις. Η Μοίρα μούφερε μπροστά μου τη Βέρα. Εχθές το βράδυ ξαναδέσαμε τη παλιά μας γνωριμία. Μία ιδανικώτερη αγάπη με κυβερνάει τώρα. Θα ξαναφέρω τη ζωή μου εκεί που παραστράτησε. Θα ξαναδέσω μια κλωστή που κόπηκε. Το τέλος της ζωής μου θέλω να το ξανακάνω ώμορφο, όπως ήταν η αρχή της. Σου τώπα πολλές φορές. Αυτό είναι τ' όνειρό μου.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Με τα λόγια, μάτια μου, κάνει ανώγεια και κατώγεια κανένας.

ΦΛΕΡΗΣ — Τα λόγια θα γίνουν πραγματικότητα αυτή τη φορά. Η Βέρα
    θα γίνη γυναίκα μου. Η Δώρα θα βρη τη φυσική της μητέρα. Κ' εγώ
    θα ξεχάσω όλη τη χαμένη ζωή που μεσολάβησε.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Meglio tardi que mai πάει να πη. Το σχέδιό σου είναι
    ώμορφο. Ωστόσο εγώ πάω να ιδώ την κόρη σου κ' έφτασα. Με ζητούνε
    και στο Ένδεκα!

ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ, ΚΥΡΙΟΙ, ΚΥΡΙΕΣ, Ο ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ, ΛΕΛΑ

(Μπαίνουν, κύριοι και κυρίες, χαιρετούν τον Φλέρη, άλλοι περιφέρονται απάνω κάτω στην αίθουσα, άλλοι κάθονται στις καρέκλες σε χωριστούς ομίλους).

ΑΝΘΥΠΟΛ. — (Πλησιάζει το Φλέρη). Ήρθατε απ' τους πρώτους βλέπω
    για την απαγγελία.

ΦΛΕΡΗΣ — Δηλαδή είχα ανεβεί για μια άλλη δουλειά και βαρέθηκα να
    κατεβώ. Πότε αρχίζει η απαγγελία; Μήπως ξέρεις;

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Μα είνε ώρα υποθέτω. Είμαι περίεργος νακούσω αυτή τη νέα θεατρίνα. Εγώ έλειπα λίγα χρόνια στο εξωτερικό και δεν παρακολούθησα το θέατρό μας. Λένε πως έχει μεγάλο τάλαντο αυτό το κορίτσι.

ΦΛΕΡΗΣ — Ομολογουμένως. Είν' ευτυχία στη μονοτονία αυτή των
    λουτρών νάχωμε μία τόσο εκλεκτή καλλιτεχνική παρένθεση.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Μα τι θέμα εδιάλεξε η ευλογημένη; Οφηλία μ' αυτή τη
    ζέστη!

ΦΛΕΡΗΣ — Χα, χα! Μ' αρέσει αυτή η μετεωρολογία της τέχνης!
    Βρίσκετε πως τα θλιβερά θέματα ταιριάζουν περισσότερο με το κρύο.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Ξέρω κ' εγώ. Μου φαίνεται.

ΦΛΕΡΗΣ — Έχω την ιδέα πως και με το κρύο σας αρέσουν τα εύθυμα θέματα. Α! φίλε μου. Αυτό σημαίνει πως είσθε ευτυχισμένος στους έρωτές σας και σας συγχαίρω ολοψύχως.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Είσθε δηλαδή σύμφωνος.

ΦΛΕΡΗΣ — Ήθελα να ήμουν. Όμως — βλέπετε — εγώ θακούσω ευχαρίστως τους στεναγμούς της Οφηλίας.

ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

Οι παραπάνω, ΜΙΣΤΡΑΣ, ΔΩΡΑ

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Μπαίνει απ' τη δεξιά θύρα δίνοντας το μπράτσο του στη Δώρα. Εκείνη προχωρεί με κόπο και σαν να σέρνεται προς τον Φλέρη). Βλέπεις μάτια μου, πως είμαι τέλειος γιατρός. Σήκωσα την άρρωστή μου από το κρεβάτι και τη φέρνω στον αγαπημένο της μπαμπά.

ΦΛΕΡΗΣ — Ελπίζω πως την έκαμες καλά. Ήτανε καιρός.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Αυτό δεν το εγγυώμαι, να σε χαρώ.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος μαζή της. Βαρέθηκα
    αυτές τις αρρώστιες κάθε λίγο, δίχως κανένα λόγο.

ΔΩΡΑ — Φταίω εγώ μπαμπά, αν είμαι άρρωστη; Αισθάνομαι τόσο
    άσχημα. Και με μαλλώνετε. (Φέρνει το μαντύλι στα μάτια).

ΦΛΕΡΗΣ — Είπα πως εννοώ να παύσουν αυτά τα κλάματα. Με συγκινούνε
    όσο και οι βρύσες που τρέχουν στο δρόμο.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τάσσο μα την αλήθεια του Θεού, είσαι πολύ κακός σήμερα.
    Παραιτούμαι από γιατρός σου.

ΔΩΡΑ — Μα τι φταίω εγώ, μπαμπά; Μήπως το θέλω;

ΦΛΕΡΗΣ — Κάτσε εκεί και ησύχασε. (Προς το γιατρό). Δεν μου λες
    γιατρέ, τι έπαθε η θεατρίνα;

ΑΝΘΥΠΟΛ. — (Που στεκότανε για λίγο παράμερα). Αλήθεια τι έπαθε
    γιατρέ; (Προσέχουν κ' οι άλλοι από τους διαφόρους ομίλους).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τίποτε σπουδαίο. Είχε ένα παροξυσμό από την ισχυαλγία της και της έκαμα μια ένεσι από μορφίνη. Σε λίγα λεπτά υποθέτω πως θα είναι σε θέση να κατεβή. Η μορφίνα, μάτια μου, είναι το δεξί μας χέρι εμάς των τσαρλατάνων.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

Οι παραπάνω, ΒΕΡΑ.

(Η Βέρα μπαίνει μόνη της, με μαύρη φορεσιά, σοβαρή και με κουρασμένο βήμα. Δείχνει ίχνη παλιάς ωμορφιάς, λίγο μαραμένης, το βλέμμα της είναι κουρασμένο και τα κινήματά της σοβαρά κ' επίσημα, δίνουν μια αριστοκρατική έκφραση στο σύνολό της. Χαιρετάει με κλίσι του κεφαλιού διαφόρους γνωστούς της και προχωρεί ζητώντας να βρη παράμερα κάποιο κάθισμα. Ο Φλέρης καθώς περνάει τη χαιρετάει με αδιόρατη ταραχή, σηκωνόμενος απ' τη θέση του, καθώς κι' ο ανθυπολοχαγός. Η Βέρα βλέποντας τη Δώρα με τα φασσαμέν της, σταματάει μια στιγμή).

ΒΕΡΑ — Α! η συμπαθητική μου η μικρούλα. Τι κάνεις μικρή; (Την αγκαλιάζει και την φιλεί). Κύριε Φλέρη! (Του δίνει το χέρι της). Ξέρετε ότι είμαι ερωτευμένη με την κόρη σας. Τι χαριτωμένο κοριτσάκι.

ΦΛΕΡΗΣ — Μην της δίνετε αέρα, δεσποινίς. Εγώ δεν είμαι καθόλου
    ευχαριστημένος μαζή της.

ΒΕΡΑ — Ελάτε αφήστε τις αστειότητες. Εγώ θα καθίσω κοντά της. Να!
    Εδώ …. Με θέλεις μικρούλα μου;

ΔΩΡΑ — Ακούτ' εκεί, δεσποινίς. Μεγάλη χαρά μου. (Κάθεται κοντά
    της και την χαϊδεύει).

ΦΛΕΡΗΣ — Ώστε έχομεν απαγγελία σήμερα.

ΒΕΡΑ — Εγώ υπέθετα πως θάχη αρχίση πια. Είμαι πάντα τόσο αφηρημένη που παρ' ολίγον να το ξεχάσω.

ΦΛΕΡΗΣ — Ευτυχώς δεν το εξεχάσατε. δεσποινίς.

ΒΕΡΑ — Ναι, ευτυχώς. Γιατί ήθελα νακούσω αυτόν τον νέον αστέρα.
    Και γιατί αργούν;

ΦΛΕΡΗΣ — Μα, κάποια κακοδιαθεσία του αστέρος. Ο φίλος μου
    (δείχνει τον Μιστρά) μπορεί να σας πληροφορήση.

ΒΕΡΑ — Ο κύριος είναι αστρονόμος;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Όχι, per Dio!

ΦΛΕΡΗΣ — Είναι ο γιατρός μου, ο αγαπητός μου φίλος κ. Μιστράς. Σας τον παρουσιάζω. Η δεσποινίς Μεράτη.

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Υποκλίνεται). Αστρονόμος! Η γιατρική μου είναι το βέβαιον κυρά μου, ότι πρώτη φορά ανέβηκεν ως τα άστρα για να θεραπεύση μια ισχυαλγία. Ελπίζω όμως ότι σε λίγα λεπτά… Όμως να! Έρχεται νομίζω η δεσποινίς Λέλα, η φιλενάδα της Θεατρίνας, που μου έκαμε και τη νοσοκόμα. Αυτή θα μας δώση τις τελευταίες πληροφορίες.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Οι παραπάνω, ΛΕΛΑ.

(Η Λέλα μπαίνει με μεγάλη ζωηρότητα και ευθυμία. Χαιρετάει δεξιά και αριστερά με γλυκά βλέμματα προς τους κυρίους. Καθώς προχωρεί συναντά μπροστά της τον ανθυπολοχαγό, τον πέρνει από το μπράτσο και του μιλεί με γέλια. Προχωρούν στο προσκήνιο. Ο Φλέρης ταράσσεται και βγάζει μια εφημερίδα από τη τσέπη του. Κάνει πως διαβάζει.)

ΛΕΛΑ — Τι αστείο πράμα που είναι η μορφίνη. Αστειότατο . .. (Γελάει).

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Δεν βρίσκω τι αστειότητα μπορεί νάχη.

ΛΕΛΑ — (Ξεκαρδισμένη). Σας βεβαιώνω πως είναι αστειότατο. (Προς το Μιστρά). Γιατρέ δεν είσθε ευχαριστημένος από τη νοσοκόμα σας; Πέστε μου;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Ενθουσιασμένος. Μα τι βρήκατε, αστείο, κοκώνα μου;

ΛΕΛΑ — Δεν ξέρω. Και η μορφίνα και η βελονίτσα σας που την κάψατε στη φλόγα και σεις ακόμα με τη σοβαρότητα που κρατούσατε τη βελονίτσα αυτή, όλα μου φάνηκαν τόσο αστεία. Δεν είναι αστεία; Χα, χα, χα! Στο Θεό σας, γιατρέ. Και να βλέπατε τώρα τη συγκίνησι που έχει η φιλενάδα μου. Τα μάτια της γυαλίζουν. Είναι μερικά πράγματα που μου φάνηκαν τόσο αστεία. (Πέφτει απάνω στον ανθυπολοχαγό και γελάει. Όλοι την κυττάζουν παράξενα. Η Βέρα καρφώνει απάνω της τα φασαμέν. Ο Φλέρης φαίνεται ταραγμένος.)

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Σε καλό σας, δεσποινίς. Τι πάθατε;

ΛΕΛΑ — Πού θα καθίσωμε, φίλε μου. Να, εδώ σ' αυτό το τραπεζάκι ε;

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Όπου θέλετε. (Κάθονται. Η Λέλα του κρυφομιλεί με
    γέλια).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν θα κατεβή λοιπόν η Οφηλία; Την περιμένει τόσος
    κόσμος. Διάβολε! Μ' αυτή τη κάψα….

ΛΕΛΑ — Θα κατεβή. Ξέρετε όμως, γιατρέ, πως δεν τρελλάθηκε ακόμα εντελώς. Ο έρως του Αμλέτου δεν έφθασε ακόμη εκεί που πρέπει. Η καϋμένη η Οφηλία! Φαντασθήτε γιατρέ, να τρελλαθή από έρωτα…. (Γελάει). Τώρα κανένας δεν τρελλαίνεται ούτε αυτοκτονεί. Οι Οφηλίες και οι Βέρθεροι ήσαν του παληού καιρού. (Προς τον ανθυπολοχαγό). Τι θα μου προσφέρετε φίλε μου; Διψώ, διψώ, έχω μια φωτιά μέσα μου.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Ένα σιρόπι; Γκροζέι; Βυσσινάδα με πάγο; Τι θέλετε;

ΛΕΛΑ — Μα ποιος σας είπε φίλε μου, πως θέλω να σβύσω τη φλόγα μου; (Σοβαρά). Δέχομαι λίγο αλκοόλ, μια βενεδικτίνα, ό,τι θέλετε;

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Μια βενεδικτίνα! Με τη μεγαλύτερη ευχαρίστησι. Θα σας
    κάμη ευθυμότερη και ευγλωττότερη. (Κτυπά το κουδούνι). Παιδί, μια
    βενεδικτίνα. Δεν προτιμάτε σαμπάνια;

ΛΕΛΑ — Όχι. Οι εφημερίδες θα γράφουν αύριο: «Ο καμπανίτης
    έρρευσεν άφθονος,» Είδατε με τι σεβασμό μιλούν οι δημοσιογράφοι
    για τον «καμπανίτην».

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Δεν πιστεύω να ενασχοληθή ο τύπος με τα άτομά μας.
    Είμαστε τόσο άσημοι.

ΛΕΛΑ — (Σοβαρά). Πού το ξέρετε; Και όμως είνε φοβερό να γίνη
    κανένας ανάγνωσμα.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Ομιλάτε σαν άνθρωπος που ετοιμάζεται να κάμη
    σκάνδαλον. Τι σας ενδιαφέρει ο τύπος; Τι έχει να κάμη με μας;

ΛΕΛΑ — Είσθε ο πλέον ανόητος αξιωματικός του στρατού. Και ίσως ο
    ωραιότερος! (Τον χαϊδεύει).

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Α! α! α! (Ο υπηρέτης φέρνει τη βενεδικτίνα και
    σερβίρει. Πίνουν μ' ευθυμία).

ΒΕΡΑ — (Προς τον Τάσσο). Ποια είνε αυτή η γυναίκα; Η ευθυμία της
    αρχίζει να υπερβαίνει τα όρια. Φαίνεται μεθυσμένη.

ΦΛΕΡΗΣ — (Ταραγμένος). Δεν ξέρω ακριβώς. Τη βλέπω δύο τρεις μέρες
    στα λουτρά. Φαίνεται πως είναι φιλενάδα της θεατρίνας.

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Σκύβοντας). Είναι ολίγον από το είδος των ευθύμων
    γυναικών. Πάει να πη …. Κατάλαβες, κοκώνα μου;

ΛΕΛΑ — Στην υγειά σου, ανθυπολοχαγέ. Ζήτω η ευθυμία! Στην υγειά σας, γιατρέ. (Σηκώνει το ποτήρι προς τον Μιστρά). Να θυμάσθε πως σας έκαμα μια φορά τη νοσοκόμα.

ΜΙΣΤΡΑΣ: — Ευχαριστώ, κοκώνα μου. Ευχαριστώ.

ΛΕΛΑ — (Προς τον Μιστρά). Μα εκείνη η βελονίτσα σας γιατρέ. (Γελάει). Με τι κακία που τη μπήξατε στο δέρμα της φιλενάδας μου. Τι σκληρός άνθρωπος που είσθε. Εγώ δε θα σας άφινα ποτέ μου να με τρυπήσετε έτσι.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Είσαστε τόσο λιγόψυχη, κοκώνα μου;

ΛΕΛΑ — Ω! τρέμω το αίμα, τρέμω το αίμα. Δε θάκανα για γιατρός, σας βεβαιώνω. Μόνο οι άνδρες είναι καμωμένοι για το σκληρό αυτό επάγγελμα. (Προς τον ανθυπολοχαγό). Μα, ανθυπολοχαγέ, εσύ κοιμήθηκες. Τι ψόφιοι άνθρωποι που είσθε όλοι σας! Εμπρός, ένα ποτηράκι ακόμη! (Πίνει). Ευθυμήστε λοιπόν, ευθυμήστε πριν χυθή εδώ μέσα το πνεύμα του Σαίξπειρ. Ιπ, ιπ, ουρρά! (Γελούνε όλοι, άλλοι εγκάρδια, άλλοι ειρωνικά. Ο Φλέρης παρακολουθεί τη σκηνή ταραγμένος, η Βέρα ψυχρή, η Δώρα κάτι σκύβει και λέει στη Βέρα).

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Να ζήσετε χίλια χρόνια, δεσποινίς. Είσαστε η χαρά προσωποποιημένη.

ΛΕΛΑ — Χίλια χρόνια! Έστω! Χίλια! Εβίβα ανθυπολοχαγέ.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ

Οι παραπάνω, ΥΠΗΡΕΤΗΣ.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — (Μπαίνοντας από τη μεσιανή θύρα). Κυρίες και Κύριοι, η θεατρίνα σας ζητεί συχώρεση. Είναι πολύ ζαλισμένη και δε θα μπορέση να παραστήση. Αναβάλλεται γι' αύριο το απόγεμα.

ΟΛΟΙ — Α! α! Τι κρίμα, τι κρίμα!

ΛΕΛΑ — (Σηκώνετε απάνω). Γιατρέ, γιατρέ, τι μας κάματε με τη βελονίτσα σας. Η καϋμένη η θεατρίνα. Ποιος ξέρει τι έχει. Πηγαίνω να ιδώ.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν είναι τίποτε Ησυχάστε κοκκώνα μου. Συνειθισμένα πράγματα. Αφήστε την να ησυχάση.

ΛΕΛΑ — Τι κρίμα!

(Ο κόσμος σηκωμένος στο πόδι σχολιάζει την αναβολή. Άλλοι κάνουν να φύγουν. Άλλοι κοντοστέκονται).

ΑΝΘΥΠΟΛ. — (Προβαίνει στη μέση). Σταθήτε, κυρίες και κύριοι. Μία ιδέα! Μου κατέβηκε μία ιδέα. Μία και είμαστε εδώ θα παρακαλέσουμε τη δεσποινίδα Λέλα ν' αναπληρώση τη θεατρίνα. Απαγγέλλει θαυμάσια.

ΟΛΟΙ — Μάλιστα, μάλιστα. Σύμφωνοι!

ΛΕΛΑ — Ο ανθυπολοχαγός τρελλάθηκε! Εγώ να κάμω την Οφηλία! Το
    πνεύμα του Σαίξπειρ θα με κεραυνώση.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Κάθε άλλο. Θα μας απαγγείλετε τίποτα δικό σας, ένα
    ποίημα, ένα μονόλογο. Δεν έχει. Η απόφαση βγήκε.

ΟΛΟΙ — Βέβαια, βέβαια. Ένα μονόλογο. (Τριγυρίζουν τη Λέλα και τη παρακαλούνε, εκτός από τον Φλέρη, τη Βέρα και τη Δώρα, που στέκονται παράμερα).

ΛΕΛΑ — Αδύνατο. Δε θυμούμαι τίποτε. Ανθυπολοχαγέ τρελλάθηκες!

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Το «Παραμύθι του Ερωτεμένου Γιάννη»! Θα μας το πήτε. Ξέρω καλά πως το θυμάσθε.

ΟΛΟΙ — «Του Ερωτεμένου Γιάννη», γενική απαίτησις.

ΛΕΛΑ — (Σαν να πείθεται). Έστω. Αφού επιμένη όλος ο κόσμος.

ΟΛΟΙ — Μπράβο, μπράβο.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Θα σας οδηγήσω στο βήμα. Δώστε μου το μπράτσο σας. (Της δίνει το χέρι και την οδηγεί στο βήμα. Στον ίδιο καιρό φωνάζει κρυφά τον υπηρέτη και κάτι του παραγγέλλει, Ο υπηρέτης φεύγει βιαστικά. Οι καλεσμένοι ξαναπέρνουν τις θέσες τους).

ΛΕΛΑ — (Στηρίζετε στο τραπέζι με τα δύο χέρια πίσω της). «Το παραμύθι του Ερωτεμένου Γιάννη» ….

        Ήταν μια φορά ένας Γιάννης
        Σ' ένα πράσινο χωριό,
        Και δεν είχε ούτε χαΐρι
        Και δεν είχε ούτε μυαλό.
        Μα σα Γιάννης, δίχως γνώση,
        Τον επόνεσε η καρδιά
        Και του κόλλησε μεράκι
        Για την κόρη του παππά!
        Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι
        Και γελούσαν Ωχ! Ωχ! Ω!
        Παλαμίδα σου μυρίζει
        Ν τ ε ϊ μ ε ν τ έ να φας κολοιό
    ΄
        Στον παππά πηγαίνει ο Γιάννης
        Μια και δυο και του μιλεί.
        Και την Ελενιώ γυρεύει
        Και το χέρι του φιλεί.
        Μα ο παπάς την αγιαστούρα
        Πέρνει ευτύς και τον ξορκίζει
        Και με τη χοντρή μαγκούρα
        Στην αυλή τον προβοδίζει
        Και, κρατώντας το στηλιάρι,
        Ανεβαίνει στο πατάρι:
         — Κόρη μου να σε χαρώ
        Δυο λογάκια να σου πω! —
        Την αρπάζει απ' την κοτσίδα
        Την πετάει στην αντρομίδα
        Και της κάνει τα πλευρά της
        Μαλακά, σαν την …. καρδιά της.

Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν χα, χα, χα. «Της αγάπης τις λαχτάρες Σουτ! και μήτε του παππά!»

Μα του Γιάννη το μεράκι Τώρα τούγινε φαρμάκι Φεύγει, πάει μια και δυο Στο ψηλό καμπαναριό Κάνει το σκοινί θηλειά Και κρεμιέται στα καλά! Κ' η ξανθή παππαδοπούλα Έγινε καλογρηούλα. Το Χτωήχι στο δεξί της Κομποσχοίνι στο ζερβί της. Ξέχασε πατέρα, μάνα Και τρελλά παραμιλλά — Χτύπα Γιάννη τη καμπάνα Για ναρχίση η λειτουργιά.

        Τάκουσαν μικροί μεγάλοι
        Και γελούνε χα, χα, χα,
         — Χτύπα, Γιάννη, τη καμπάνα
        Για ναρχίση η λειτουργιά!
            Χα! χα! χα!

ΦΩΝΕΣ — Μπράβο, μπράβο! Μπιζ! Μπιζ! (Χειροκροτήματα).

ΑΝΘΥΠΟΛ. — (Πέρνει από το χέρι του υπηρέτη που μπήκε αυτή τη στιγμή, ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα και το φορεί της Λέλας). Ζήτω η χαρά! Εξ ονόματος όλης της συντροφιάς σας στεφανόνω. (Η Λέλα υποκλίνεται, χαιρετά, ευχαριστάει, δεξιά κι' αριστερά).

ΦΩΝΕΣ — Μπιζ, μπιζ.

ΛΕΛΑ — Αδύνατο, αδύνατο. Σκάζω. Έχω δύσπνοια. Θέλω λίγον αέρα.

ΦΩΝΕΣ — Μπιζ, Μπιζ! Γενική απαίτησις.

ΛΕΛΑ — Αδύνατο!

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Δεν μπορείτε ναρνηθήτε.

ΛΕΛΑ — Έστω. Αλλά θα βγω να πάρω λίγον αέρα. Μούρχεται λιγοθυμία.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Σας συνοδεύω.

ΛΕΛΑ — Δεν θέλω κανένα μαζή μου. Ευχαριστώ. (Διορθώνει το στεφάνι στα μαλλιά της). Πέντε λεπτά, σε πέντε λεπτά. (Ορμάει προς την θύρα με ωραίαν ορμή).

Χ τ ύ π α Γ ι ά ν ν η τ η ν κ α μ π ά ν α Γ ι α ν α ρ χ ί σ η η λ ε ι τ ο υ ρ γ ι ά. Χ α! χ α! χ α!

(Φεύγει.)

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ

Οι παραπάνω, χωρίς τη Λέλα.

(Οι περισσότεροι ανασηκόνονται και μιλούν μεταξύ τους εύθυμοι και με μια έκφραση ευχαριστημένη για την απαγγελία).

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Τι θαυμάσια γυναίκα αλήθεια.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μεγάλο χάρισμα πάει να πη η ευθυμία, όταν είνε φυσική και αυθόρμητη. Φαντάζεσθε κυρίες και κύριοι, ότι αν δεν εμεσολαβούσε η ισχυαλγία και η μορφίνα μου — όλα και όλα — όλοι μας θα κλέγαμε τώρα με την Οφηλία. Θα ήτανε φοβερό μ' αυτή τη κουφόβραση.

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ — Αυτό το οφείλομε σε σας γιατρέ. Στη γιατρική σας…. (Γενική ευθυμία).

ΦΛΕΡΗΣ — (Ο οποίος έχει σηκωθεί μαζή με τη Βέρα και την κόρη του και μιλούν σοβαρά μεταξύ τους, χωρίς να λάβουν μέρος στη γενική ευθυμία). Πάμε, δεσποινίς Μεράτη. Δεν πιστεύω να έχετε όρεξι να ξανακούσετε αυτό το μονόλογο. - Εγώ έπληξα φοβερά.

ΒΕΡΑ — Με προλαμβάνετε, κύριε Φλέρη. Σας βεβαιόνω ότι αυτή η ευθυμία με κούρασε. Πάμε. Δεσποινίς δώστε μου το μπράτσο σας. Εγώ βλέπετε είμαι γρηα πια και κουράζομαι.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεσποινίς Βέρα… Τόση βία να γεράσετε… (Η Δώρα δίνει το χέρι της στη Βέρα και βγαίνουν. Ακολουθεί αποπίσω ο Φλέρης).

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Προς τον Φλέρη). Αποχωρείτε πάει να πη;

ΦΛΕΡΗΣ — Πάμε ως το νησάκι. Η ατμόσφαιρα εδώ μέσα είναι πληκτική Ιδιαιτέρως και ενοχλητική λιγάκι. Ωρεβουάρ, γιατρέ.

(Φεύγουν).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ

Οι παραπάνω, χωρίς το ΦΛΕΡΗ, τη ΔΩΡΑ και τη ΒΕΡΑ

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Γιατρέ ξεχάσατε την άρρωστή σας.

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ — Αλήθεια ποιος ξέρει τι έκαμε η μορφίνη. Δεν φοβείσθε
    μήπως η Οφηλία σας γλύτωσε για πάντα από τα βάσανα του κόσμου;

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑ — Αλήθεια έχετε ευθύνην, γιατρέ, απέναντι του
    στερεώματος, αν εσβύσατε έναν αστέρα. (Γέλια).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Α! όχι δα! Όχι τόσο! Πρέπει όμως να πάω να ιδώ. Πρέπει.
    (Κάνει να φύγη). Σαν είναι γιατρός κανένας, πάει να πη…

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ

(Ένας υπηρέτης μπαίνει δρομαίως και διευθύνεται προς τον Μιστρά)

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Γιατρέ, τρεχάτε. Γρήγορα. Γιατρέ . . .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι τρέχει πάλι; … Ησυχία δε μ' αφίνετε.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Αυτή η κυρία, που βγήκε αποδώ, σκοτώθηκε στο πάρκο. Τρεχάτε, γιατρέ. (Ο γιατρός μένει κατάπληκτος. Οι άλλοι τριγυρίζουν τον Μιστρά και τον υπηρέτη).

ΦΩΝΕΣ — Τι τρέχει γιατρέ; Τι είναι;

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Ταραγμένος πολύ). Καλέ δεν ακούτε; Η Λέλα σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε μέσα στο πάρκο. Ω! δυστυχία!

ΦΩΝΕΣ — Σκοτώθηκε! Σκοτώθηκε η Λέλα!

ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Δεν είναι δυο λεπτά. Χτυπήθηκε μ' ένα πιστολάκι στο στήθος. Τρεχάτε γιατρέ. Προφθάστε!

ΦΩΝΕΣ — Γιατρέ! Προφθάστε γιατρέ.

(Ορμούνε όλοι σαστισμένοι προς τη μεσιανή θύρα, ακολουθώντας το γιατρό, με χειρονομίες και αναφωνητά).

ΑΥΛΑΙΑ

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

(Το πάρκο τον ξενοδοχείου. Κάτω απ' τα δέντρα ένα τραπέζι του φαγητού στρωμένο. Νύχτα. Η σκηνή φωτίζεται από ένα ηλεκτρικό λαμπτήρα, που προβάλλει ανάμεσα απ' τα φυλλώματα.)

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ, ΜΙΣΤΡΑΣ, ΒΕΡΑ

(Ο Μιστράς, ο Φλέρης κ' η Βέρα κάθονται γύρω απ' το τραπέζι. Έχουν αποφάει και τσουγκρίζουν ποτηράκια του λικέρ, πίνοντας «εις υγείαν.» Ο Φλέρης στο αναμεταξύ αυτό ανασηκώνεται).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δε θαργήσης, Τάσσο.

ΦΛΕΡΗΣ — Πάω να ιδώ μια στιγμή την προκομένη μου. Αν τηνέ καταφέρω να κατεβή κάτω, πάει καλά. Ειδεμή θα γυρίσω αμέσως.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Έλα, μπράβο! Όσο για τη Δώρα μην ανησυχής. Τα είπαμε. Έχει σίγουρη αρρώστεια. (Ο Φλέρης κουνεί το κεφάλι του και αναστενάζει). Λοιπόν εμείς θα τα πούμε εδώ ένα χεράκι με την κυρία και σε περιμένομε να κάνω με το αποβέγγερο.

ΒΕΡΑ — Αλήθεια, κύριε Φλέρη. Σε λίγο θα βγη και το φεγγάρι και θα μας απαλλάξη απ' αυτή τη γυάλινη φούσκα. Θα είναι ωραία.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν αργώ. Έφθασα. Φεύγει προς το ξενοδοχείο.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

ΜΙΣΤΡΑΣ, ΒΕΡΑ

ΒΕΡΑ — (Αφού βεβαιώθηκε πως ο Φλέρης έχει απομακρυνθεί, σηκώνεται και γράφει του γιατρού να την ακολουθήσει προς το προσκήνιο. Ο Μιστράς την ακολουθεί. Ενώ προχωρούν του μιλεί εμπιστευτικά). Τι τρέχει επιτέλους, γιατρέ; Δεν έβλεπα την ώρα να σας βρω μονάχον. Εξηγήστε μου αυτό το μυστήριο.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Σας τα κουτσοείπα, κυρά μου, όσο μπόρεσα στο δρόμο. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η γυναίκα πληγώθηκε σοβαρά στο στήθος, ότι κινδυνεύει αυτή τη στιγμή και ότι ο Τάσσος δεν πρέπει να μάθη τίποτε.

ΒΕΡΑ — Τι φρίκη .. . Μα δε μου λέτε, σας παρακαλώ, ποιος λόγος είναι που ο κ. Φλέρης.. .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Απλούστατα. Ο Τάσσος πάσχει από την καρδιά του. Εδώ και λίγες μέρες έπαθε μια προσβολή συνάγχης. Θα πήτε βέβαια τι έχει να κάμη η τραγωδία μιας γυναίκας, ξένης γι' αυτόν. Πρέπει όμως να ξέρετε, (κομπιάζει και κοντοστέκεται), πως ο Τάσσος είχε μια αδερφή, που πέθανε εντελώς με τον ίδιο τρόπο. Εννοείτε πολύ καλά, πάει να πη . . . Δεν ξέρω αν εξηγούμαι.

ΒΕΡΑ — Πολύ φυσικά. Εγώ θαυμάζω ωστόσο πως μέσα σε μια πιθαμή τόπο καταφέρατε να κρατήσετε ως τώρα μυστικό το πράμα από τον κ. Φλέρη. Πρέπει να τον αγαπάτε πολύ.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Έκαμα, κυρά μου, ό,τι μπόρεσα, καθώς είδατε. Όταν έγεινε το κ ά ζ ο εσείς είσαστε πέρα στο νησάκι με τον Τάσσο και την κόρη του. Έκανα ό,τι μπόρεσα σ' αυτή τη δυστυχισμένη και αφού ειδοποίησα όσους μπόρεσα να κρατήσουνε το πράμα μυστικό, έτρεξα κατευθείαν στο νησάκι. Σας επήρα. Διωργάνωσα αυτό το γεύμα εδώ μέσα στα δέντρα, ύστερα το αποβέγγερο ως που να περάση αυτή η νύχτα. Τώρα θα βάλω τα δυνατά μου να καταφέρω τον Τάσσο να φύγη με το πρωινό βαπόρι. Αν τα καταφέρωμε ως το τέλος, πάει καλά. Ειδεμή ο Θεός βοηθός.

ΒΕΡΑ — Σας θαυμάζω, γιατρέ. Δείχνετε πως είσθε ένας σπάνιος φίλος.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Το καθήκον κάθε ανθρώπου, κοκώνα μου .. .

ΒΕΡΑ — Τι δυστυχίες, τι δυστυχίες στον κόσμο! Και δε μου λέτε, γιατρέ, πώς είναι αυτή η δυστυχισμένη.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Πώς θέλετε νάναι; Μια σφαίρα φυτεμένη στα πλεμόνια, εσωτερική αιμορραγία, εξάντληση μεγάλη. Βγάζει δε βγάζει τη νύχτα. Τη μεταφέραμε στο ξενοδοχείο της, της άφισα ένα γιατρουδάκι που βρέθηκε εδώ να την προσέχη και σε λίγο θα ξαναπάω να τηνέ δω. Θαρρώ όμως πως γυρίζει ο Τάσσος . . .

ΒΕΡΑ — Αλλ' ας αλλάξουμε κουβέντα.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Έσκασε το Φεγγάρι. Κυττάξτε τι ωραία πού φωτίζεται το βουνό. Capo d' opera!

ΒΕΡΑ — Μαγεία, μαγεία . . .

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

ΜΙΣΤΡΑΣ, ΒΕΡΑ, ΦΛΕΡΗΣ

ΦΛΕΡΗΣ — (Προχωρών προς το προσκήνιο). Σα συνωμόται στο σκοτάδι. Τι βλέπετ' εκεί;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Κάνομε υποδοχή στο φεγγάρι.

ΒΕΡΑ — Μόνος σας, κύριε Φλέρη. Δεν μας φέρατε τη μικρούλα.

ΦΛΕΡΗΣ — Αφίστε με, δεσποινίς, με τη μικρούλα μου. Είναι ένα
    πλάσμα ανυπόφορο. Δεν ξέρω ποιανού έμοιασε. Όχι βέβαια εμένα.
    Ίσως της μακαρίτισσας της μάννας της . . .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Πες καλύτερα της μάννας της μάννας της και τράβα
    κορδέλα ως τη συχωρεμένη την Εύα, ως την πρώτη μάννα, πάει να πη,
    όλων των γυναικώνε.

ΒΕΡΑ — Είναι στις κακίες του ο κ. Φλέρης σήμερα. Αφίστε τον.

ΦΛΕΡΗΣ — Έστω …

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μα τι κακίες, κοκώνα μου, τι κακίες! Ο Τάσσος πάει να πη, είναι ένας παράξενος άνθρωπος. Δεν θέλει να καταλάβη πως η κόρη του βρίσκεται στην οδοντοφυία του έρωτα. Είναι η τρίτη οδοντοφυία, να σας χαρώ, που τραβάει ο άνθρωπος. Τα πιο καλά πλάσματα γίνονται γκρινιάρικα. Σας αρέσει η θεωρία μου;

ΦΛΕΡΗΣ — (Θυμωμένα). Η θεωρία σου είναι καλή. Πρόσεξε μονάχα μην ξαναβγάλης, γιατρέ, τους φρονημίτες, που καθώς φαίνεται τους έχασες.

ΒΕΡΑ — Βλέπετε, γιατρέ, πως εξακολουθεί να είναι κακός ο κ. Φλέρης.

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Προς το Φλέρη). Δεν είναι παράξενο, φίλε μου. Έχομε παραδείγματα στην ιατρική που και γέροι καμμιά φορά ξαναβγάζουνε το χρυσό δοντάκι . .. Ωστόσο θαρρώ πως δεν έχεις το δικαίωμα να βασανίζης περισσότερο το κορίτσι σου. Ίσως θα μετανοιώσης αργότερα και θάναι αργά … Ένας γιατρός σου μιλεί.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν ήρθε η ώρα της ακόμα. Ας χαρή τη ζωή της…

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μα τι άλλο σου γυρεύει η καψερή, παρά τη χαρά της ζωής;
    (Προς τη Βέρα). Δεν έχω δίκιο, κοκώνα μου;

ΒΕΡΑ — Θα προτιμούσα να μη δώσω τη γνώμη μου, γιατρέ. Είναι λεπτό
    ζήτημα και ….

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Προς το Φλέρη). Δεν ήρθε η ώρα της. Είναι λοιπόν κανένας που προστάζει την ώρα που θα ξυπνήση η αγάπη; Κι' όταν ξυπνήση άξαφνα μέσα σ' ένα κορμί, μπορείς να της πης; «Κοιμήσου, ως που νάρθη η ώρα;»

ΦΛΕΡΗΣ — Άφισε τις θεωρίες, γιατρέ. Κάνε μου τη χάρη. Δεν πάμε να καθίσουμε;

ΒΕΡΑ — Αλήθεια. Εν τω μεταξύ σας αναγγέλλω ότι το φεγγάρι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του και επιβάλλει σιωπή. Πηγαίνω να σας απαλλάξω απ' το ελεεινό αυτό γλομπάκι, που προσβάλλει την ιερά Εκάτη. Η συζήτηση ας υποχωρήση στο ρεμβασμό.

ΦΛΕΡΗΣ — Κι' ο ρεμβασμός, αλλοίμονο, δεσποινίς είναι μια συζήτηση κι' αυτός. Μια συζήτησι που κάνομε με τον εαυτό μας. Και ίσως η χειρότερη. . .

ΒΕΡΑ — (Ενώ πιέζει το κουμπί του ηλεκτρικού απάνω στον κορμό του δέντρου). Όταν δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε με τον εαυτό μας.. Αυτό συμβαίνει συχνά. Έχετε δίκαιο. (Προς το Μιστρά). Τι κοντοστέκεσθε, γιατρέ.

ΦΛΕΡΗΣ — Είναι θυμωμένος μαζή μου.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Κάθε άλλο. Πηγαίνω να ιδώ έναν άρρωστό μου και ξαναγυρίζω.

ΒΕΡΑ — Εύχομαι, γιατρέ, ο ασθενής σας να είνε καλύτερα.

ΦΛΕΡΗΣ — Τον γνωρίζετε αυτόν τον ασθενή, δεσποινίς;

ΒΕΡΑ — Είναι ανάγκη να τον γνωρίζη κανείς; Φτάνει ότι είναι ένας ασθενής.

(Μικρή σιωπή. Ο Μιστράς φεύγει συλλογισμένος και χάνεται πίσω από τα δέντρα).

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΒΕΡΑ, ΦΛΕΡΗΣ, ΑΡΓΥΡΗΣ

(Ο Υπηρέτης. Προχωρεί κι' αρχίζει ναδειάζη το τραπέζι). Επιθυμεί τίποτε ο κύριος;

ΦΛΕΡΗΣ — (Ξερά). Όχι, ευχαριστώ.

(Απ' το μέρος του ξενοδοχείου φτάνει ο Αργύρης και περνάει μπροστά χωρίς να σταματήση. Ο υπηρέτης μαζεύει τα πράματα και φεύγει προς το μέρος του ξενοδοχείου.

ΒΕΡΑ — Για πού μπάρμπ-Αργύρη; Δε μας χαιρετάς;

ΑΡΓΥΡΗΣ — (Σταματάει). Καλησπέρα σας. Με συμπαθάτε. Κατεβαίνω ως στο γιαλό. Δε με κολλάει ύπνος απόψε. Δεν ξέρω τι έχω και δε με κολλάει ύπνος. Πάω να καμαρώσω τη θάλασσα με το φεγγάρι. Εκεί θα ξενυχτίσω μου φαίνεται. Καληνύχτα σας.

ΒΕΡΑ — Ο καϋμένος ο Αργύρης. Φαίνεται πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος.

ΦΛΕΡΗΣ — Καλά, Αργύρη. Πήγαινε. Καληνύχτα.

ΑΡΓΥΡΗΣ — (Ενώ φεύγει). Δεν μου κολλάει ύπνος. Δεν ξέρω τι έπαθα απόψε. (Φεύγει.)

ΒΕΡΑ — Δεν υπάρχει θλιβερώτερο θέαμα από ένα μελαγχολικό γέρο. Δεν ξέρω γιατί. . . Μα είνε κάτι τι σπαρακτικό. Κυττάξτε πως πηγαίνει στο φεγγάρι. Θαρρεί κανείς πως ψάχνει να βρη τον τάφο του, για να κοιμηθή για πάντα, για πάντα. Είναι η νύστα του θανάτου.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεσποινίς Βέρα, για όνομα του Θεού!

ΒΕΡΑ — Αλήθεια! Με συγχωρείτε. Δεν μπορώ ναφίσω την κακή αυτή συνήθεια να βλέπω τα πράματα. . . Και είναι τόσο μαγευτική βραδυά. Ας καθήσωμε εδώ. Όπου νάναι θάρθη και ο γιατρός.

(Ο υπηρέτης ξαναμπαίνει και μαζεύει τα τελευταία σερβίτσια.)

ΦΛΕΡΗΣ — Ανυπομονείτε νάρθη ο γιατρός; Πλήττετε μαζή μου;

ΒΕΡΑ — Δηλαδή φοβούμαι μήπως πλήξετε εσείς. Είμαι τόσο λίγο διασκεδαστική. (Ο υπηρέτης φεύγει.)

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

ΒΕΡΑ, ΦΛΕΡΗΣ

ΦΛΕΡΗΣ — Βέρα, άφισέ με να σου μιλήσω τώρα με το μικρό σου όνομα. Είναι η πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μοναχοί μας ύστερ' από δεκαοκτώ χρόνια. Άφισέ με να σου μιλήσω, όπως σου μιλούσα μια φορά.

ΒΕΡΑ — Μια φορά.. . Αλήθεια! Είναι τόσος καιρός από τότε;

ΦΛΕΡΗΣ — Τι έχει να κάνη ο καιρός.

ΒΕΡΑ — Θέλω να πω πως πέρασαν τόσα χρόνια. Μητέρες ξεχάσανε τα παιδιά τους τα πεθαμένα μέσα σε τόσον καιρό. . .

ΦΛΕΡΗΣ — Τα λόγια σου είναι απελπιστικά, Βέρα. Βλέπω τι θέλεις να μου πης. Από τη μνήμη σου σβύστηκε εκείνο πού ζητώ να ξυπνήσω. Ίσως έχεις δίκιο.

ΒΕΡΑ — Δε θέλω να πω αυτό. Ίσως δεν μπορώ να εκφρασθώ. Δε ξέρω να μιλώ με ώμορφα λόγια.

ΦΛΕΡΗΣ — Ήτανε φυσικό να ξεχάσης.. .

ΒΕΡΑ — Εγώ έδειξα πως δεν εξέχασα. Νομίζω πως το έδειξα. Ο καιρός δεν επέρασε για μένα. Δε μιλώ για τον εαυτό μου. Η ζωή μου σταμάτησε στην αρχή του δρόμου. Όμως σταμάτησε σ' ένα περιβόλι, που δε μαράθηκαν ποτέ τα λουλούδια του. Γιατί δεν άφισε να μαραθούν.

ΦΛΕΡΗΣ — Κ' εγώ θέλω να ξαναγυρίσω στην αρχή του δρόμου. Δεν είναι το ίδιο Βέρα; Τι σημαίνει αν ετράβηξα μπροστά εγώ. Ο δρόμος μου ήταν γεμάτος αγκάθια. Θέλω να ξαναγυρίσω ματωμένος και να ξεκουρασθώ. Δεν είναι φυσικό αυτό πού θέλω;

ΒΕΡΑ — Νομίζεις πως είναι εύκολο, να ξαναγυρίση κανένας τόσο
    δρόμο;

ΦΛΕΡΗΣ — Ω! ναι, το νομίζω. Είμαι βέβαιος. Είμαι βέβαιος γιατί το
    θέλω. Καθένας είναι κύριος να ξανακάμη τη ζωή του.

ΒΕΡΑ — Νομίζεις πως είναι κύριος; Πολύ φοβάμαι πως δεν είναι.

ΦΛΕΡΗΣ — Βέρα είσαι απελπιστική. Τα λόγια σου είναι πικρά. Με κυττάζεις παράξενα. Μια σκιά πέφτει στο πρόσωπό σου, που μου κάνει φόβο. Βέρα έλα να γυρίσωμε πίσω, έλα να γυρίσωμε στην παλιά εξοχή, μέσα στα πυκνά δέντρα. Έλα, Βέρα. (Της πιάνει τα χέρια, αυτή του τ' αφίνει αδιάφορα).

ΒΕΡΑ — Θα ήτανε καλύτερα να μη συναντηθούμε ποτέ.

ΦΛΕΡΗΣ — Έσβυσε λοιπόν το καθετί μέσα σου;

ΒΕΡΑ — Αν είχε σβύσει δεν θα μ' έμελε να συναντηθούμε. Θα είμαστε καλοί φίλοι και θα θυμόμαστε τα παλιά μας, όπως θυμούνται τα παραμύθια. Τώρα δεν μπορούμε να το κάμωμε. Δεν μπορούμε να είμαστε ούτε φίλοι.

ΦΛΕΡΗΣ — Μπορούμε να είμαστε όμως κάτι περισσότερο από φίλοι. Θα
    ξαναδέσωμε τη χρυσή κλωστή που κόπηκε. . .

ΒΕΡΑ — (Με κάποια ειρωνεία). Θα ξαναδέσωμε τη χρυσή κλωστή που
    κόπηκε; . . .

ΦΛΕΡΗΣ — (Πλησιάζει κοντά της περισσότερο). Βέρα, δεν είσαι η
    ίδια . . . Δε σε αναγνωρίζω πια.

ΒΕΡΑ — Αυτό είναι το φοβερό. Μήπως μπορεί να μείνη κανείς ο
    ίδιος:

ΦΛΕΡΗΣ — Εγώ δεν εξέχασα τίποτε όμως. Έλα, Βέρα! Η θλίψη δε σου ταιριάζει. Γίνου εύθυμη και γελαστή όπως τότε. Άφισέ με να σε ντύσω με τα σταχτιά κοντά φορέματα του σχολείου. Να σου απλώσω τη μακρυά σου κοτσίδα στις ώμορφες πλάτες. Να σου καρφώσω τα μεγάλα, χλωμά τριαντάφυλλα στο στήθος, που είχα κόψει, μόνος μου απ' τη τριανταφυλλιά του κήπου σου.

ΒΕΡΑ — Τάσσο, είναι κακό αυτό πού κάνεις. Σε παρακαλώ, μη! Είμαι άρρωστη, με σκοτώνεις. (Κλαίει).

ΦΛΕΡΗΣ — (Κρατώντας πάντα τα χέρια της). Έλα, Βέρα, να ξαναγυρίσουμε στην παλιά εξοχή, που μας πρωτοείδε να περπατούμε χειροπιασμένοι κάτω από τα μεγάλα δέντρα. Έλα. Θα σου δείξω ακόμη ένα μονοπάτι που δεν το περάσαμε. Θυμάσαι τη ρεματιά που κατρακυλίσαμε μια φορά, κρατημένοι από τους θάμνους; Είχαμε φτάσει ως τη μέση. Όμως ο ήλιος εβασίλευε κ' εσύ φοβόσουν τον πατέρα σου κ' ήθελες να γυρίσης στο σπίτι. Και δεν κατεβήκαμε ως κάτω. Θα κατέβωμε τώρα και θα βρέξωμε τα χείλια μας στο τρεχούμενο δροσερό νερό. Έλα. Βέρα .. .

ΒΕΡΑ — (Ειρωνικά). Θα κατέβωμε τώρα. (Θλιβερά). Νομίζεις πως μπορούμε να κατέβωμε τώρα; Τα πόδια μας τρέμουν, η αναπνοή μας πιάνεται.

ΦΛΕΡΗΣ — Ναι, Βέρα. Θα δροσίσω με τα χείλια μας στο δροσερό νερό της πηγής.

ΒΕΡΑ — Μη Τάσσο. Μην εξακολουθήσης πια. Είμαι άρρωστη. Με σκοτώνεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι γυρεύεις τ' αδύνατα και τ' ακατόρθωτα; Δεν το καταλαβαίνεις;

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν γυρεύω ταδύνατα, Βέρα. Όχι. . .

ΒΕΡΑ — Ταδύνατα γυρεύεις. Αλλοίμονο, ταδύνατα.

ΦΛΕΡΗΣ — Τότε δε με κατάλαβες ακόμα, Βέρα. Δεν εμπήκες στην ψυχή μου. Δεν είδες τόνειρο που γυρεύω να ξαναονειρευθώ μια φορά ακόμα. Δεν το είδες τόνειρό μου.

ΒΕΡΑ — Δεν είναι στο χέρι μας να ξαναονειρευθούμε δυο φορές το ίδιο όνειρο. Μια φορά βλέπει κανείς στη ζωή του ένα όνειρο.

ΦΛΕΡΗΣ — Στο χέρι μας είναι. Στο χέρι μας είναι Βέρα. Το ωραίο
    λουλούδι δε μαράθηκε μέσα μας. Λάμπει ακόμα με τα πρώτα του
    δροσερά χρώματα. Η αγάπη αγρυπνεί μέσα στην ψυχή μας και
    περιμένει.

ΒΕΡΑ — Το ωραίο λουλούδι. Αλήθεια. Σαν τα λουλούδια που κλείνομε
    για χρόνια μέσα στα παλιά σκονισμένα βιβλία. Αν το αγγίξωμε όμως
    θα γίνη στάχτη. Δεν είμαι εγώ που θαπλώσω τα δάχτυλά μου απάνω
    του. Ας μείνη κλεισμένο για πάντα.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν εννοώ τίποτε, Βέρα. Μιλάς σα Σίβυλλα.

ΒΕΡΑ — Αλλοίμονο. Μιλώ καθαρά και σκληρά. Ας μείνη έρημος ο βωμός της Αγάπης, όταν δεν έχη κανείς να προσφέρη πια μιαν ώμορφη θυσία.

ΦΛΕΡΗΣ — (Σα να συνέρχεται από ένα όνειρο). Μια ώμορφη θυσία!

ΒΕΡΑ — Μιλώ για τον εαυτό μου. Πώς να ζυγώσω στο βωμό, πώς θέλεις να ζυγώσω; Και τι να φέρω στους θεούς; Αλλοίμονο! Ένα σώμα αρρωστημένο, γερασμένο! Μια ψυχή πληγωμένη! Μια κουρασμένη σκέψη. Οι θεοί δε θα δεχτούνε τη θυσία μου. Θα μοιάζη σαν ιεροσυλία.

ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο!

ΒΕΡΑ — Μιλώ λοιπόν τόσο σκοτεινά, που δεν με καταλαβαίνεις;

ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο!

ΒΕΡΑ — Δε μιλείς Τάσσο; Δε με καταλαβαίνεις ακόμα;

ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο. Τα λόγια σου, Βέρα, στέκονται στα δικά μου τα χείλια. Εγώ είμαι το γερασμένο, το αρρωστημένο σώμα, εγώ είμαι η πληγωμένη ψυχή, εγώ είμαι η κουρασμένη σκέψη. Εγώ είμαι ο ανάξιος θύτης. Α! τι φως, τι φως έρριξες μέσα μου, Βέρα! Τι ερείπια, τι ερείπια μου φανέρωσες! Τετέλεσται! Αλλοίμονο, Βέρα!

ΒΕΡΑ — Και όμως πρέπει να είναι γενναίος κανένας. Γενναίος ως το τέλος. Είναι αρκετό ακόμα να μπορή να ζήση ο άνθρωπος μ 'ένα όνειρο, που δεν τώσβυσε με την ίδια την πνοή του. Ας ζήσωμε με αυτό. Είναι κάτι τι και είναι πολύ, σε βεβαιόνω.

ΦΛΕΡΗΣ — Βέρα, Βέρα! Πόσο είσαι ανώτερή μου.

ΒΕΡΑ — Ανώτερη από τη Μοίρα μου ίσως. Αυτό είνε το καθήκον του καθενός μας. Σε άλλους ανοίχτηκε ο δρόμος της ευτυχίας. Σε άλλους ο δρόμος των ηρωισμών. Αληθινά αξιολύπητοι είναι εκείνοι πού μένουν ανάμεσα στους δυο δρόμους. Τάσσο, μπορούμε τώρα να χωρισθούμε υπερήφανοι, χωρίς δάκρυα, χωρίς μεταμέλεια, να χωρισθούμε για πάντα.. . Δώσε μου το χέρι σου.

ΦΛΕΡΗΣ — (Της δίνει το χέρι). Βέρα!

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

ΒΕΡΑ, ΦΛΕΡΗΣ, ΜΙΣΤΡΑΣ

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Ενώ προχωρεί). Να πού σας έφθασα. Κράτησα το λόγο μου.

ΒΕΡΑ — Καλά που ήλθατε, γιατρέ. Για μένα είναι αργά και πρέπει να σας αφίσω. Είμαι τόσο κουρασμένη σήμερα. Κύριε Φλέρη, γιατρέ. . . (Δίνει το χέρι με προσποιητή αδιαφορία).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Και το αποβέγγερο; Α! κυρά μου, μας αφίνετε λοιπόν τόσο γρήγορα. . .

ΒΕΡΑ — Συχωρέσετέ με, γιατρέ. Βεβαιωθήτε πως μου είναι αδύνατο να μείνω περισσότερο. Είμαι τόσο άρρωστη σήμερα. (Χαιρετά και φεύγει με βήμα αργό και κουρασμένο, γλυστρώντας ανάμεσα στα δέντρα).

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

ΦΛΕΡΗΣ, ΜΙΣΤΡΑΣ.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι έτρεξε Τάσσο; Σε βλέπω λυπημένο…

ΦΛΕΡΗΣ — Τι έτρεξε; Αλλοίμονο. Κυνηγούσα μια χίμαιρα γιατρέ. Τώρα
    το καταλαβαίνω. Η παραστρατημένη ζωή δεν μπορεί να ξαναγυρίση
    στον πρώτο της δρόμο. . .

ΜΙΣΤΡΑΣ — Δόξα σοι ο θεός, που το καταλαβαίνεις. (Ο Μιστράς
    κυττάζει άξαφνα ανήσυχος μέσα στα δέντρα, προσπαθώντας να κρύψη
    την ταραχή του απ' το Φλέρη).

ΦΛΕΡΗΣ — Τι κυττάζεις εκεί γιατρέ; Είναι κανένας;

ΜΙΣΤΡΑΣ — Όχι. Τίποτε. Έτσι κύτταξα. Λέγε μου, λοιπόν. Τι απόγινε;

ΦΛΕΡΗΣ — Τι να σου πω; Δεν έχω πια να πω τίποτε. Απολύτως τίποτε.

(Ο Μιστράς μπαίνει μπροστά στο Φλέρη, ζητώντας κάτι να του κρύψη επίμονα).

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Ανήσυχος). Ώστε; Λοιπόν; . .. Δε μου λες;

ΦΛΕΡΗΣ — Μην ανησυχής γιατρέ. Ό,τι είδες το είδα. Άδικα προσπαθείς να μου το κρύψης.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι διάβολο! Τα παλιόπαιδα! Επήραν τόσο θάρρος…

ΦΛΕΡΗΣ — Μην ανησυχής. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Καλά
    έκαμαν. Πολύ καλά έκαμαν. Σε βεβαιόνω.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Αστειεύεσαι, Τάσσο; Άφισέ με να επέμβω εγώ. Δεν κάνει
    να ταραχθής εσύ.

ΦΛΕΡΗΣ — Δεν είναι καμμιά ανάγκη να επέμβης. Τώρα βλέπω τη χαμένη ζωή μου. Τώρα βλέπω τι κακό μου κάμανε οι άλλοι, Κύτταξέ με! Συντρίβω με τα χέρια μου την εξουσία του πατέρα.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μιλείς σοβαρά Τάσσο για ειρωνεύεσαι;

ΦΛΕΡΗΣ — Περισσότερο από σοβαρά. Μου έρχεται να σηκωθώ απάνω και να τους φωνάξω. Αγαπηθήτε, αγαπηθήτε, παρθήτε, γινήτε ένα. Δεν μπορείτε να ξαναγυρίσετε δυο φορές στην ευτυχίαν αυτή. (Δακρύζει).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τάσσο, είσαι άλλος άνθρωπος.

ΦΛΕΡΗΣ — Όμως, άκουσε γιατρέ. Έρχονται προς τα εδώ. Ας μην τους ταράξωμε την ευτυχία τους. Έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Αύριον θ' ανήκουν ο ένας εις τον άλλον. Έλα να κρυφθούμε. (Τον τραβάει από το χέρι).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τάσσο, με συγκινείς. Σου τορκίζομαι.

ΦΛΕΡΗΣ — Έλα, έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. (Τραβιούνται προφυλακτικά πίσω από τα δέντρα).

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

ΔΩΡΑ, ΝΙΚΟΣ

(Από το μέρος του κήπου προχωρούν σιγά δίνοντας τα χέρια ο Νίκος κ' η Δώρα. Η Δώρα φαίνεται φοβισμένη και κοντοστέκεται πάντα κάθε λίγο. Ο Νίκος συγκινημένος προσπαθεί να της δώση θάρρος, αγκαλιάζοντάς της τη μέση και σέρνοντας την μαζή του.)

ΝΙΚΟΣ — Μη φοβάσαι αγάπη μου. Κανένας δεν είναι εδώ τέτοιαν ώραν
    . . . Έλα μαζή μου.

ΔΩΡΑ — Όχι, όχι. Μη, Νίκο. Φοβάμαι. Νάξερες πως φοβάμαι. Θέλω να
    γυρίσω πίσω στο ξενοδοχείο. Άφισέ με να γυρίσω.

ΝΙΚΟΣ — Είσαι ανόητη, Δώρα. Τι λόγια είναι αυτά που λες; Έλα μαζή
    μου.

ΔΩΡΑ — Όχι Νίκο, να χαρής, μη με βιάζης. Αύριο πάλι. Αύριο θα
    ξανάρθω σου το ορκίζομαι. Άφισέ με να γυρίσω τώρα.

ΝΙΚΟΣ — Ωραία! Αύριο. Ακόμα δε κάναμε δυο βήματα, δεν είπαμε
    τίποτα και θέλεις να γυρίσης. Κι' αύριο πάλι τα ίδια. Θα κάνουμε
    άλλα δυο βήματα. (Ειρωνικά). Τι ωραία! Τι ωραία!

ΔΩΡΑ — Όχι Νίκο. Αύριο σου τωρκίζομαι, αύριο θα μείνω πολύ μαζή
    σου, ώρες αλάκερες. Θα πάμε όπου θέλεις. Σήμερα όμως φοβάμαι. Δεν
    ξέρω τι έχω και φοβάμαι σήμερα.

ΝΙΚΟΣ — (Σα θυμωμένος). Καλά να γυρίσης. Αφού θέλεις να γυρίσης,
    γύρισε. Δε σε βιάζω. Αύριο όμως δε θα με ξαναϊδής. Να το ξέρης.

ΔΩΡΑ — Μην είσαι κακός Νίκο. Να! Ήρθα μαζή σου. Δεν ήρθα; Τι
    παράπονα έχεις απομένα;

ΝΙΚΟΣ — Ωραία ήρθες. Σ' ευχαριστώ.

ΔΩΡΑ — Όχι! Μην είσαι κακός, Νίκο. Ποτέ δε σε είδα τόσο κακό. Αφού σου λέω πως φοβάμαι. Είναι πρώτη φορά που κάνω αυτό που κάνω. Είπα στον πατέρα μου πως είμαι άρρωστη. Πρώτη φορά είπα ψέματα στη ζωή μου για το χατήρι σου. Αν γυρίση ο πατέρας στο Ξενοδοχείο και δε μ' εύρη; Το φαντάζεσαι; Αν μας ιδή κανένας .. . Αχ! Θεέ μου!

ΝΙΚΟΣ — Αυτά είναι προφάσεις. Ο πατέρας σου κάθεται ως τις δυο από τα μεσάνυχτα και παίζει. Δε θαφίση το παιγνίδι του ναρθή να σ' εύρη. Το ξέρεις καλά.

ΔΩΡΑ — (Σκουπίζοντας τα μάτια της). Μήπως δεν το ξέρεις; Εγώ θέλω περισσότερο από σένα να μείνω μαζή σου. Γιατί είσαι κακός; Κι' αν θέλω να γυρίσω στην κάμαρά μου, το ξέρεις, θα κλαίω όλη τη νύχτα, ως το πρωί θα κλαίω μοναχή μου . . .

ΝΙΚΟΣ — Καλά γύρισε. Δε σε βιάζω.

ΔΩΡΑ — Μου το λες θυμωμένα.

ΝΙΚΟΣ — Όχι, καθόλου. Γύρισε . . .

ΔΩΡΑ — Με το καλό όμως. Φίλησέ με. Αύριο πάλι. Ε;

ΝΙΚΟΣ — Γιατί να σε φιλήσω; Μπορεί να μας ιδή κανένας…

ΔΩΡΑ — Νίκο.. είσαι κακός. Τι θέλεις απομένα; Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι.

ΝΙΚΟΣ — Νάρθης μαζή μου. Να! Δεν θα πάμε μακρυά. Θα πάμε να καθίσωμε εκεί αποπίσω, μέσα στα πυκνά τα δέντρα. Είνε ένας πάγκος εκεί και κανένας δεν περνάει αυτή την ώρα. Θα σ' έχω στην αγκαλιά μου. Θα πούμε τόσα πράματα. .. Δεν είπες πως έχεις να μου πης τόσα πράματα;

ΔΩΡΑ — Ναι, Νίκο μου. Σαν είμαι μοναχή μου συλλογίζομαι τόσα
    πράματα να σου πω. Μα σαν είμαι μαζί σου δεν μπορώ πια να τα πω,
    δεν έχω το θάρρος.

ΝΙΚΟΣ — Τώρα θα ιδής πως θα μου τα πης όλα. Κ' εγώ θα σου τα πω.
    Θα πούμε τόσα πράματα. Να ιδής, τι ωραία που θα είναι. Έλα, χρυσό
    μου.

ΔΩΡΑ — (Τον κυττάζει γλυκά). Έρχομαι. Βλέπεις τι καλή που είμαι,
    Δεν θαργήσωμε όμως, Νίκο; Ε; Έχω το λόγο σου.

ΝΙΚΟΣ — Έννοια σου. Πάμε. Έλα αγάπη μου. (Την τραβάει από τη μέση
    και προχωρούν. Χάνονται πίσω απ' τα δέντρα).

ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ

ΦΛΕΡΗΣ, ΜΙΣΤΡΑΣ

(Ο Φλέρης και ο Μιστράς βγαίνουν μέσα από τα δέντρα προφυλακτικά, παρακολουθώντας το ερωτευμένο ζευγάρι που χάνεται μέσα στη σκιά. Ο Μιστράς κρατεί από το μπράτσο το Φλέρη).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι όραμα ευτυχίας, αλήθεια! Πώς έχει καρδιά να διακόψη κανένας μια τέτοια ευτυχία! Αυτό συλλογίζομαι, μα το Θεό.

ΦΛΕΡΗΣ — Ούτε το δικαίωμα, γιατρέ. Τώρα καταλαβαίνω κ' εγώ πως ούτε η εξουσία του πατέρα, ούτε καμμιά εξουσία δεν έχει το δικαίωμα να βαλθή ανάμεσα δυο αγαπημένων πλασμάτων και να τα χωρίση.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι όραμα ευτυχίας, αλήθεια. Ένα φως νομίζω πως χύθηκε καθώς περάσανε, μέσα στη ψυχή μου.

ΦΛΕΡΗΣ — Σκλάβος είνε ο Έρως στον κόσμο. Σκλάβος ακόμα. Όταν σπάση τα δεσμά του, γιατρέ, η γη θα γεμίση από παρόμοιες ευτυχίες. Ο κόσμος θα γείνη ένας παράδεισος. Εμείς τότε θα είμαστε στάχτη, γιατρέ. . . Άκουσέ με να σου μιλήσω.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μαντεύω τι θα μου πης. Το μαντεύω.

ΦΛΕΡΗΣ — Γιατρέ, η Δώρα μου ανήκει στον ανεψιό σου. Είναι δική του. Ας τελειώνομε μια ώρα αρχήτερα, τους δίνω την ευχή μου. Ας είναι η ζωή τους πιο ευτυχισμένη από τη δική μας. Εμένα η ζωή μου παραστράτησε.. . Οι δικές μου ημέρες ήτανε ημέρες αγωνίες.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Χρωστούμε στα παιδιά μας την ευτυχία που δεν απολάψαμε εμείς. Έχεις δίκιο.

ΦΛΕΡΗΣ — Η ζωή μου παραστράτησε. Τα σημάδια από τα σίδερα της σκλαβιάς είναι βαθειά τυπωμένα απάνω της. Ζητώντας τη λευτεριά μου έδεσα μοναχός μου με καινούργια δεσμά την ψυχή μου, χωρίς να το καταλάβω. Και τη στιγμή που βρέθηκε μπροστά μου η γυναίκα, που μου αφωσιώθηκε με όλη της την ψυχή, και που την αγάπησα με τη δύναμι των δεκάξη μου χρόνων, εγώ σκιάχτηκα μπροστά στο φάντασμα της κοινωνίας, και χάλασα μια ευτυχία, γυρεύοντας να γυρίσω ανάποδα το ρεύμα της ζωής μου. Βλέπεις, γιατρέ, τι σκλάβοι που είμαστε, τι ελεεινοί σκλάβοι! Σκλάβοι σε όλη μας τη ζωή . . .

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Ταραγμένος). Σκλάβοι αλήθεια! Σκλάβοι!

ΦΛΕΡΗΣ — Όμως άκουσε γιατρέ. Είναι ανάγκη να ιδώ αμέσως τη Λέλα. Είμαι ένοχος μπροστά της και μπροστά στον εαυτό μου. Πρέπει να την ιδώ.

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Πάντα ταραγμένος). Τι θέλεις να πης; Δεν καταλαβαίνω.

ΦΛΕΡΗΣ — Είναι ανάγκη να ιδώ την Λέλα. Να την ιδώ το ταχύτερο.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Λες ανοησίες Τάσσο; Τι να την κάνεις τώρα τη Λέλα! Το
    καλύτερο είνε να γυρίσης το γρηγορώτερο στην Αθήνα. (Ταραγμένος
    περισσότερο ακόμη). Αυτό είναι το καλύτερο.

ΦΛΕΡΗΣ — Ξέρω τι λέω εγώ, γιατρέ. Έχω το σκοπό μου.
    (Αντικρύζοντας την ταραχή του Μιστρά). Μα τι έχεις, γιατρέ; Εσύ
    είσαι δακρυσμένος.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τίποτε δεν έχω, τίποτε. Όλη αυτή η ιστορία με
    συγκίνησε. Σα γεράση κανένας κλαίει σαν το παιδί. Άκουσε όμως. Μη
    ζητάς καινούργιες συγκινήσεις. Μη. . .

ΦΛΕΡΗΣ — Αδύνατο. Θα κάμω αυτό που θέλω. Πρέπει να ιδώ τη Λέλα αμέσως.

ΜΙΣΤΡΑΣ — Α! επί τέλους δεν είναι λόγια αυτά! Είσαι παιδί. Δεν καταλαβαίνεις πως η Λέλα είναι μια ελαφρά γυναίκα, που πρέπει να παύσης πια να τη συλλογίζεσαι. Ανοησίες.

ΦΛΕΡΗΣ — Εγώ ξέρω τι είναι. Δεν το ξέρεις εσύ. Μη μ' εμποδίζης γιατρέ. Θα την ιδώ, πρέπει να την ιδώ και αμέσως! Δεν μπορώ να έχω πια αυτό το βάρος απάνω στο στήθος μου. Θα τη βρω όπου και νάνε. (Κινώντας να φύγη).

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Τον εμποδίζει). Όχι, Τάσσο. Όχι. Για την αγάπη της κόρης. Σου το απαγορεύω. (Προσπαθεί να τον συγκρατήση, βαστώντας τα δάκρυά του).

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ

Οι παραπάνω, Μ — ΑΡΓΥΡΗΣ

(Ο Μπάρμπ-Αργύρης έρχεται έξαλλος, κρατώντας το κεφάλι του, με τα δάκρυα στα μάτια. Ο Φλέρης και ο Μιστράς τον κυττάνε εκστατικοί. Ο Μιστράς, σα να μαντεύη κάτι, προσπαθεί με νεύματα να τον αναχαιτίση, μα εκείνος προχωρεί απάνω τους ακράτητος).

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αχ! κύριε Τάσσο μου. Αχ! δε βαστάω πια. Δεν μπορώ να στο κρύψω. Θα με κολάση ο Θεός. Έλα, κύριε Τάσσο μου. Έλα, πρόφτασε.

ΦΛΕΡΗΣ — Τι τρέχει; Τι είναι. Μίλα. Χάνω τα μυαλά μου.

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Πιάνει τον Αργύρη από τον ώμο). Αθεόφοβε τι είν' αυτό
    πού κάνεις; Ξέρεις τι κάνεις;

ΦΛΕΡΗΣ — (Στον Αργύρη που πνίγεται από τους λυγμούς). Μίλα! Μίλα!
    Τι μου κρύβετε; Μιλάτε . . .

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αχ! κύριε Τάσσο. Σε γυρεύει η δυστυχισμένη. Τόνομά σου έχει, στα χείλια της. Με τόνομά σου πεθαίνει. Δεν το θέλει ο Θεός να μην έρθης. Ψυχικό είναι, κύριε Τάσσο. (Κλαίει). Έλα, πρόφτασε!

ΦΛΕΡΗΣ — Τι; Ποιος; Η Λέλα ίσως; Πεθαίνει η Λέλα; Γιατρέ, πες μου την αλήθεια!

ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Λέλα! Μην κάνεις έτσι, Τάσσο μου. Δεν είναι και τόση
    απελπισία. Χτυπήθηκε ταπόγεμα μέσα στο πάρκο. Ησύχασε. Θα γίνη
    καλά. Κάθισε, θα πάθης τίποτε. (Προσπαθεί να τον καθίση). Η Λέλα
    θα γίνη καλά, σου λέω.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αλλοίμονο. Πεθαίνει, γιατρέ μου. Κύριε Τάσσο μου.
    Πεθαίνει η καλή γυναίκα. Η φωνή της σβύστηκε. Το χέρι της
    αργοκινάει ακόμη, το χέρι της σα να σε γυρεύη. Εσένα γυρεύει,
    κύριε Τάσσο μου.

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Στον Μ. Αργύρη απότομα). Φύγε εσύ αποδώ. (Στον Τάσσο). Μην ακούς Τάσσο. Κάθισε. Εγώ θα πάω να ιδώ.

ΦΛΕΡΗΣ — Όχι, δεν με κρατάτε. Τώρα καταλαβαίνω. Τώρα! Αφίστε με. Αφίστε με να τρέξω σιμά της. Βγάλτε τα χέρια σας από πάνω μου. (Κυττάει να τους ξεφύγη). Κανένας δε με κρατάει. Μη . . . (Απάνω στην αγωνία που κάνει να τους ξεφύγη φέρνει το χέρι στο στήθος του, σαν να τον έπιασε ένας ξαφνικός πόνος και πέφτει απάνω στην καρέκλα). Αχ! Πνίγομαι. Πνίγομαι. Τι με σφίγγει εδώ; Τι με σφίγγει; (Ο Μιστράς ορμά απάνω του, του πιάνει το σφυγμό, φαίνεται απελπισμένος. Ο Μ-Αργύρης στέκεται παραλυμένος).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Μπάρμ-Αργύρη, γλήγορα, για το Θεό, τρέξε. Στην κάμαρά μου, απάνω στο γραφείο μου είναι ένα κουτάκι, ένα μπουκαλάκι. Φέρτα γρήγορα! Τρέχα! (Ο Μ-Αργύρης φεύγει βιαστικός τραβώντας τα μαλλιά του).

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δυστυχία μου, δυστυχία μου!

ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

ΜΙΣΤΡΑΣ, ΦΛΕΡΗΣ

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Γονατισμένος μπροστά στο Φλέρη). Δεν είναι τίποτα Τάσσο! Η αγγίνα σου. Ησύχασε. Θα περάση . . . Τώρα θα σου κάνω εγώ ό,τι πρέπει.

ΦΛΕΡΗΣ — Τη Λέλα! Θέλω να ιδώ τη Λέλα.

(Ακούονται από μακρυά φαιδρές ομιλίες μ' ένα γέλοιο της Δώρας ρυθμικό σαν κελάδημα).

ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Δώρα! Η κόρη σου είναι εδώ κοντά. Θα τη φωνάξω.. . Άφισέ με να φωνάξω . ..

ΦΛΕΡΗΣ — (Με αγωνία, του κρατεί σφιχτά το χέρι). Όχι. Δε θα τη φωνάξης. Δε θέλω. Όλα είναι μάταια. Εγώ πεθαίνω ευχαριστημένος. (Σε λίγο). Αχ! Αυτό το γέλιο! (Μια αγαλίαση φωτίζει το πρόσωπό του. Ύστερα πάλι τα χαρακτηριστικά του σφίγγονται από αγωνία). Άφισέ με νακούσω! (Σε λίγο). Πνίγομαι γιατρέ, πνίγομαι . ..

ΜΙΣΤΡΑΣ — (Προσπαθεί να του ξεφύγη απ' τα χέρια). Μα όχι! δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι. Άφισέ με. Δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι με σταυρωμένα τα χέρια . . . Θα φωνάξω την κόρη σου. (Το γέλιο της Δώρας ακούγεται πάλι μελωδικό και χαρούμενο, σαν από γαργάλισμα).

ΦΛΕΡΗΣ — (Συνέρχεται λιγάκι. Το πρόσωπό του πάλι φωτίζεται σαν ανθρώπου βυθισμένου σ' ένα γλυκό όνειρο). Άφισέ με νακούσω. Αχ! αυτή η μουσική τι καλό που μου κάνει. Άφισέ με νακούσω. (Προσπαθεί να τεντώση το κεφάλι του και ανασηκώνεται με μιαν απόκοτην ορμή). Αυτό το γέλιο. Ο κόσμος γίνεται ένας παράδεισος γύρω μου. (Με δυνατή μα πνιγμένη φωνή). Ένας παράδεισος!

ΜΙΣΤΡΑΣ — Τάσσο, άφισέ με. .. (Κινιέται να φωνάξη βοήθεια. Άξαφνα βλέπει πως το κεφάλι του Φλέρη πέφτει προς τα πίσω και τα χέρια του κρεμιώνται παράλυτα. Σκύβει και τον αγκαλιάζει). Αλλοίμονο. Τελείωσε. . .

(Το γέλιο της Δώρας ακούεται πιο κοντά τώρα δροσερό σαν κελάιδημα. Ο Μιστράς είναι γονατισμένος γέρνοντας απάνω στο πτώμα, που το αγκαλιάζει. Τίποτε άλλο δεν ακούεται παρά οι τρίλλιες του γέλιου της Δώρας, που σβύνουνε ηδονικά ενώ η αυλαία κλείνει σιγά και πένθιμα).

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library